Το «αγκάθι» των ισοβίων...
Τέσσερα χρόνια μετά, η ώρα της απόφασης για τους στυγερούς δολοφόνους της Ελένης Τοπαλούδη έφτασε...
Πέρασαν τέσσερα χρόνια από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή η Ελένη Τοπαλούδη, το κορίτσι που βασανίστηκε, βιάστηκε και τελικά δολοφονήθηκε άγρια, από δύο στυγερούς εγκληματίες.
Τέσσερα χρόνια μετά τη γυναικοκτονία που συντάραξε τη χώρα μας, οι βασανιστές της φοιτήτριας αναμένουν την απόφαση του δικαστηρίου που θα κρίνει τη μοίρα τους, με την πρόταση της εισαγγελέως να προβλέπει την ενοχή τους δίχως ελαφρυντικά, ωστόσο οι γονείς της Ελένης ζουν με ένα ακόμα «αγκάθι». Ζητούν «πραγματικά ισόβια».
Αρκούν 16 χρόνια - στην καλύτερη περίπτωση - για να τιμωρηθούν εκείνοι που κακοποίησαν με τέτοια βαναυσότητα την 20χρονη φοιτήτρια; Ακόμα και αν θα αρκούσαν, πόσο βέβαιοι είμαστε πως οι δύο δράστες θα έχουν σωφρονιστεί όταν περίπου στα 40 τους χρόνια θα βγουν στην κοινωνία; Εύλογα ερωτήματα απλών ανθρώπων.
Η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, ύστερα από τη δίκη των δολοφόνων του παιδιού της και εν αναμονή της απόφασης, μιλά για «ποινή χάδι» και ζητεί από τον πρωθυπουργό τετ α τετ συνάντηση με εκείνη και τις μητέρες των υπόλοιπων γυναικών που δολοφονήθηκαν, οι οποίες έχουν ενωθεί σαν μια γροθιά, στηρίζονταςη μία την άλλη. Ενδεχομένως γιατί μοιρασμένος πόνος είναι μισός ή ίσως γιατί νιώθουν με κάποιον τρόπο απροστάτευτες από το κράτος. Η αλήθεια ενδεχομένως να είναι κάπου στη μέση.
Η Κούλα Αρμουτίδου, η εμβληματική μάνα της Ελένης Τοπαλούδη που σήκωσε τις πλάτες της τον πόνο και τον μετέτρεψε σε δύναμη και αγώνα, είπε χαρακτηριστικά «Θα ήθελα σε τέτοιες στυγνές δολοφονίες, τα ισόβια να είναι πραγματικά ισόβια. Κι όχι ποινές - χάδια. Γιατί για μένα, τα 16 χρόνια δεν λένε τίποτε. Τα ισόβια όμως, οι στυγεροί δολοφόνοι, όταν θα ξέρουν ότι θα μπουν μέσα στη φυλακή και δεν θα ξαναδούν το φως του ήλιου παρά μόνον στον χώρο της φυλακής, ίσως συμμαζευτούν».
«Δεν έχει δικαίωμα κανείς να αφαιρεί μία ανθρώπινη ζωή. Κι αυτό που θέλω πραγματικά και το ζητάω και εγώ και όλες οι μάνες των αδικοχαμένων ψυχών είναι εδώ και τώρα συνάντηση με τον πρωθυπουργό της χώρας. Τον παρακαλώ πάρα πολύ. Δεν μπορεί να έχουν δικαιώματα στην ελληνική κοινωνία μόνο οι δολοφόνοι των παιδιών μας κι όχι εμείς σαν μάνες των αδικοχαμένων κοριτσιών, γυναικών, μανάδων. Εδώ και τώρα συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη και με τους αρχηγούς όλων των κομμάτων».
Η ώρα της απόφασης
Η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας ζήτησε οι δύο κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι όπως πρωτόδικα και αν η πρότασή της γίνει δεκτή από το δικαστήριο, τότε δεν πρόκειται να «σπάσουν» τα ισόβια που τους έχουν επιβληθεί.
Σημειώνεται ότι πρωτόδικα στους δυο κατηγορούμενους- τον 26χρονο με καταγωγή από τη Ρόδο και τον 24χρονο συγκατηγορούμενό του αλβανικής καταγωγής - εκτός από ισόβια για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, τους έχει επιβληθεί και κάθειρξη 15 ετών στον καθένα για τον ομαδικό βιασμό της.
Η εισαγγελική λειτουργός αφού περιέγραψε τη συνάντηση του θύματος με τους θύτες αναφέρθηκε στο μήνυμα που έστειλε η Ελένη Τοπαλούδη στη φίλη της γράφοντας της «πάρε με σε μια ώρα τηλέφωνο». «Το μήνυμα αυτό σημαίνει για μένα ότι «δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει». Είχε ένστικτο. Παρά την αντίθετη βούληση της και με την άσκηση σωματικής βίας προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Η μη ύπαρξη κακώσεων στα γεννητικά όργανα δεν προβληματίζει αφού έμεινε για αρκετή ώρα στο νερό. Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλει» τόνισε η εισαγγελέας.
Η στάση αυτή της Ελένης ήταν που χτύπησε το «καμπανάκι» στο μυαλό των δυο κατηγορούμενων, οι οποίοι «σκεπτόμενοι τις συνέπειες αυτού της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο προκαλώντας της αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση τη μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης την μετέφεραν στο αυτοκίνητο».
Η εισαγγελέας ανέφερε μεταξύ άλλων «για τη μεταφορά είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δυο άτομα αφού το κορίτσι δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να τη βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα. Έριξαν την Ελένη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δυο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή ότι ενόψει ότι η Ελενη ήταν ψηλή κοπέλα και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και δεν ήταν δυνατόν να την σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δυο για να πετάξουν την Ελένη στη θάλασσα».
Οι κατηγορούμενοι -σύμφωνα με την εισαγγελέα- επέστρεψαν στο σπίτι για να καθαρίσουν το φορτηγάκι, το σπίτι και να μαζέψουν τα προσωπικά αντικείμενα της κοπέλας. Σε 40-45 λεπτά εντοπίστηκαν ξανά στο ίδιο σημείο που έριξαν την Ελενη για να ξεφορτωθούν τα πράγματα της. Όμως πολλά κόλλησαν στη βλάστηση γιατί ο γκρεμός δεν ήταν κάθετος.
«Αν είχε συναινέσει, θα ήταν ζωντανή»
Η εισαγγελέας ανέφερε ότι θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι υπήρξε συναίνεση της κοπέλας για σεξουαλική συνέρευσή της μαζί τους. Η εισαγγελέας, επικαλούμενη τα στοιχεία που προέκυψαν, ανέφερε πως «η θανούσα δεν είχε συναινέσει», κάτι το οποίο προκύπτει, πλέον άλλων στοιχείων και από το γεγονός ότι τα ρούχα της βρέθηκαν σκισμένα, στοιχείο που αποδεικνύει ότι «ασκήθηκε βία».
Όπως ανέφερε η εισαγγελέας, αν η Ελένη Τοπαλούδη είχε συναινέσει σε όλα αυτό το σκηνικό θα ήταν ακόμη ζωντανή. «Θα είχαν τελειώσει όλα ήρεμα και ωραία. Οι κατηγορούμενοι ήταν προετοιμασμένοι για όλο αυτό εκείνο το βράδυ δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που έκαναν κάτι τέτοιο. Είχαν προετοιμαστεί όλο το απόγευμα για αυτό και μόλις είδαν ότι η Ελένη αντέδρασε άσκησαν βία. …Η στάση τους μετά τη τέλεση τογ εγκλήματος μαρτυρά σχεδιασμό, εκτέλεση από κοινού και δόλο».
Τέλος, σύμφωνα με την εισαγγελέα στους δυο κατηγορούμενους δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 36 ή το 34 του Ποινικού Κώδικα περί ανικανότητας για καταλογισμό. «Δεν προέκυψε ότι δεν είχαν την ικανότητα οι κατηγορούμενοι να αντιληφθούν τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων τους ή ότι αυτή η ικανότητά τους μειώθηκε», ανέφερε η εισαγγελέας στο τέλος της αγόρευσης της.