Ελλάδα

Στουρνάρας : Ανάκαμψη από το β' τρίμηνο, όμως θα γίνεται εμφανής στο β' εξάμηνο

ETE Stournaras 11 04 21

Στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% για το 2021, εστίασε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, υπογραμμίζοντας όμως ότι η ανάκαμψη θα αρχίσει να εδραιώνεται από το β' τρίμηνο, ενώ θα γίνεται εμφανής στο β' εξάμηνο του 2021 για να συνεχιστεί μέχρι και το 2022, κατά την ομιλία του στην 88η Ετήσια Γενική Συνέλευση των μετόχων.

«Το 2021 σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της πανδημίας Covid-19 και τη σταδιακή μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα», είπε ο κ. Στουρνάρας, στην τοποθέτησή του.

Κατά τον ίδιο : «Η έναρξη του μαζικού εμβολιασμού υπήρξε ορόσημο στην παγκόσμια προσπάθεια να τεθεί υπό έλεγχο η διασπορά της νόσου και να επιλυθεί η υγειονομική κρίση.

Η επιτάχυνση των εμβολιασμών αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την προοδευτική εξασθένηση της πανδημίας και την επαναδραστηριοποίηση των οικονομιών.

Συνεχίζοντας ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, μίλησε για το ξέσπασμα της πανδημίας, από τις αρχές του 2020, που αποτέλεσε ιστορικό σημείο καμπής για την παγκόσμια οικονομία και τις χώρες να κλυδωνίζονται από μια διπλή, απρόσμενη και οξεία, υγειονομική και οικονομική κρίση, λέγοντας :

«Αξίες, δικαιώματα και σταθερές δοκιμάστηκαν. Βεβαιότητες σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών και των οικονομιών, καθώς και με τον τρόπο άσκησης οικονομικής πολιτικής, αναθεωρήθηκαν.

Η παγκόσμια κοινωνία υπέστη βαρύτατες ανθρώπινες απώλειες. Ήρθε αντιμέτωπη με τη χειρότερη, εν καιρώ ειρήνης, ύφεση των τελευταίων 100 ετών, καθώς το παγκόσμιο ΑΕΠ εκτιμάται ότι κατέγραψε ιστορική πτώση 3,5%».

Κατόπιν αναφέρθηκε στα κορυφαία ζητήματα που θα απασχολήσουν την παγκόσμια και ευρωπαϊκή κοινότητα στη μεταπανδημική περίοδο που είναι:

α) η αύξηση πτωχεύσεων επιχειρήσεων, β) η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, παράλληλα με την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, ως επί το πλείστον χαμηλής εξειδίκευσης, εξαιτίας της επιτάχυνσης του αυτοματισμού και της ψηφιοποίησης

και γ) η αύξηση της φτώχειας και οι διευρυνόμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ νοικοκυριών εντός των χωρών.

Εξάλλου, ο τρόπος διαχείρισης του διογκούμενου λόγω πανδημίας ιδιωτικού και δημόσιου χρέους σε παγκόσμια κλίμακα είναι ένα ζήτημα που θα απασχολήσει σοβαρά τους ιθύνοντες της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα έτη.

Αναφερόμενος στην εμπειρία από τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης, ο κ. Στουρνάρας, διευκρίνισε πως :

«Μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός για κάποιας μορφής μόνιμη δυνατότητα κοινής δημοσιονομικής στήριξης, όπως η αξιοποίηση μελλοντικά της κοινής έκδοσης ομολόγων ως εργαλείου χρηματοδότησης παραγωγικών επενδύσεων, καθώς και για την παρακολούθηση της εφαρμογής διαρθρωτικών πολιτικών.

Πρωτίστως όμως η κρίση της πανδημίας αναδεικνύει την ανάγκη μεταρρύθμισης του υπό αναστολή Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης γύρω από δύο κεντρικούς άξονες: α) την απλοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να γίνουν περισσότερο ευέλικτοι, ρεαλιστικοί και εύχρηστοι.

β) την ενίσχυση της εφαρμογής αξιόπιστων αντικυκλικών δημοσιονομικών πολιτικών με ταυτόχρονη ενδυνάμωση των αυτόματων σταθεροποιητών και με μεγαλύτερη έμφαση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Η συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων δεν θα είναι εύκολη. Οι νέοι κανόνες θα πρέπει να είναι αξιόπιστοι, ώστε να εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των αγορών και να μη χρειάζονται πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών, παρά μόνο πολιτική στήριξη σε επίπεδο ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Όσον αφορά την Ελλάδα, υποστήριξε ότι η πανδημία σημείωσε περιοδικές αναζωπυρώσεις και οδήγησε από τις αρχές Νοεμβρίου 2020 σε νέο γύρο περιοριστικών μέτρων, τα οποία αυστηροποιήθηκαν στα μέσα Φεβρουαρίου και ξανά στις αρχές Μαρτίου 2021, λέγοντας :

«Τα νέα περιοριστικά μέτρα είναι σαφώς ηπιότερα, όπως προκύπτει από τη μεγαλύτερη κινητικότητα των πολιτών και τη λειτουργία της βιομηχανίας και των κατασκευών.

Έχουν όμως μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα σχετικά με τη δυναμική της πανδημίας και την πρόοδο των εμβολιασμών διεθνώς, τροφοδοτούν την οικονομική αβεβαιότητα και καθυστερούν την ανάκαμψη.

Εκτιμάται ωστόσο ότι η ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ θα ξεκινήσει αργότερα μέσα στο τρέχον έτος, και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο του 2021, θα ισχυροποιηθεί από το δεύτερο εξάμηνο και θα συνεχιστεί το 2022.

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των πρόσφατων μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ (Μάρτιος 2021), προβλέπεται ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ, μετά από συρρίκνωση 6,6% το 2020, θα μεγεθυνθεί με ρυθμό 4,0% και 4,1% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.

Η εκτίμηση αυτή τελεί υπό τέσσερις σημαντικές προϋποθέσεις: α) την επιτάχυνση των εθνικών εμβολιασμών, β) τη συνακόλουθη άρση των περιορισμών και των απαγορεύσεων, γ) τη διατήρηση της επεκτατικής κατεύθυνσης των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και δ) τη διασφάλιση ευνοϊκών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, καθώς και την έγκαιρη ενεργοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU».

Στη συνέχεια όμως ο κ. Στουρνάρας, στάθηκε ιδιαιτέρως στο γεγονός πως η επιστροφή στην ανάπτυξη προβλέπεται να είναι ανομοιογενής μεταξύ χωρών και κλάδων παραγωγής, σημειώνοντας :

«Αν και η πανδημία έπληξε οριζόντια όλες τις οικονομίες και όλους τους κλάδους παραγωγής, ο οικονομικός και κοινωνικός αντίκτυπος είναι διαφορετικός, καθώς ο τομέας των υπηρεσιών πλήττεται σφοδρότερα από τα περιοριστικά μέτρα και την καθίζηση της ζήτησης, σε σύγκριση με άλλους τομείς, όπως π.χ. η βιομηχανία.

Επιπρόσθετα, η ανάγκη προστασίας από την πανδημία επιτάχυνε την εμφάνιση νέων τάσεων στην καταναλωτική συμπεριφορά και στη ζήτηση, αλλά και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των επιχειρήσεων.

Η τηλεργασία, η τηλεδιάσκεψη, το ηλεκτρονικό εμπόριο, η ζωντανή μετάδοση, η εξ αποστάσεως διδασκαλία, αποτελούν παραδείγματα της αυξημένης διείσδυσης των νέων τεχνολογιών στις οικονομικές και κοινωνικές δομές.

Η κρίση της πανδημίας επιτάχυνε επίσης την τάση της ηλεκτρονικής παγκοσμιοποίησης (e-globalisation), με δυνατότητα ανάπτυξης εταιριών λογισμικού σε παγκόσμια κλίμακα χωρίς συγκεκριμένη γεωγραφική εγκατάσταση».

Μάλιστα, ο διοικητής της ΤτΕ, έδωσε έμφαση στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2021, λέγοντας πως :

«η ανάκαμψη της ζήτησης προβλέπεται να κερδίσει έδαφος αργότερα μέσα στο έτος και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο και να οδηγήσει σε θετικό και ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 θα είναι 4,2%.

Η πρόβλεψη αυτή εμπεριέχει αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας.

Η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:

Πρώτον, την επιτάχυνση των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο εμβολιασμός του πληθυσμού θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην προοπτική επίλυσης της υγειονομικής κρίσης και θα δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα με άρση ταξιδιωτικών και άλλων περιορισμών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως υπηρεσιών.

Παράλληλα, θα επιτρέψει την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων.

Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, όσο διαρκεί η πανδημία και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, στοχευμένων σε κατηγορίες εργαζομένων και παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα αλλά παραμένουν οικονομικά υγιείς.

Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα ενισχύσει τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει, μέσω της αύξησης του εθνικού προϊόντος, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας χωρίς την ανάγκη επιστροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που εγκλώβισαν την οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και στασιμότητας».

Ολοκληρώνοντας, ο κ. Στουρνάρας εστίασε στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και την ύφεση, που επέφεραν απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα, λέγοντας :

«Με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7,0% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ.

Η συμπερίληψη των κρατικών ομολόγων, αν και εξακολουθούν να υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας, στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα,

καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους».

Όσον αφορά τα Μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δήλωσε πως αυτά ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019, με τον λόγο των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων, να παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,6% στην ΕΕ, σημειώνοντας πως :

«Σε σχέση όμως με το Μάρτιο 2016, όταν είχε καταγραφεί ο μεγαλύτερος όγκος ΜΕΔ, έχει επιτευχθεί μείωση κατά περίπου 60 δισ. ευρώ, η οποία οφείλεται ως επί το πλείστον σε πωλήσεις δανείων και διαγραφές και πολύ λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης.

Με την ολοκλήρωση του προγράμματος “Ηρακλής” εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα συνολικά εποπτικά κεφάλαια».

Καταλήγοντας, ο επικεφαλής της ΤτΕ, επισήμανε πως η πανδημία επέσπευσε δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, διαμηνύοντας ότι :

«Έπληξε βαρύτατα τις πλέον ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούνται σε κλάδους που στηρίζονται σε φυσική παρουσία και σε τομείς υπηρεσιών διαμεσολαβητικού χαρακτήρα, οι οποίες μπορούν να αντικατασταθούν από τις ψηφιακές τεχνολογίες.

Ταυτόχρονα, τομείς που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας παρουσιάζουν ταχύτερη ανάπτυξη έναντι πιο παραδοσιακών τομέων.

Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας δρομολογούν αλλαγές στα εκπαιδευτικά συστήματα, με αναπροσανατολισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα νέα είδη της ζήτησης εργασίας.

Επιφέρουν επίσης αλλαγές στις πόλεις, καθώς η διάδοση της τηλεργασίας, της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και της τηλεδιάσκεψης περιορίζει τις μετακινήσεις και αναθεωρείται η μέχρι σήμερα τάση συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα.

Χώρες και κλάδοι παραγωγής με μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών και ευκολότερη λειτουργική προσαρμογή θα προσελκύσουν επενδύσεις, θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα ανακάμψουν ταχύτερα».

Για να τονίσει πως «Η πανδημία κλόνισε την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Σε επίπεδο κοινωνίας, επέφερε σοβαρότατες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία με πολύ βαριές ανθρώπινες απώλειες.

Σε επίπεδο οικονομίας, προκάλεσε σημαντικές μακροοικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις, το κόστος των οποίων δεν κατανέμεται ομοιόμορφα.

Ταυτόχρονα όμως, λειτούργησε ως καταλύτης αλλαγών. Επιτάχυνε τάσεις που είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται και συμπύκνωσε μέσα σε λίγους μήνες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις. Κατέδειξε τη σημασία των διαρθρωτικών πολιτικών για την ενίσχυση της προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας της οικονομίας.

Κατέστησε επίσης σαφές ότι η παγκόσμια και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και συνεργασία, με την άσκηση ρεαλιστικών οικονομικών πολιτικών, είναι η ενδεδειγμένη λύση για τη συλλογική αντιμετώπιση συμμετρικών διαταραχών.

Μετά την πανδημία, η Ελλάδα, μέσα από συνεκτικές πολιτικές και στρατηγικές, θα πρέπει να κατορθώσει να εισέλθει σε στέρεη αναπτυξιακή τροχιά, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τη μοναδική ευκαιρία που της παρέχει η συντονισμένη κοινή δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ώστε να ανακτήσει γρήγορα τις οικονομικές απώλειες και να αντιμετωπίσει οριστικά τις χρόνιες διαρθρωτικές παθογένειες».

Δείτε επίσης