«Μάστιγα» η στεγαστική κρίση
Οι οικονομικές προκλήσεις στην παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας βρίσκονται προ των πυλών, και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης

Στη χώρα μας η συσσωρευτική αύξηση των ενοικίων από το 2018 έως και το 2023, κυμάνθηκε από 43,2% έως και 52,1% αν αφορά κατοικία κατάλληλη για οικογένεια, ενώ τη φετινή χρονιά αναμένονται νέες αυξήσεις μεσοσταθμικά, της τάξεως του 9,1%.
Το κόστος στέγασης οικογενειακής κατοικίας αγγίζει το σύνολο ενός καλού μισθού.
Υψηλότερες αυξήσεις καταγράφονται κυρίως σε μικρότερα ακίνητα, κατάλληλα για φοιτητές.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία, οι ζητούμενες τιμές μίσθωσης φοιτητικής κατοικίας ή/και κατοικίες κατάλληλες για νέους αυξήθηκαν κατά 62% στην Αθήνα, και στην Πάτρα, όπου καταγράφεται η 2η μεγαλύτερη αύξηση, 55%, το χρονικό διάστημα 2017-2023, ενώ τη φετινή χρονιά καταγράφηκε επιπλέον μεσοσταθμική αύξηση, της τάξεως του 8%-12%.
Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα, που αγγίζει το 60%-70% αν πρόκειται για κατοικία κατάλληλη για νέους ή/και φοιτητές.
Σύμφωνα με την Eurostat, η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στο κόστος στέγασης στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης, τόσο για όσους ζουν στα αστικά κέντρα όσο και για εκείνους που ζουν σε αγροτικές περιοχές.
Παράλληλα, το 46,7% των Ελλήνων ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.
Οι καθυστερήσεις σε λογαριασμούς στεγαστικών δανείων, ενοικίων ή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας είναι μία άλλη ένδειξη ότι το κόστος στέγασης μπορεί να είναι πολύ υψηλό. Πάνω από ένας στους τέσσερις Έλληνες (26,1%) δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν δυσκολία για να ενοικιάσουν κατοικία, δύο φορές περισσότεροι από ό, τι στην Ε.Ε. (13%), ενώ σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες (44,6%) που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα αυτό.
Σύμφωνα με τις αναρτημένες αγγελίες σε ιστοσελίδες, καταγράφεται σχεδόν μηδενική διαθεσιμότητα κατοικιών κατάλληλες για οικογένειες με μίσθωμα έως 600€.
Το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων προς μίσθωση ακινήτων 80τ.μ.-110τ.μ. άνω του 1ου ορόφου διατίθεται με ζητούμενες τιμές μίσθωσης άνω των 800€/μήνα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Βόρεια Προάστια όπου το 95,80% των διαθέσιμων προς μίσθωση ακινήτων έχουν ζητούμενο μίσθωμα άνω των 800€/μήνα, ενώ στα Νότια Προάστια το 80,40%.
Στο κέντρο της Αθήνας το 66,37% των διαθέσιμων κατοικιών έχουν ζητούμενο μίσθωμα άνω των 700€/μήνα, ενώ στις περιοχές του Πειραιά το 60,07%, των Δυτικών Προαστίων το 47,03% και στο Υπόλοιπο Αττικής το 71,30%.
Σύμφωνα με τα άνωθεν, κατανοούμε ότι το κόστος μίσθωσης κατοικίας κατάλληλη για οικογένεια, στο σύνολο σχεδόν των περιοχών του Νομού Αττικής, αγγίζει έναν ολόκληρο μισθό.
Χωρίς να συνυπολογίζουμε τα κοινόχρηστα, το κόστος Ενέργειας και τους λοιπούς λογαριασμούς.
Ένας τρόπος για να «μετρήσουμε» εάν το κόστος στέγασης είναι πολύ υψηλό είναι να εξετάσουμε την αναλογία του κόστους κατοικίας προς το εισόδημα. Εάν το κόστος στέγασης υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος είναι σημάδι ότι τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τη στέγαση.
Στην Ε.Ε. το 2023, για το 10,6% των νοικοκυριών στις πόλεις και το 7% των νοικοκυριών σε αγροτικές περιοχές το κόστος στέγασης υπερέβη το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Πάνω από το ένα τέταρτο των Ελλήνων (31%) που ζουν σε πόλεις είχαν κόστος στέγασης άνω του 40% του εισοδήματος, ενώ περίπου μόνο το 6% των Σλοβάκων στις πόλεις αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα.
Απαιτείται να λάβουμε σοβαρά υπόψη και να κατανοήσουμε ότι το προσαυξημένο κόστος στέγασης δεν αφορά, πλέον, αποκλειστικά τα κατώτερα οικονομικά στρώματα που βρίσκονται κοντά στον κίνδυνο φτώχειας ή/τα ευάλωτα οικονομικά νοικοκυριά ή μόνο τους νέους ηλικιακά, πλήττει και άτομα των οποίων τα εισοδήματα είναι αφενός υψηλότερα, αφετέρου όμως, πολύ χαμηλά για να μπορούν να στεγαστούν υπό τις συνθήκες της ιδιωτικής αγοράς.
Οι οικονομικές προκλήσεις στην παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας βρίσκονται προ των πυλών, και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης, πολιτικές με διεύρυνση των δικαιούχων, με στόχο την αναχαίτηση του κόστους την επόμενη μέρα, και την προσβασιμότητα σε αγορά κατοικίας, αλλά, παράλληλα, και πολιτικές με υλοποίηση 2-3 ετών, που θα στοχεύουν στην εξάλειψη ιδίων δεδομένων στο μέλλον, καθώς και μέτρα που θα «προστατεύουν» την ιδιοκτησία υπό συνθήκες μη υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος.
*Ο Θεμιστοκλής Μπάκας είναι Πρόεδρος Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates