Η Έκθεση Στουρνάρα και το ρευστό α’ εξάμηνο του 2023
«Τι είδε ο Στουρνάρας και θεώρησε σκόπιμο να προειδοποιήσει το πολιτικό σύστημα, ότι χρειάζεται προσοχή για να μην ξαναχάσει η οικονομία τη δυναμική της;»
‘Υστερα από τρία δύσκολα χρόνια, με κορωνοϊό και πόλεμο, μπαίνουμε σε λίγες ημέρες στο 2023, οι πρώτοι έξι μήνες του οποίου θα αναλωθούν σε δύο, τουλάχιστον, σκληρές εκλογικές μάχες.
Το θετικό είναι ότι η ελληνική Οικονομία είναι από τις λίγες στην Ευρωζώνη που αντέχει τις μεγάλες πιέσεις. Μπορεί, όμως, να παραμείνει σε ρυθμούς ανάπτυξης και τα επόμενα χρόνια;
Τι είδε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας και θεώρησε σκόπιμο να βγει και να προειδοποιήσει το πολιτικό σύστημα, ότι χρειάζεται προσοχή για να μην ξαναχάσει η ελληνική Οικονομία τη δυναμική της; Το πιθανότερο είναι πως ο διοικητής της ΤτΕ, επειδή γνωρίζει πολύ καλά πώς σκέφτονται τα κομματικά επιτελεία εν όψει εκλογών, να διαβλέπει τη διάθεση που υπάρχει για αυξημένη παροχολογία εν όψει του καυτού τετραμήνου των διπλών εκλογών, και γι’ αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη να χτυπήσει το πρώτο «κουδούνι».
Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως και το 2023 η ελληνική Οικονομία θα παραμείνει σε ρυθμούς ανάπτυξης, έστω και σε πιο χαμηλά επίπεδα, και άρα πάντα θα υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για έξτρα παροχές. Γι’ αυτό και τα οικονομικά επιτελεία Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ετοιμάζονται να πλειοδοτήσουν σε δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η περαιτέρω αύξηση του βασικού μισθού τα επόμενα χρόνια, με προοπτική να ξεπεράσει σταδιακά τα 850 ευρώ, και ο μέσος μισθός στην Ελλάδα να πλησιάσει όλο και πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι περίπου στα 1.000 ευρώ. Η δεύτερη στόχευση των επιτελείων εν όψει εκλογών είναι η αύξηση των πολύ χαμηλών συντάξεων που εισπράττουν περίπου 5 στους 10, συνταξιούχοι.
Τα επιτελεία των αρχηγών ψάχνουν τρόπους και χρήματα ώστε να εξαγγείλουν αυξήσεις στις χαμηλές συντάξεις και να αποκαταστήσουν τις μεγάλες περικοπές που έγιναν τα 10 χρόνια των Μνημονίων. Εδώ τα κριτήρια θα αφορούν τους ασφαλισμένους εκείνους που πλήρωσαν σε όλο τον εργασιακό τους βίο υψηλές εισφορές και στάθηκαν άτυχοι γιατί βγήκαν στη σύνταξη την περίοδο των μεγάλων περικοπών. Αυτή ήταν μία μεγάλη κοινωνική αδικία που έφερε ασφαλισμένους με υψηλές εισφορές να έχουν καταντήσει συνταξιούχοι με πολύ χαμηλές συντάξεις.
Μέχρι τώρα, η τακτική της κυβέρνησης να αξιοποιεί το δημοσιονομικό χώρο που δημιουργεί η πορεία της Οικονομίας και να δίνει επιδόματα φαίνεται ότι αποδίδει για την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων. Όπως οι επιδοτήσεις για τις επιπτώσεις της καραντίνας λόγω του κορωνοϊού, αλλά και οι ενισχύσεις καταναλωτών στο ρεύμα και τα καύσιμα, λόγω των μεγάλων διεθνών αυξήσεων που προκλήθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτή η πολιτική έχει μετριάσει τις αρχικές αντιδράσεις, όμως κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα, γιατί πολλοί είναι αυτοί που χαρακτηρίζουν «ψίχουλα» τις ενισχύσεις σε στοχευμένες ομάδες και τις επιδοτήσεις στα καύσιμα και στο ρεύμα.
Δεν χρειάζεται και πολύ για να ξεφύγει η κατάσταση αν επικρατήσει μία άλλη λογική, πιο ανοιχτόχερη. Δηλαδή, σήμερα το market pass επιδοτεί το 10% των αγορών ενός νοικοκυριού και φτάνει στα όρια του πληθωρισμού. Εάν αλλάξει αυτή η φιλοσοφία και αποφασιστεί να επιδοτηθεί το 50% των αγορών ενός νοικοκυριού, αυτομάτως θα χρειαστούν πενταπλάσια χρήματα από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Το ίδιο θα γίνει αν υπάρξει πλειοδοσία και στο θέμα των επιδοτήσεων των καυσίμων και της Ενέργειας. Θα χρειαστούν πολύ περισσότερα χρήματα για να στηριχθεί αυτή η νέα πολιτική.
Ποιος είναι, όμως, αυτός που μπορεί να πει μέχρι πού αντέχει η ελληνική Οικονομία και ποιο είναι το όριο που χτυπά «κόκκινο» στις διεθνείς αγορές; Σήμερα η Ελλάδα με βάση τους οικονομικούς δείκτες μπορεί και βγαίνει άνετα στις διεθνείς αγορές για να καλύπτει τα ομόλογά της. Με τη ρευστότητα και την ύφεση που υπάρχει σε όλο τον κόσμο, δεν είναι δύσκολο να γυρίσει το κλίμα.
Αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα της παρέμβασης Στουρνάρα με την έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος. Ότι, δηλαδή, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί το διεθνές σκηνικό είναι σε ύφεση και γίνονται μεγάλες ανατροπές από τη μία στιγμή στην άλλη. Ένα ανάλογο δίλημμα θα βρούμε μπροστά μας και την άνοιξη, μετά τις πρώτες εκλογές, όταν δεν θα μπορεί να σχηματισθεί αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Οι Αγορές θα μετρήσουν την αντοχή της εθνικής Οικονομίας και πόσο θα μπορεί να αντέξει μία τυχόν ακυβερνησία η χώρα, για αρκετούς μήνες. Όλα αυτά, βέβαια, τα λαμβάνουν υπ’ όψιν τους και οι επενδυτές, που θέλουν να έρθουν στην Ελλάδα, αλλά και οι μεγάλες βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η ελληνική Οικονομία. Γι’ αυτό και το α’ εξάμηνο του 2023, με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, χαρακτηρίζεται ως μία ρευστή περίοδος για την Ελλάδα, που αν δεν προσέξουμε όλοι (κόμματα, πολιτικοί και ψηφοφόροι), είναι άγνωστο πού μπορεί να μας οδηγήσει.