Οι 12 λόγοι αξιοπιστίας που φέρνουν τη νίκη
Οι υλοποιήσεις προεκλογικών δεσμεύσεων έδωσαν ένα μεγάλο βαθμό αξιοπιστίας στη διακυβέρνηση της Ν.Δ. και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ

Η ώρα της κάλπης έφτασε και ο κάθε ένας από εμάς πρέπει να αναμετρηθεί με τον εαυτό του και να αναλάβει τις ευθύνες του. Η ψήφος την Κυριακή στις 21 Μαΐου, είναι κρίσιμη. Όπως σε κάθε εκλογική διαδικασία, άλλωστε. Ιδιαίτερα όμως τώρα, γιατί όλοι έχουμε γνωρισθεί μεταξύ μας. Ξέρουμε και την πρακτική του καθενός, και το πρόγραμμά του, αλλά και το αν τηρεί ή όχι, τις υποσχέσεις που δίνει. Γιατί σε αυτές τις εκλογές εκείνο που θα κρίνει το νικητή είναι η αξιοπιστία λόγων και έργων.
Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασαν τα προγράμματά τους, όπως, όμως, δείχνουν οι ποιοτικές μετρήσεις ο μέσος ψηφοφόρος σε μεγάλο βαθμό επιλέγει ποιο κόμμα θα ψηφίσει κυρίως με βάση τα πεπραγμένα του. Με απλά λόγια, πρώτα κοιτούν οι πολίτες αν κατά τη διάρκεια της τετραετίας υλοποιήθηκαν οι υποσχέσεις, και σε δεύτερο χρόνο τι τους υπόσχονται για το μέλλον. Δυστυχώς, η δεκαετής περίοδος των Μνημονίων έχει κάνει όλους να δυσπιστούν απέναντι στις εξαγγελίες των κομμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει περισσότερο αυτό το πρόβλημα, γιατί, όπως δείχνουν οι έρευνες, ο κ. Τσίπρας κουβαλάει ακόμη στην πλάτη του την στροφή που έκανε το 2015 με το Τρίτο Μνημόνιο. Άλλα είχε υποσχεθεί το 2014 και άλλα έκανε στη διάρκεια της τετραετίας του μέχρι το 2019. Γι’ αυτό και στις αυριανές εκλογές το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει την όποια φθορά παρουσιάζει η κυβέρνηση της Ν.Δ. ύστερα από 4 χρόνια στην εξουσία. Η υπόθεση Κατρούγκαλου ήταν το «κερασάκι στην τούρτα», που επιβεβαίωσε τις φοβίες των περισσοτέρων. «Αυτοί στον ΣΥΡΙΖΑ είναι αδιόρθωτοι και δεν έμαθαν από τα λάθη τους». Αυτή ήταν η φράση που εισέπραξαν οι δημοσκόποι στις τελευταίες τους ερωτήσεις λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες.
Αντίθετα, στο στρατόπεδο της Ν.Δ. αν για κάτι έχουν να περηφανεύονται είναι για αυτά που υλοποίησαν σε μία τετραετία, τα περισσότερα από τα οποία τα υποσχέθηκαν το 2019. Καταρχήν, είναι το θέμα της αύξησης του κατώτατου μισθού και της βελτίωσης του μέσου όρου συνολικά των αποδοχών των εργαζομένων. Μπορεί η ακρίβεια να ροκάνισε ένα ποσοστό αυτής της αύξησης, όμως η συστηματική αύξηση του κατώτατου έδωσε μία ελπίδα στους χαμηλόμισθους. Το ίδιο έγινε και στο θέμα των συντάξεων, οι οποίες «ξεπάγωσαν» ύστερα από αρκετά χρόνια, και το κυριότερο είναι πως οι συνταξιούχοι αισθάνονται πως κάθε χρόνο οι αποδοχές τους θα αυξάνονται ανάλογα με το ρυθμό αύξησης της Οικονομίας.
Άλλες δύο υποσχέσεις που υλοποιήθηκαν και έφεραν ανακούφιση ήταν η μείωση των εισφορών αλλά και της υψηλής φορολογίας στα εισοδήματα, τις επιχειρήσεις και τα μερίσματα. Η στροφή της Οικονομίας και ο συνεχής ρυθμός ανάπτυξης όλα αυτά τα χρόνια, έδωσαν μία μεγάλη ώθηση αλλά και αξία στο τελικό παραγόμενο προϊόν συνολικά, και την εκτόξευση των εξαγωγών και του Τουρισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας που ξεπέρασαν τις 300.000, ενώ η ανοδική πορεία του Τουρισμού γέμισε τα ταμεία του κράτους, έφερε έσοδα στις επιχειρήσεις και άνθηση στις τοπικές κοινωνίες. Σε αυτό συνέβαλαν σημαντικά και τα προγράμματα κατάρτισης και επανένταξης ανέργων στην αγορά εργασίας, που ψάχνει συνεχώς υπαλλήλους και στελέχη. Η ψηφιακή κάρτα για τους εργαζομένους συνέβαλε αποφασιστικά στον περιορισμό της αδήλωτης και «μαύρης» εργασίας.
Μία άλλη εξαγγελία που βοήθησε τα τελευταία χρόνια, κυρίως τους αγρότες, ήταν ο διακανονισμός των χρεών τους που τους βάραιναν για πολλά χρόνια, και εξαιτίας αυτών δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στον εκσυγχρονισμό της παραγωγής τους. Στον τομέα των ακινήτων, εκτός από την σταδιακή μείωση του ΕΝΦΙΑ για όλες τις κατηγορίες των ιδιοκτητών ακινήτων, το μέτρο που βοήθησε σημαντικά την αγορά ήταν η απαλλαγή από το φόρο στις μεταβιβάσεις ακίνητων αξίας μέχρι 800.000 ευρώ. Και, τέλος, η ψηφιακή διακυβέρνηση που άνθησε την περίοδο του κορωνοϊού πίστωσε στην κυβερνητική παράταξη μία ακόμη μεγάλη μεταρρύθμιση.
Οι δώδεκα αυτές υλοποιήσεις δεσμεύσεων έδωσαν ένα μεγάλο βαθμό αξιοπιστίας στη διακυβέρνηση της Ν.Δ. και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν μπόρεσε να ορθώσει ουσιαστικό αντιπολιτευτικό λόγο. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, αντί η αντιπολίτευση να ελέγχει την κυβέρνηση για όσα δεν έχει κάνει, όπως είναι παραδοσιακά ο ρόλος της, τα χρόνια της διακυβέρνησης της Ν.Δ. ο ΣΥΡΙΖΑ απολογείτο γιατί δεν μείωσε τους φόρους, δεν αύξησε το βασικό μισθό και τις συντάξεις, και δεν μείωσε τις εισφορές και τον ΕΝΦΙΑ.
Μπορεί ορισμένα κόμματα και πολιτικοί να μην έμαθαν από το πάθημα των Μνημονίων, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους φορολογούμενους πολίτες που σήκωσαν στους ώμους τους το δύσκολο βάρος της χρεοκοπίας. Γι’ αυτό και ελάχιστοι είναι αυτοί που θα θελήσουν ξανά να πειραματισθούν και να εμπιστευθούν όσους τους ξανατάζουν λαγούς με πετραχήλια.