Μπόνους σε γιατρούς και νοσηλευτές των ακριτικών νοσοκομείων
«Είναι ευκαιρία να υπάρξει μία συμφωνία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, τουλάχιστον στον τομέα της Υγείας να αλλάξει κατά περίπτωση το ενιαίο μισθολόγιο»

Σε κάθε προεκλογική περίοδο έρχονται στην επιφάνεια δεκάδες προβλήματα που ταλαιπωρούν τους πολίτες επί χρόνια, αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο παραμένουν άλυτα αφού οι κυβερνήσεις, –είτε υπολογίζοντας το πολιτικό κόστος είτε λόγω έλλειψης κονδυλίων– δεν παίρνουν την κατάλληλη απόφαση ούτε στην αρχή της τετραετίας τους ούτε στο τέλος.
Κάτι ανάλογο γίνεται αυτή την περίοδο με το θέμα της στελέχωσης των νοσοκομείων του ΕΣΥ.
Η αφόρητη κατάσταση που υπήρχε καθημερινά στο Τμήμα Επειγόντων Παραστατικών τις ημέρες της εφημερίας στα μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας, οδήγησε το αρμόδιο υπουργείο και την κυβέρνηση να δοκιμάσουν διάφορα μοντέλα επίλυσης αυτού του τεράστιου προβλήματος.
Στον «Ευαγγελισμό» και στο «Αττικόν νοσοκομείο» κάτι φαίνεται ότι κατάφεραν. Τις ημέρες της εφημερίας τα ράντζα λιγοστεύουν ή και εξαφανίζονται, αλλά και η αντιμετώπιση των περιστατικών γίνεται πιο γρήγορα και δεν χρειάζεται να περιμένουν οι ασθενείς πολλές ώρες για να τους δει ένας γιατρός.
Βέβαια, για να προχωρήσει αυτό το μοντέλο επιστρατεύτηκε και ο ιδιωτικός τομέας της Υγείας, που συνεργάστηκε με το Δημόσιο.
Στα υπόλοιπα μεγάλα νοσοκομεία, «Γεννηματάς» κ.λπ., ακόμη ψάχνουν να βρουν το μοντέλο εκείνο που θα αποσυμφορήσει τα επείγοντα στις ημέρες της εφημερίας.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν εις τας Αθήνας, η κατάσταση σε πολλά νοσοκομεία περιφερειακών πόλεων και νησιών είναι πολύ χειρότερη.
Ως χώρα και ως λαός καταφέραμε μετά τον πόλεμο, και ιδίως τα τελευταία 40 χρόνια, να φτιάξουμε ένα μεγάλο νοσοκομείο σε κάθε πρωτεύουσα νομού, όπως και στα μεγάλα νησιά μας.
Αυτό είναι μία μεγάλη κατάκτηση, καθώς για αρκετά χρόνια οι άνθρωποι της περιφέρειας πήγαιναν από τη μία πόλη στην άλλη και από εκεί στην πρωτεύουσα, για να νοσηλευτούν.
Η περίοδος των Μνημονίων μας γύρισε πολλά χρονιά πίσω, γιατί έγιναν μεγάλες περικοπές και στα κονδύλια για την Υγεία αλλά και στα μισθολογικά κλιμάκια των γιατρών και των νοσηλευτών.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να υποβαθμιστούν οι υπηρεσίες των δημόσιων νοσοκομείων μας, τα οποία δεν βρίσκουν, πλέον, στελεχικό δυναμικό.
Γιατροί, νοσηλευτές και άλλες ειδικότητες προτιμούν να εργασθούν στον ιδιωτικό τομέα ή να ξενιτευθούν πάρα να προσληφθούν σε δημόσιο νοσοκομείο ή να μετακομίσουν σε κάποια περιφερειακή πόλη της Ελλάδας, στην οποία θα αναγκαστούν να ζήσουν με το βασικό μισθό του δημοσίου υπάλληλου.
Η μισθολογική διαφορά είναι πολύ μεγάλη σε κάθε περίπτωση. Ένας γιατρός ή ένας νοσηλευτής που εργάζεται στην Αθήνα, μπορεί να κάνει παράλληλα και μία δεύτερη δουλειά για να συμπληρώνει το εισόδημά του.
Όπως και οι επιστήμονες που φεύγουν στο εξωτερικό, γίνονται περιζήτητοι στα ξένα νοσοκομεία και τα ιδιωτικά κέντρα Υγείας με μισθούς που είναι δύο, τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτεροι από αυτούς στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραμείνει κάποιος στην Ελλάδα για να δουλέψει σε δημόσιο νοσοκομείο με αυτούς τους μισθούς.
Και το ερώτημα είναι γιατί η ελληνική Πολιτεία και όλα τα πολιτικά κόμματα δεν παίρνουν μία απόφαση να αλλάξει αυτή η θλιβερή κατάσταση που καταστρέφει το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Τώρα που τέλειωσαν τα Μνημόνια και δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός περιορισμός είναι ευκαιρία να υπάρξει μία συμφωνία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Τουλάχιστον στον τομέα της Υγείας να αλλάξει κατά περίπτωση το ενιαίο μισθολόγιο που ισχύει στο ΕΣΥ.
Γιατί κάποιος γιατρός ή νοσηλευτής που υπηρετεί σε παραμεθόρια περιοχή ή σε νησί, να πληρώνεται τον ίδιο μισθό με κάποιον που έχει διορισθεί σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τη Λάρισα και το Ηράκλειο;
Παλαιότερα, για να ενισχυθούν οι περιφερειακές πόλεις και για να μην ερημώσει η ελληνική ύπαιθρος, η Πολιτεία έχτιζε πανεπιστήμια, στρατιωτικές μονάδες και κάθε λογής δομές του Δημοσίου, για να μπορέσει να κρατηθεί ο πληθυσμός σε αυτές τις πόλεις.
Παράλληλα όμως, μία μεγάλη, τότε, αλλαγή ήταν και τα μισθολογικά μπόνους που έπαιρναν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εκπαιδευτικοί.
Τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90 όποιος υπηρετούσε σε παραμεθόρια περιοχή αμειβόταν με σχεδόν διπλάσιο μισθό.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι να ζητούν μετάθεση για τις ακριτικές περιοχές.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε με το ενιαίο μισθολόγιο και ύστερα από μεγάλες πιέσεις των συνδικαλιστών, που ζητούσαν μισθολογική εξομοίωση. Έτσι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη νέα υποστελέχωση των δομών της περιφέρειας.
Όλα τα υπόλοιπα που ακούγονται και λέγονται είναι εκ του περισσού.
Αν δεν υπάρξουν οικονομικά κίνητρα για τους εργαζομένους των ακριτικών περιοχών, τα νοσοκομεία στην Ξάνθη, τη Ρόδο, τη Φλώρινα, τη Χίο θα παραμένουν έρημα, χωρίς γιατρούς και νοσηλευτές.
Καλό το ενιαίο μισθολόγιο στο Δημόσιο, αυτό που προέχει, όμως, τώρα είναι να σωθούν τα δημόσια νοσοκομεία σε όλη την Ελλάδα.