Απόψεις

Γιατί η διαφορά μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, στην κάλπη, είναι τόσο μεγάλη

Η υπερβολή τις περισσότερες φορές δεν βοηθάει, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένα όπλο που στράφηκε εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ

Editorial, άρθρο, άποψη, γνώμη, Ιορδάνης Χασαπόπουλος, Εκλογές 2023, Η Βραδυνή, Η Βραδυνή της Κυριακής
Αρθρογράφος: Ιορδάνης Χασαπόπουλος
Από Ιορδάνης Χασαπόπουλος

Οι εκλογές της 21ης Μαΐου έδωσαν το στίγμα που υπάρχει στην Ελλάδα του 2023, και οι κάλπες της 25ης Ιουνίου όλα δείχνουν πως θα επιβεβαιώσουν για τα επόμενα τέσσερα χρόνια την απόλυτη κυριαρχία της Ν.Δ. Αυτό που θα είναι πρωτόγνωρο (αν βέβαια επιβεβαιωθεί) στην επόμενη Βουλή, είναι η μεγάλη διαφορά εδρών που θα υπάρχει μεταξύ του πρώτου κόμματος και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Σύμφωνα με τα πιθανά σενάρια και τις δημοσκοπήσεις, δεν αποκλείεται η Ν.Δ. να φτάσει τους 160 βουλευτές και ο ΣΥΡΙΖΑ τους 54. Κάτι που έχει να συμβεί πολλά πολλά χρόνια. Αυτή η μεγάλη διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κόμματος δείχνει και την αλλαγή κλίματος που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, η οποία φαίνεται πως περνά στο επόμενο στάδιο. Βλέπουν, δηλαδή, οι πολίτες πως μπορεί να υπάρξει διέξοδος από τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισαν μετά το 2010, με τα Μνημόνια τον κορωνοϊό και τον πόλεμο.

Τα αποτελέσματα της πρώτης Κυριακής δίνουν τη δυνατότητα να βγουν ορισμένα συμπεράσματα με βάση τις εξαγγελίες και τις προτάσεις των κομμάτων σε βασικούς τομείς της πολιτικής και της δημόσιας ζωής. Για παράδειγμα, στα θέματα της ακρίβειας. Η κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονομικών εφάρμοσαν πιστά την πολιτική των PASS στα καύσιμα, τα τρόφιμα, τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού, ακόμη και την στήριξη των νέων, με μικρές ενισχύσεις. Ένα άλλο μέτρο στο οποίο επέμεινε πολύ η κυβέρνηση ήταν το «καλάθι του νοικοκυριού», με το οποίο επιχείρησε να συγκρατήσει τις τιμές στα σούπερ μάρκετ.

Η αντιπολίτευση πήγε κόντρα και στα δύο, και προσπάθησε να τα αποδομήσει. Μάλιστα, έκανε σημαία των δικών της προτάσεων τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής και άλλα καταναλωτικά προϊόντα με βάση μοντέλα που εφαρμοστήκαν σε ευρωπαϊκές χώρες. Προσπάθησε να πείσει την κοινή γνώμη πως μόνο με τη μείωση του ΦΠΑ μπορεί να χτυπηθεί η ακρίβεια. Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα των εκλογών, μάλλον δεν έπεισε τους πολίτες, ακόμη και των πιο χαμηλών οικονομικών στρωμάτων που υποφέρουν περισσότερο από την ακρίβεια. Και όμως, η αντιπολίτευση δεν φαίνεται να αλλάζει στρατηγική, και ακόμη και τώρα, στην προεκλογική καμπάνια για τις δεύτερες εκλογές, επιμένει στο μέτρο της μείωσης του ΦΠΑ ως το μοναδικό φάρμακο για την ακρίβεια.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κρίση στις ευρωπαϊκές Οικονομίες εκτός από τον πληθωρισμό, έφεραν και αύξηση στις τιμές της Ενέργειας. Η κυβέρνηση επέλεξε την επιδότηση στους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αεριού στοχεύοντας κατευθείαν στις λαϊκές οικιακές καταναλώσεις, όπως και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η αντιπολίτευση αντίθετα, βρήκε την ευκαιρία να αναδείξει το θέμα της φορολόγησης των υπερκερδών των παρόχων ως τη μοναδική λύση για τη μείωση των τιμών Ενέργειας και εξήγγειλε την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ. Μία εξαγγελία που αργότερα εξαφανίστηκε από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι ανάλογο προσπάθησε να κάνει η αντιπολίτευση και στα γενικότερα θέματα Οικονομίας, όπου η εικόνα που περιέγραφαν τα στελέχη της στο δημόσιο λόγο τους ήταν αυτή από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, με την πείνα να έχει χτυπήσει τα περισσότερα νοικοκυριά και τους Έλληνες να είναι πιο φτωχοί ακόμη και από τους κατοίκους τριτοκοσμικών χωρών.

Η υπερβολή τις περισσότερες φορές δεν βοηθάει, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένα όπλο που στράφηκε εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Τα στελέχη του, στην προσπάθειά τους να πλησιάσουν και να εκφράσουν τα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα, έδιναν την εντύπωση πως το 80% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας, την ώρα που όλα τα τριήμερα και τις αργίες σημειώνονταν ρεκόρ στην έξοδο προς την περιφέρεια των εκδρομέων και ο τζίρος στα καταστήματα διασκέδασης αυξανόταν κατακόρυφα.

Την περίοδο της πανδημίας οι επιχειρήσεις στηρίχθηκαν με το μέτρο της Επιστρεπτέας Προκαταβολής. Τότε η αντιπολίτευση προσπάθησε να περάσει το κλίμα της απόλυτης καταστροφής. «Είναι λίγα τα χρήματα που δίδονται», «πρέπει να δοθούν περισσότερα, γιατί ελάχιστες επιχειρήσεις θα ξανανοίξουν», έλεγε τότε η αντιπολίτευση. Τελικά, άνοιξαν όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις, και μάλιστα σε ορισμένους κλάδους υπήρξε μεγαλύτερος ανταγωνισμός. Και το κυριότερο, ότι αρκετές από αυτές δεν επέστρεψαν όλα τα χρήματα της προκαταβολής που εισέπραξαν.

Αυτά και άλλα δεκάδες παραδείγματα δείχνουν πως η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης και η πρακτική των υπουργείων Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ενέργειας βρήκε ανταπόκριση απευθείας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, και κατά συνέπεια οι εξαγγελίες της αντιπολίτευσης είναι λογικό να πει κανείς ότι αποδοκιμάστηκαν.

Και το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Αν στις επόμενες εκλογές η διαφορά παραμείνει στις 20 μονάδες, η αντιπολιτευτική τακτική του κ. Τσίπρα αλλά και ο ίδιος προσωπικά, θα έχει ένα μεγάλο ουσιαστικό πρόβλημα. Δεν θα μπορεί να συνεχίσει με την ίδια επιχειρηματολογία και το ίδιο ύφος. Φάνηκε, δηλαδή, πως οι πολίτες δεν επιθυμούν το ύφος και τη φρασεολογία π.χ. του κ. Πολάκη στα θέματα της Υγείας. Δεν επιθυμούν το ύφος και τη φρασεολογία π.χ. του κ. Σκουρλέτη και άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για τα θέματα της καθημερινότητας.

Αυτή τη φορά οι πολίτες έστειλαν ένα καθαρό μήνυμα, πως στην πολιτική του κυβερνώντος κόμματος είδαν κάτι διαφορετικό, είδαν ένα φως στο βάθος του τούνελ, κυρίως για τα οικονομικά. Αλλά το κυριότερο μήνυμα των πολιτών είναι η επιβράβευση του θετικού τρόπου αντιμετώπισης των προβλημάτων, και ταυτόχρονα η αποδοκιμασία στο λόγο του λαϊκισμού, της ανέξοδης διαμαρτυρίας, του διχασμού και της καταγγελίας. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει στην αντιπολίτευση να το λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους.

Δείτε επίσης