Τίνος είναι ο βασιλικός τάφος;
Δείτε επίσης
Όταν ο καθηγητής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Μανώλης Ανδρόνικος ανεκάλυψε τους βασιλικούς τάφους στην Βεργίνα, υπήρξαν ορισμένοι συνάδελφοί του οι οποίοι αμφισβήτησαν, τότε, την άποψή του, ότι επρόκειτο για την τελευταία κατοικία του βασιλέως Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας. Με το διάβα του χρόνου οι αντιρρησίες εμειώθησαν, και σήμερα, 46 χρόνια μετά, η επιστημονική κοινότης έχει συνταχθεί, στην πλειονότητά της, με την ερμηνεία του.
Ως κεραυνός εν αιθρία, λοιπόν, δύναται να χαρακτηρισθεί η τοποθέτησις της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, ότι πρόκειται για τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και όχι του πατρός του. Η επιχειρηματολογία της αναπτύσσεται σε έξι σημεία: α) Το ελεφαντοστέϊνο ομοίωμα του Αλεξάνδρου, β) την παράσταση στην ζωφόρο με τον ιππέα στην μέση Αλέξανδρο, που δείχνει μία δράση, η οποία για να αποτυπωθεί έπρεπε προηγουμένως να έχει συμβεί, γ) την αρχική επιθυμία του Αλεξάνδρου να ταφεί στον τόπο του, δ) το χρονικό κενό από την ταφή στο σημείο που ξέρουμε, μέχρι να κατασκευαστεί το μαυσωλείο, ε) το ύψος του νεκρού, το οποίο δεν ομοιάζει με αυτό του Φιλίππου, στ) τον χουντίτη, ένα ορυκτό της Αιγύπτου που βρέθηκε στον τάφο.
Άμεση υπήρξε η αντίδρασις της προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, Αγγελικής Κοτταρίδη, βοηθού του Μανώλη Ανδρόνικου στην ανασκαφή του 1977. «Στην επιστήμη», εδήλωσε, «έχουμε δύο κατηγορίες. Δεδομένα και στοιχεία. Στο ενδιάμεσο υπάρχουν και οι υποθέσεις, που μπορεί να αποδειχθούν ή να απορριφθούν. Εμείς δουλεύουμε με στοιχεία, όχι με θεωρητικές προσεγγίσεις». Για να επιχειρηματολογήσει στην συνέχεια, μεταξύ άλλων: «Αυτό που μπορείς με ευκολία να προσδιορίσεις από τη μελέτη των οστών είναι η ηλικία και το φύλο του νεκρού. Ο συγκεκριμένος νεκρός διάγει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του και είναι γύρω στα 45, κάπου μεταξύ 43-47. Αποκλείεται από τους ανθρωπολόγους να είναι μεταξύ 30-33».
Οπότε, με αυτό και μόνον το στοιχείο, συν τα υπόλοιπα που παραθέτει η αγαπημένη φοιτήτρια του Ανδρόνικου, αποκλείεται να είναι ο τάφος του Αλεξάνδρου.
Ο «Παρθενών» της Μακεδονίας
Ένα έργο που υλοποιείται από το μακρινό 2007, αυτό της στερεώσεως, συντηρήσεως και αναστηλώσεως του Ανακτόρου των Αιγών, περατούται αισίως τούτες τις ημέρες. Η εικών που παρουσίαζε, τους τελευταίους αιώνες, το «βασίλειο καθίδρυμα» του βασιλέως Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, ήτο απογοητευτική, αφού η στρατιά του Ρωμαίου στρατηγού Μέτελου εφρόντισε να το ισοπεδώσει το 148 π.Χ.
Οι «πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα» του παρελθόντος, έχουν τεθεί, πλέον, σε μία τάξη, με ανατεταγμένους τους τοιχοβάτες και ορισμένους κίονες, που παραπέμπουν ευκρινώς στην αρχική του κατάσταση. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων που οργανώνονται γύρω από μία αυλή, όλα τετράγωνα και ορθογώνια. Η αρχαιολογική μελέτη απεκάλυψε την ύπαρξη του πυθαγόρειου Χρυσού Λόγου στην κατασκευή του, ήτοι όλες οι αναλογίες να είναι 1,62, με θεϊκή αναφορά, αφού, κατά τον Πλάτωνα, «ο Χρυσός Μέσος είναι η ψυχή του κόσμου».
Προσοχή! Η λέξις ανάκτορο δεν σημαίνει αποκλειστικώς βασιλική κατοικία, αλλά έναν χώρο που λειτουργούσε ως πολιτική αγορά, συγκεντρώνοντας τις λειτουργίες μίας δημοκρατικής πόλεως. Εκεί συναθροίζοντο οι πολίτες, εκεί συζητούσαν για τα θέματα που τους απασχολούσαν, εκεί συμμετείχαν στους μακεδονικούς «πότους», στα συμπόσια. Εκεί εόρτασε το 336 π.Χ. ο Φίλιππος τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας, και εκεί εστέφθη ο Αλέξανδρος βασιλεύς.
Σύμφωνα με την Αγγελική Κοτταρίδη, που έδωσε υπόσχεση στον Μανώλη Ανδρόνικο να συνεχίσει το έργο του, πρόκειται για το καλύτερο οικοδόμημα της Αρχαίας Ελλάδος. Υπερβολή; Διόλου. Τριπλάσιο από τον Παρθενώνα, απετέλεσε το αρχέτυπο όλων των «βασιλείων», δηλαδή των ανακτόρων που οικοδομήθηκαν στην Ελληνιστική περίοδο, αλλά και αργότερα. Μαζί με τους βασιλικούς τάφους, το Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών και τη ταφική συστάδα των Τημενιδών συνθέτουν έναν από τους κορυφαίους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδος, που σημάδεψε την Ιστορία της Ανατολής και της Δύσεως.