Πολιτισμός

Αλέξανδρος Κοέν: Η τελειότητα δε με συγκινεί

«Για μένα η κωμωδία είναι το δυσκολότερο είδος. Απαιτεί δεξιοτέχνες ηθοποιού και σκηνοθέτη με βαθιά γνώση των τεχνικών της κωμωδίας»

alexandros_koen

Ο Αλέξανδρος Κοέν γεννήθηκε στην Αθήνα. Απόφοιτος της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής Ίασμος. Ακολούθησαν μεταπτυχιακές σπουδές σκηνοθεσίας στο Middlesex University του Λονδίνου (Master of Arts in Theatre Directing) και στην Ακαδημία Δραματικής Τέχνης της Μόσχας GITIS. Παρακολούθησε την Πρώτη Θερινή Ακαδημία του Εθνικού Θεάτρου, καθώς και σεμινάρια Υποκριτικής με τη Νικαίτη Κοντούρη, την Άσπα Τομπούλη, τον Άλμπρεχτ Χίρχε κ.ά.

Ως χαρισματικός ηθοποιός συμμετείχε σε πολλά θεατρικά και ως χαρισματικός σκηνοθέτης έχει διαγράψει μία μεγάλη και λαμπρή πορεία. Φέτος σκηνοθέτησε τη «Θηλιά» στο θερινό Θέατρο Αθηνά. Ετοιμάζει, δε, και μία κωμωδία του Λαμπίς για τον Ιούλιο, στο θερινό Θέατρο Λαμπέτη.

Αλέξανδρε, μιλήστε μας για το θρίλερ που σκηνοθετήσατε τώρα στο Θέατρο Αθηνά. Μία καινούργια δουλειά μετά από πολύ καιρό…

«Πράγματι. Την είχαμε ανάγκη αυτή την επιστροφή – και εμείς που δουλεύουμε στο θέατρο, και οι θεατές, αν κρίνω από την ανταπόκριση. Η “Θηλιά” είναι ένα κλασικό ψυχολογικό θρίλερ, βασισμένο σε μία πραγματική ιστορία, την υπόθεση των Λίοπολντ και Λομπ στο Σικάγο του 1920. Οι δύο αυτοί φοιτητές απήγαγαν και δολοφόνησαν έναν νεαρό μαθητή. “Το έγκλημα του αιώνα”»: έτσι ονομάστηκε, και οι αυτουργοί αποδείχτηκε τελικά πως δεν είχαν κανένα κίνητρο. Το μόνο που ήθελαν ήταν να δείξουν την πνευματική τους υπεροχή κάνοντας ένα έγκλημα που δε θα το ανακάλυπτε ποτέ κανείς. Διαψεύστηκαν».

Η «Θηλιά» έχει γίνει όχι μόνο θεατρική, αλλά και κινηματογραφική επιτυχία από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αποδίδεται καλά ένα έργο με σασπένς στο Θέατρο, ή… χάνει;

«Το έργο αρχικά γράφτηκε για το Θέατρο. Οπότε, η φύση του είναι θεατρική. Το λεξιλόγιο και η σύλληψή του, επίσης. Φτάνει να σκεφτούμε πως διαδραματίζεται σ’ ενιαίο τόπο και χρόνο – δεν έχουμε, δηλαδή, ούτε αλλαγή τόπου ούτε χρονικά άλματα. Κι επίσης, όπως ζητάει ο συγγραφέας του, αναφέρεται διαρκώς επί σκηνής η πραγματική ώρα. Κάθε τόσο ένας ήρωας κοιτάει την ώρα και την ανακοινώνει. Και η ώρα που ανακοινώνεται, συμπίπτει πάντα με την αληθινή. Από την άλλη, κατά τη διάρκεια των προβών φροντίσαμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον όπου όλα είναι αμφίσημα, όλα είναι εκκρεμή. Φορτίσαμε το παρελθόν των ηρώων με σκοτεινές πτυχές, οι οποίες αντανακλώνται στην παράσταση και δημιουργούν ένα κλίμα αμφιβολίας και απειλής».

Βέβαια, εσείς έχετε μεγάλη πείρα στο είδος, «Το φως το γκαζιού», «Συλλέκτης»… Είναι πιο δύσκολο να σκηνοθετήσεις ένα θρίλερ από ένα δράμα ή μία κωμωδία;

«Για μένα η κωμωδία είναι το δυσκολότερο είδος. Απαιτεί δεξιοτέχνες ηθοποιούς και σκηνοθέτη με βαθιά γνώση των τεχνικών της κωμωδίας. Επίσης, η κωμωδία είναι αμείλικτη, διότι κρίνεται την ίδια ακριβώς στιγμή από το κοινό. Νομίζω πως αυτό το είδος χρειάζεται ανθρώπους που η κωμωδία να είναι φύση τους. Το ιδιωτικό αστείο, το αφ’ υψηλού, είναι ιδανικό για μία συντροφιά, ωστόσο δεν μπορεί να παρασύρει μία ολόκληρη αίθουσα. Εκεί χρειάζεται μέτρημα, ρυθμός και υψηλής αισθητικής μεγέθυνση».

Έχετε πει ότι σας αρέσουν πολύ τα έργα που ασχολούνται με τις αδυναμίες και τις ελλείψεις των ανθρώπων. Γιατί;

«Διαστροφή. Επειδή το ελάττωμα και η αδυναμία είναι αυτά που με γοητεύουν στους ανθρώπους. Από την άλλη, το μόνο που μπορεί να σ’ εξελίξει είναι ό,τι επιδέχεται βελτίωσης. Κουβαλάει μία αγωνία η αδυναμία, μία ανθρωπιά. Η τελειότητα δε με συγκινεί. Δεν τη διαθέτω, άρα δεν μπορώ και να την εκτιμήσω. Ίσως ούτε καν να την αναγνωρίσω».

Οι ηθοποιοί πρέπει ν’ ακολουθούν το όνειρο του σκηνοθέτη ή δικαιούνται να βάζουν και τη δική τους πινελιά;

«Πρέπει να γίνονται εκατό τοις εκατό δημιουργικοί – αλλά μες στη γραμμή που έχει προαποφασιστεί. Όμως, είναι ανάγκη να είναι δημιουργικοί· εξ ου και οι μεγάλες προσωπικότητες είναι προς όφελος της τελικής σύνθεσης».

Πώς αισθάνεστε που επιστρέψατε στην κανονική ροή της δουλειάς, μετά από τόσο καιρό καραντίνας;

«Ενώ το λαχταρούσα τόσο καιρό, τώρα –ίσως επειδή ξέμαθε ο οργανισμός μου– με κουράζει διπλά και με αγχώνει υπερβολικά. Κι επίσης, δεν μπορώ να το χαρώ: νιώθω συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι μου την απειλή πως αυτό που μας συμβαίνει, θα επιστρέφει συχνά. Τίποτε δεν έχει περάσει. Ο κίνδυνος είναι ακόμη εδώ. Μπορεί, βέβαια, όλα αυτά να μου συμβαίνουν επειδή ο άνθρωπος συχνά έχει την τάση να είναι… “ανευχαρίστητος”. Και πάντα να επιθυμεί αυτό που δεν έχει. Ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία. Παλαιότερα περισσότερο, τώρα πολύ λιγότερο. Ανά περιόδους το έχω αυτό το αίσθημα. Και, όσο τοξικό κι αν είναι, εντούτοις κάποτε με πάει παρακάτω».

Πόσο στοίχισε στην Τέχνη το lockdown; Θα επιστρέψει ο θεατής και πάλι στις αίθουσες;

«Οι πρώτες αντιδράσεις δείχνουν πως του κόσμου του έλειψε αυτή η διαδικασία. Οι διαδικτυακές θεατρικές προβολές ενώ στην αρχή ευδοκίμησαν, εντούτοις παρακάτω κόπασαν. Η πραγματική επαφή δεν υποκαταστάθηκε. Κι αυτό είναι μία πρώτη, πρακτική απάντηση σε ό,τι μ’ ένταση συζητιόταν μες στην καραντίνα, για το αν το Θέατρο μετασχηματίζεται σε κάτι καινούργιο».

Η πρεμιέρα της «Θηλιάς» έγινε ήδη. Ετοιμάζετε και κάτι άλλο;

«Ναι, είμαστε ήδη στο στάδιο προετοιμασίας για μία κλασική κωμωδία του Εζέν Λαμπίς που λέγεται «Ο κουμπαράς». Θ’ ανέβει τον Ιούλιο στο καλοκαιρινό Θέατρο Λαμπέτη, από τη Δραματική Σχολή «Ίασμος», στην οποία διδάσκω δεκατέσσερα χρόνια. Σ’ αυτό το απολαυστικό κείμενο παρακολουθούμε ήρωες που, ενώ έζησαν αρκετό καιρό απομονωμένοι, ορμούν τώρα άτσαλα ν’ αρπάξουν τις ηδονές της ζωής. Αυτό το αίσθημα αναπάντεχης ελευθερίας, ύστερα από ένα μακρύ εγκλεισμό, μου άρεσε πολύ στον «Κουμπαρά»».

Από την έντυπη έκδοση της «Βραδυνής της Κυριακής»

Δείτε επίσης