Απόψεις

Η Εκτέλεση των Έξι

«Η καταδίκη των μελών του Λαϊκού Κόμματος προσέδωσε μορφή πολεμικής αναμέτρησης»

Η Εκτέλεση των Έξι
Αρθρογράφος: Ιωάννης Κρασσάς
Από Ιωάννης Κρασσάς

Γράφει ο Αντιστράτηγος ε.α. Ιωάννης Κρασσάς

«Η επινόηση προδοτών εκεί όπου δεν υπάρχουν, αποτελεί απλοϊκή προσέγγιση και ερμηνεία των γεγονότων τα οποία είτε δεν κατανοούμε, είτε δεν θέλουμε να κατανοήσουμε. Αφού υπάρχουν προδότες αυτοί φταίνε για όλα». Απόσπασμα της αθωωτικής αποφάσεως του Αρείου Πάγου(1675 /2010), για την καταδίκη των έξι.

Το Κίνημα

Την 6η Σεπτεμβρίου 1922, οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν ηττημένοι την Μικρά Ασία. Την 11η Σεπτεμβρίου 1922, εκδηλώθηκε στην Χίο στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία των Συνταγματαρχών Νικολάου Πλαστήρα[1], Στυλιανού Γονατά[2] και Αντιπλοίαρχου Δημητρίου Φωκά[3]. Την 13η Σεπτεμβρίου η «Επανάσταση» έφτασε στην Αθήνα και ανέλαβε την ευθύνη διακυβερνήσεως της χώρας. Οι κινηματίες υποχρέωσαν τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ να εγκαταλείψει την Ελλάδα, ενώ ο πρωτότοκος υιός του Γεώργιος Β΄ τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Το νέο καθεστώς συνέλαβε τον πρωθυπουργό και μέλη της προηγούμενης κυβερνήσεως. Την 16η Σεπτεμβρίου 1922 η «Επαναστατική Επιτροπή» ανακοίνωσε ότι, η εθνοσυνέλευση που θα πρόκυπτε από τις επόμενες εκλογές θα αποφάσιζε για την παραπομπή των συλληφθέντων σε δίκη.

Η Παραπομπή

Την 26η Σεπτεμβρίου, μετά από πιέσεις φανατικών βενιζελικών αξιωματικών, ο Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος διενήργησε ανάκριση, βάσει της οποίας παραπέμφθηκαν να δικασθούν από έκτακτο επαναστατικό στρατοδικείο οι: Δημήτριος Γούναρης[4], πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Δικαιοσύνης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης[5], πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Οικονομικών, Νικόλαος Στράτος[6], πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Εσωτερικών, Νικόλαος. Θεοτόκης[7], πρώην Υπουργός Στρατιωτικών, Γεώργιος Μπαλτατζής[8], πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Υποστράτηγος Ξενοφώντας Στρατηγός[9], πρώην Υπουργός Συγκοινωνιών, Υποναύαρχος Μιχαήλ Γούδας[10] πρώην Υπουργός των Τ.Τ.Τ (Ταχυδρομείων, Τηλέγραφων, Τηλεφωνικής Υπηρεσίας),και Αντιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης[11], τέως Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας.

Η Εκτέλεση

Η δίκη διεξήχθη στο κτίριο της παλαιάς βουλής από 31 Οκτωβρίου έως 15 Νοεμβρίου 1922, του Αντιστράτηγου Αλέξανδρου Οθωναίου προέδρευοντος του έκτακτου επαναστατικού στρατοδικείου. Το δικαστήριο έκρινε τους κατηγορούμενους ένοχους εσχάτης προδοσίας[12], ως εκ προθέσεως υπαίτιους της Μικρασιατικής καταστροφής και τους καταδίκασε στην ποινή του θανάτου, πλην του Στρατηγού και του Γούδα που τους επιβλήθηκε η ποινή των ισόβιων δεσμών. Την 15η Νοεμβρίου του 1922 στις 11:30 π.μ, στου Γουδή (στον χώρο μπροστά από τον Ιερό Ναό της «Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού» στο Δήμο Παπάγου-Χολαργού), οι έξι θανατοποινίτες εκτελέσθηκαν δια τυφεκισμού.

Ο Άρειος Πάγος με την 1675 /2010, απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος[13], μετά από αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη[14] για επανάληψη της δίκης, ακύρωσε την απόφαση του στρατοδικείου και αθώωσε τους κατηγορούμενους. Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπονάρ Λώ[15] χαρακτήρισε την εκτέλεση ως πράξη βαρβαρότητος και διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με την Ελλάδα. Η δίκη και η εκτέλεση άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην νεότερη ιστορία μας. Από δικονομικής απόψεως αποτέλεσε μια φάρσα, η οποία κατέληξε σε μια εκ προμελέτης δολοφονία με θεσμική νομιμοποίηση. Θα ήταν λιγότερο επώδυνο το πλήγμα για τον νομικό μας πολιτισμό εάν τους εκτελούσαν άνευ δίκης. Η εκτέλεση αποτέλεσε τον τραγικό επίλογο της κεφαλαίου της ιστορίας μας, για την πραγμάτωση της «Μεγάλης Ιδέας».

Από το Όνειρο της Ιωνίας

Όλα άρχισαν με την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη τον Μάιο του 1919, 14 μήνες πριν την υπογραφή της Συνθήκης των Σέρβων. Δεν είχαμε καμία δέσμευση να το κάνουμε, αλλά αποφασίσθηκε κατόπιν απ’ ευθείας συνεννοήσεως του Πρωθυπουργού της Ελλάδος Βενιζέλου με τον Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Λόϋντ Τζώρτζ[16], προκειμένου να αποτραπεί η κατάληψη της Σμύρνης από τους Ιταλούς[17]. Εκείνη την περίοδο φαινόνταν σαν η χρυσή ευκαιρία μας που δεν έπρεπε να την αφήσουμε να χαθεί. Η άρνηση του Κεμάλ να αποδεχθεί την "Συνθήκη των Σεβρών(Ιούλιος 1920)", ανέδειξαν το μέγεθος του προβλήματος. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η Ελλάδα μπορούσε να την επιβάλλει και έπεισε τον Ελληνικό λαό ότι το όνειρο μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Η μικρασιατική εκστρατεία αποδείχθηκε ότι ήταν ένα επιχείρημα πέρα των δυνατοτήτων της χώρας μας και του στρατού μας. Η τουρκική ενδοχώρα «κατάπιε» τον ελληνικό στρατό, με τον ίδιο τρόπο που η απεραντοσύνη της Ρωσίας αποδεκάτισε τη στρατιά του Ναπολέοντος και τις μεραρχίες του Χίτλερ. Δύο ξεχωριστές στρατιωτικές προσωπικότητες, ο Αντισυνταγματάρχης Μηχανικού Ιωάννης Μεταξάς ως Αρχηγός του Επιτελείου και ο Γάλλος Στρατάρχης Φερνινάντ Φος, του επεσήμαναν ότι η χώρα ήταν πολύ δυσανάλογα μεγάλη για το μέγεθος των Ελληνικού Στρατού[18]. Οι γεωγραφικοί περιορισμοί δεν σταμάτησαν το Βενιζέλο να επιχειρήσει την υλοποίηση επί του εδάφους αυτό που κέρδισε στα χαρτιά. Στο τέλος Αυγούστου 1920, ο Αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, υπέβαλλε αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο στην οποία πρότεινε: «Την ανάληψη μιας εκστρατείας προς ανατολάς, προκειμένου να συντριβεί το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα και να εφαρμοσθεί η συνθήκη[19]». Την 1η Νοε 1920, το κόμμα των Φιλελευθέρων ηττήθηκε από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν.

Στον Εφιάλτη της Καταστροφής

Οι κυβερνήσεις που ανάλαβαν μετά τις εκλογές, υιοθέτησαν την πρόταση του Παρασκευόπουλου. Ο Ελληνικός Στρατός αφού διέσχισε την Αλμυρά έρημο αποκρούσθηκε 60 χιλιόμετρα δυτικά της Άγκυρας, χωρίς να επιτύχει την διάλυση των τουρκικών δυνάμεων. Η αλήθεια είναι ότι ο Ιωάννης Μεταξάς τους είχε προειδοποιήσει για το ατελέσφορο του επιχειρήματος, αποποιούμενος την πρόταση να αναλάβει την Διοίκηση της Στρατιάς[20]. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας, αντελήφθησαν ότι δεν μπορούσαν να επιβάλλουν την εφαρμογή της συνθήκης των Σεβρών με την δύναμη των όπλων. Οι ευθύνες τους έγκειται στο ότι:

Δεν είχαν το σθένος να αποσύρουν τον Ελληνικό Στρατό από την Μικρά Ασία.
Δεν ανέλαβαν την ευθύνη να προσγειώσουν έναν λαό στην σκληρή πραγματικότητα, ή να παραιτηθούν.
Εκτίμησαν λανθασμένα τόσο την μαχητική ισχύ του κεμαλικού στρατού, όσο και το μέγεθος της πτώσεως του ηθικού του στρατού μας κατά το 1922( εννέα στους δέκα δεν επέστρεφαν μετά από άδεια στο μέτωπο, επιλέγοντας να κηρυχθούν λιποτάκτες).
Είχε χυθεί πολύ αίμα από το 1912, όταν ξεκίνησε η «μεγάλη εξόρμηση», για να ανακοινώσουν ότι το όνειρο δεν μπορούσε να λάβει σάρκα και οστά. Εκ των υστέρων κρίνοντες ήταν προτιμότερο να εγκαταλείψει ο στρατός την Μικρά Ασία όχι εν διαλύσει, αλλά υπό ομαλές συνθήκες και να υπάρξει μια συμφωνημένη αποχώρηση του πληθυσμού. Εάν συνέβαινε αυτό θα κατηγορούντο πάλι για προδοσία, γιατί εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία άνευ μάχης. Οι εκτελεσθέντες υπήρξαν τα εξιλαστήρια θύματα για την κατάρρευση της πολιτικής της μεγάλης ιδέας, προδότες όμως δεν υπήρξαν. Το παραδέχτηκαν εκ των υστέρων όλοι οι πρωταγωνιστές της θλιβερής αυτής υποθέσεως, πλην του Οθωναίου.

Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα

Η εκτέλεση των έξι, ο οποίοι αποτελούσαν την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος προσέδωσε στην κομματική αντιπαράθεση μορφή πολεμικής αναμετρήσεως, χωρίς σεβασμό στο δημοκρατικό πολιτισμό. Η κληρονομιά της είναι το κλίμα πολιτικού φανατισμού, δημαγωγίας, αμετροέπειας και άνευ ορίων λαϊκισμού που περιγράφεται επιτυχώς στην φράση, «Ή αυτοί, ή εμείς».

Η έκβαση του πολέμου επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις, η διεξαγωγή του όμως υπόκειται σε νόμους και κανόνες, οι οποίοι δεν προσαρμόζονται στις επιθυμίες των πολιτικών. Ο πόλεμος από την φύση του έχει μία αυτοτέλεια η οποία όταν αγνοείται, το τίμημά της είναι η ήττα.

Έναν ποσοστό των Ελλήνων δεν διαθέτει τις γνώσεις ή τις διανοητικές ικανότητες για την κατανόηση τα όρια των δυνατοτήτων μας ως έθνους αλλά και του διεθνούς περιβάλλοντος και των παραγόντων που το επηρεάζουν. Άλλοι δεν έχουν γενναιότητα να αποδεχθούν ότι έσφαλαν στις εκτιμήσεις τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας με τις ίδιες τραγικές συνέπειες.

Σαν λαός διαθέτουμε ένα ιδιαίτερο ψυχισμό που μας οδηγεί να αρνούμεθα το γεγονός και να αποδεχόμαστε το υπερβατικό. Υπάρχει μια πεποίθηση σε πολλούς, ότι τα πάντα είναι προαποφασισμένα και ελέγχονται από πανίσχυρα σκοτεινά κέντρα εξουσιών.

Ο τρόπος αντιμετωπίσεως των απειλών κατά της ελευθερίας και της εθνικής μας κυριαρχίας πρέπει να αποφασίζεται κατόπιν διαβουλεύσεως όλων των πολιτικών δυνάμεων και αφού υιοθετηθεί να τυγχάνει της άνευ ορίων υποστηρίξεως όλων, ακόμη και των διαφωνούντων.

Δείτε επίσης