Η ασυλία των Ρομά και η εκπαίδευση των αστυνομικών
«Διαχρονικά το θέμα της εγκληματικότητας και της παραβατικότητας των Ρομά έχει για όλες τις κυβερνήσεις πολιτικό κόστος».

Ένα συνηθισμένο περιστατικό καταδίωξης Ρομά από ομάδα ΔΙ.ΑΣ. και μία ακραία και αψυχολόγητη ενέργεια από την πλευρά του ένστολου, έφεραν στην επιφάνεια ένα από τα μεγαλύτερα, ίσως, προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία.
Οι έντονες διαμαρτυρίες των Ρομά σε όλη την Ελλάδα μετά το βαρύτατο τραυματισμό του 16χρονου Κώστα, από το όπλο του αστυνομικού της ΔΙ.ΑΣ., προκάλεσαν θυμό σε μία μεγάλη κατηγορία των πολίτων.
Έχουμε μία κοινωνία σχεδόν διχασμένη. Από τη μία, στους καταυλισμούς των Ρομά γίνεται λόγος για ρατσιστική συμπεριφορά από την πλευρά της Πολιτείας προς τους ανθρώπους αυτούς που ζουν στο περιθώριο, ενώ οι θερμόαιμοι θέλουν να πάρουν εκδίκηση στοχοποιώντας τους αστυνομικούς και το κράτος γενικότερα.
Από την άλλη όμως, όπου ακούς συζητήσεις για την υπόθεση των Ρομά βλέπεις πολύ θυμωμένους πολίτες να λένε ότι αυτοί απολαμβάνουν μία διαρκή ασυλία από το κράτος και πως αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Τα επιχειρήματα δεκάδες, και κανείς δεν μπορεί να τα αντικρούσει.
Όσοι ζουν κοντά σε καταυλισμούς ή οικισμούς Ρομά υποφέρουν από τις συνεχείς κλοπές. Σε σπίτια, αυτοκίνητα, εξοχικά. Γι’ αυτό και βλέπεις πολλές φορές φιλήσυχους οικογενειάρχες να μιλούν και να συμπεριφέρονται απέναντι σε Ρομά σα να είναι οι χειρότεροι ρατσιστές.
Οι αγρότες παραπονιούνται σε όλη την Ελλάδα ότι ξηλώνουν και κλέβουν το αρδευτικό δίκτυο στα χωράφια τους.
Ο ΔΕΔΔΗΕ και ο ΟΣΕ υποφέρουν από τις μεγάλες καταστροφές στα δίκτυά τους με την κλοπή τόνων χαλκού από μετασχηματιστές αλλά και σιδήρου από τις γραμμές του τρένου.
Όποτε γίνονται έλεγχοι από την Αστυνομία σε οικισμούς τους, πάντα ανακαλύπτονται ναρκωτικά και όπλα.
Ο μέσος Έλληνας έχει την εντύπωση πως μία οικογένεια Ρομά αν και διαθέτει «μαύρα» εισοδήματα από το εμπόριο χωρίς παραστατικά, εν τούτοις πάντα παίρνει τα περισσότερα επιδόματα από την Πολιτεία, επειδή ακριβώς ποτέ κανείς δεν γνωρίζει την οικονομική της κατάσταση.
Σε αντίθεση με άλλους φορολογουμένους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους πολίτες, που ζουν στα όρια της φτώχειας και είναι λίγες οι φορές που εντάσσονται στην επιδοματική πολιτική μίας κυβέρνησης.
Διακρίσεις υπάρχουν και στην στράτευση των νέων Ρομά, οι περισσότεροι από τους οποίους καταφέρνουν να πάρουν απαλλακτικό χαρτί Στρατού και να μην υπηρετήσουν καθόλου ή, ακόμη ακόμη, να βγουν βοηθητικοί και να έχουν μειωμένη θητεία και απαλλαγή καθηκόντων.
Πολλές φορές επικαλούνται την έλλειψη εκπαίδευσή τους, αλλά και το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν τη φοίτησή τους στη βασική Εκπαίδευση.
Όποιος, βέβαια, μιλήσει με εκπαιδευτικούς θα καταλάβει πως οι Ρομά στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, μόνο και μόνο για να παίρνουν τα επιδόματα που δίνει η Πολιτεία.
Άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους για να εκπαιδεύσουν τους Ρομά και τα παιδιά τους και να τους εντάξουν στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, λένε πως αυτή η προσπάθεια αποδίδει με πολύ αργούς ρυθμούς και σε πολύ μικρό ποσοστό.
Οι κοινότητές τους μεγαλώνουν με πολύ γρήγορους ρυθμούς, αφού η κάθε οικογένεια έχει δύο, τρία ή και περισσότερα παιδιά. Οι νέοι που καταφέρνουν να ξεφύγουν από την κυρίαρχη νοοτροπία και την παραβατικότητα και να ενσωματωθούν στην υπόλοιπη κοινωνία, είναι ελάχιστοι.
Έτσι, το πρόβλημα συνεχώς διογκώνεται, και από ένα σημείο και μετά, η Πολιτεία αδυνατεί να το αντιμετωπίσει, γι’ αυτό και δίνεται η εντύπωση πως οι Ρομά απολαμβάνουν ασυλίας.
Διαχρονικά το θέμα της εγκληματικότητας και της παραβατικότητας των Ρομά έχει για όλες τις κυβερνήσεις πολιτικό κόστος. Ο δήμαρχος του πιο μικρού χωριού, ο περιφερειάρχης της πιο απομακρυσμένης περιοχής, οι βουλευτές όλων των κομμάτων και οι υπουργοί των κυβερνήσεων, προσπαθούν να τα έχουν καλά με τις κοινότητες των Ρομά, γιατί προσδοκούν στις ψήφους τους, που είναι πολλές.
Όταν, όμως, δημιουργούνται ακραίες καταστάσεις, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης, κανείς δεν μπορεί να παρέμβει φοβούμενος το πολιτικό κόστος.
Η Πολιτεία έχει ένα μεγάλο όπλο διαχρονικά. Την εφαρμογή του νόμου χωρίς διακρίσεις για όλους τους Έλληνες πολίτες. Αυτό είναι που την κάνει ισχυρή και δίνει και δύναμη στους δικαστές και τους αστυνομικούς να μην κάνουν διακρίσεις.
Η τελευταία υπόθεση έδειξε, όμως, και κάτι ακόμη. Πως η Πολιτεία πρέπει να φροντίζει για τη συνεχή εκπαίδευση των αστυνομικών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης, για να περιορίσει τα λάθη που κάνουν οι ένστολοι, και πολλές φορές κοστίζουν ακριβά.
Οι ένστολοι πρέπει συνεχώς να εκπαιδεύονται για τον τρόπο που χειρίζονται τα όπλα τους και πότε να τα χρησιμοποιούν.
Δεν γίνεται το 2022 η χώρα να καίγεται γιατί κάποιος δεν ξέρει να χρησιμοποιεί το όπλο που του έδωσε η Υπηρεσία.