Ελλάδα

Αποποινικοποίηση αδικημάτων και εθελούσια έξοδο δικαστικών ζητούν οι εισαγγελείς

Τα ζητήματα που έθεσε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος κατά τη συνάντησή της με τον νέο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρο Ντογιάκο

Αποποινικοποίηση αδικημάτων και εθελούσια έξοδο δικαστικών ζητούν οι εισαγγελείς
Αρθρογράφος: Vradini.gr
Από Vradini.gr

Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ) με επιστολή της προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρο Ντογιάκο, ζητεί αύξηση κατά 15 των οργανικών θέσεων αντεισαγγελέων Πρωτοδικών, αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας πλημμελημάτων (αφού με νόμο κάθε δυο χρόνια παραγράφονται μικρές ποινές), πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου δικαστών και εισαγγελέων και πλήρωση κενών οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων.

Η επιστολή, που υπογράφεται από τον πρόεδρο της Ένωσης, Ευάγγελο Μπακέλα και το γενικό γραμματέα, Ιωάννη Σέβη, περιλαμβάνει όλα τα θέματα – αιτήματα που τέθηκαν κατά τη συνάντηση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΕ με τον νεοπιλεγέντα ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό της χώρας

Οι εισαγγελείς με την επιστολή τους στέκονται ιδιαίτερα στο ζήτημα της εθελούσιας εξόδου (για το οποίο μίλησε για πρώτη φορά δημόσια ο πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας), «.. δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι αποδεδειγμένα αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους για λόγους ψυχικής ή σωματικής υγείας (βλ και Ν. 3630/2008). Συμπερασματικά, η έλλειψη ανθρωπίνου δυναμικού, σε συνδυασμό με τη συσσώρευση υποθέσεων, που δεν θα έπρεπε να έχουν ποινικό χαρακτήρα και οι συνεχείς τροποποιήσεις δικονομικών και ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, δημιουργούν ένα πολυδαίδαλο τοπίο που επιτείνει το πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης».

Συγκεκριμένα, η Ένωση αναφέρεται στα εξής ζητήματα:

α) στην υποστελέχωση των εισαγγελιών τόσο σε επίπεδο εισαγγελικών λειτουργών, όσο και σε επίπεδο δικαστικών υπαλλήλων, με επίκληση και αναλυτικών στατιστικών στοιχείων για την κατάσταση που επικρατεί στις μεγαλύτερες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών της χώρας,

β) στην ανάγκη αποποινικοποίησης παραβατικών κοινωνικών συμπεριφορών ήσσονος σημασίας, που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους, οι οποίες θα μπορούσαν να ρυθμιστούν αποτελεσματικά με διοικητικές διαδικασίες (κυρώσεις και πρόστιμα),

γ) στην ανάγκη ολοκλήρωσης της ψηφιοποίησης των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και την κάλυψη των βασικών αναγκών σε υλικοτεχνική υποδομή στα δικαστικά μέγαρα της χώρας και

δ) στην ανάγκη θέσπισης προγράμματος εθελουσίας εξόδου δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.

Για τα παραπάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος παρέδωσε στον κ. Ντογιάκο και σχετική επιστολή με αναλυτική παράθεση όλων των θεμάτων, εκφράζοντας ταυτόχρονα την παράκληση προς αυτόν να συμβάλει, στο μέτρο του εφικτού, υπό την θεσμική του ιδιότητα, στην ανάδειξη και ικανοποίηση τους από την Πολιτεία.

Στη συνέχεια το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος συναντήθηκε και με την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, κα Μαρία Γεωργίου. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, που πραγματοποιήθηκε σε πολύ καλό κλίμα, υπήρξε εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων για θέματα που αφορούν τον κλάδο και τη δικαιοσύνη γενικότερα».

Ολόκληρη η επιστολή της Ένωσης Εισαγγελέων, έχει ως εξής:

«ΠΡΟΣ

Τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Κον Ισίδωρο Ντογιάκο

Αξιότιμε κ. Εισαγγελέα,

Με αφορμή τη σημερινή μας συνάντηση, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, έχοντας σκοπό να συμβάλει στην καλύτερη λειτουργία των Εισαγγελιών και στη βελτίωση των συνθηκών απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης, θέτει υπόψη Σας τα παρακάτω ουσιώδη θέματα τα οποία, εκτός των άλλων, απασχολούν τον εισαγγελικό κλάδο, με την παράκληση να συμβάλετε στο μέτρο του εφικτού, υπό την θεσμική σας ιδιότητα, στην ανάδειξη και ικανοποίηση τους:

Ι. Η υποστελέχωση των εισαγγελιών τόσο σε επίπεδο εισαγγελικών λειτουργών, όσο και σε επίπεδο υπαλλήλων αποτελεί βασικό πρόβλημα της λειτουργίας τους, μόνιμη παθογένεια του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης και ανασταλτικός παράγοντας της επιτάχυνσης απονομής της.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι:

α) Στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, από τους υπηρετούντες εισαγγελικούς λειτουργούς, πέντε (5) Εισαγγελείς Εφετών και έξι (6) Αντεισαγγελείς Εφετών είναι αποσπασμένοι σε διάφορες υπηρεσίες.

Στην ίδια Εισαγγελία, από τις προβλεπόμενες εκατόν τριάντα εννιά (139) οργανικές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων, παραμένουν κενές οι σαράντα επτά (47), δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο του 1/3 της δυναμικότητάς της.

β) Στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, από τις προβλεπόμενες εξήντα πέντε (65) οργανικές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων, παραμένουν κενές οι τριάντα επτά (37), δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο του 1/2 της δυναμικότητάς της.

γ) Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, από τις προβλεπόμενες εκατόν σαράντα τέσσερις (144) οργανικές θέσεις εισαγγελικών λειτουργών, ένδεκα (11) παραμένουν κενές, ενώ δεκαέξι (16) εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν αποσπαστεί σε διάφορες υπηρεσίες και επιπλέον εννιά (9) εισαγγελικοί λειτουργοί τελούν σε άδεια (αναρρωτική ή κυήσεως ή ανατροφής τέκνου), δηλαδή παραμένουν ουσιαστικά κενές οι τριάντα έξι (36) εξ αυτών, ποσοστό που ισούται με το 1/4 της δυναμικότητάς της.

Στην ίδια εισαγγελία από τις προβλεπόμενες πεντακόσιες τριάντα οκτώ (538) οργανικές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων, υπηρετούν πραγματικά τριακόσιοι τριάντα εννιά (339) και παραμένουν κενές οι εκατόν ενενήντα εννιά (199) θέσεις.

δ) Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, από τις προβλεπόμενες τριάντα επτά (37) θέσεις εισαγγελικών λειτουργών, τρεις (3) παραμένουν κενές, ενώ δυο (2) εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν αποσπαστεί σε άλλη υπηρεσία και επιπλέον τρεις (3) εισαγγελικοί λειτουργοί τελούν σε άδεια (αναρρωτική ή κυήσεως ή ανατροφής τέκνου), δηλαδή παραμένουν ουσιαστικά κενές οι οκτώ (8) εξ αυτών, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 1/5 της δυναμικότητάς της.

Στην ίδια Εισαγγελία από τις προβλεπόμενες εκατόν ογδόντα τρεις (183) οργανικές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων, υπηρετούν εκατόν δέκα επτά (117) δικαστικοί υπάλληλοι, ενώ δέκα (10) δικαστικοί υπάλληλοι έχουν αποσπαστεί σε άλλες υπηρεσίες, δύο (2) δικαστικοί υπάλληλοι απουσιάζουν με μακροχρόνια άδεια και πενήντα τέσσερις (54) θέσεις παραμένουν κενές, ποσοστό δηλαδή που αντιστοιχεί στο 1/3 περίπου της δυναμικότητάς της.

ε) Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, από τις προβλεπόμενες είκοσι τρεις (23) θέσεις εισαγγελικών λειτουργών, δυο (2) παραμένουν κενές, ενώ τρεις (3) εισαγγελικοί λειτουργοί απουσιάζουν με άδεια, δηλαδή παραμένουν ουσιαστικά κενές οι πέντε (5) εξ αυτών, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 1/4 περίπου της δυναμικότητάς της.

Στην ίδια εισαγγελία από τις προβλεπόμενες εκατόν είκοσι μία (121) οργανικές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων, υπηρετούν πραγματικά εξήντα δύο (62) δικαστικοί υπάλληλοι και παραμένουν κενές οι πενήντα επτά (57) θέσεις, ποσοστό που ισούται με το 1/2 περίπου της δυναμικότητάς της.

Από τα παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενα καθίσταται προφανές ότι η διεκπεραίωση του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού υποθέσεων που εισέρχονται καθημερινά στις εισαγγελίες, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής έως αδύνατη, όταν ο αριθμός των υπηρετούντων σε αυτές εισαγγελικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων περιορίζεται κατά τα ανωτέρω ποσοστά.

Για την κατά ένα μέρος κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων των εισαγγελικών λειτουργών έχουμε ζητήσει από το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης και ζητούμε και πάλι την αύξηση των οργανικών θέσεων των αντεισαγγελέων πρωτοδικών κατά δεκαπέντε (15) θέσεις, με αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των εισακτέων της Κατεύθυνσης Εισαγγελέων της ΕΣΔΙ στον αμέσως επόμενο διαγωνισμό, που έχει ήδη προκηρυχθεί.

Περαιτέρω, για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των εισαγγελιών και γενικά των δικαστηρίων της χώρας, θα πρέπει άμεσα να γίνουν προσλήψεις δικαστικών υπαλλήλων, αφού, εκτός των παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενων, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΟΔΥΕ, σε όλη τη χώρα, επί προβλεπόμενων συνολικά 8.769 οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων, όλων των κλάδων και κατηγοριών, υπηρετούν τώρα 5.966 δικαστικοί υπάλληλοι και υφίστανται 2.803 κενές θέσεις, ποσοστό που ανέρχεται στο 1/3 περίπου των προβλεπόμενων θέσεων.

ΙΙ. Θεωρούμε επιτακτική την ανάγκη αποποινικοποίησης παραβατικών κοινωνικών συμπεριφορών ήσσονος σημασίας, που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους, οι οποίες θα μπορούσαν να ρυθμιστούν αποτελεσματικά με διοικητικές διαδικασίες (κυρώσεις και πρόστιμα), ώστε αφενός μεν να αποφεύγεται ο ηθικός στιγματισμός των πολιτών, αφετέρου δε να αποσυμφορηθούν τα πινάκια των δικαστηρίων. Άλλωστε, από το έτος 2005, κάθε διετία περίπου, με διατάξεις νόμων [τελευταίος ο ν. 4689/2020], με τις οποίες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, σκοπείται η επιτάχυνση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, αφενός μεν παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές, αφετέρου δε κύριες ποινές φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών, χρηματικές ποινές και ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί και δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Στην ουσία δηλαδή, παραγράφεται το αξιόποινο πολλών πλημμελημάτων και παραγράφονται επιβληθείσες ποινές, αφού όμως προηγουμένως έχει κινητοποιηθεί όλος ο μηχανισμός απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (προανακριτικοί υπάλληλοι, εισαγγελείς, δικαστήρια κλπ.). Αν δε εξακολουθήσει αυτή η πρακτική, εύλογα αναρωτιέται κάποιος για τους λόγους διατήρησης, ως ποινικών αδικημάτων, κάποιων εκ των πράξεων αυτών.

ΙΙΙ. Απαραίτητη κρίνεται η συνέχιση και ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και η κάλυψη των βασικών αναγκών σε υλικοτεχνική υποδομή στα δικαστικά μέγαρα της χώρας. Ακόμη και σήμερα παρατηρείται το απαράδεκτο φαινόμενο δίκες να διεξάγονται σε παντελώς ακατάλληλους χώρους δικαστικών καταστημάτων, πρόβλημα το οποίο αναδείχθηκε περισσότερο στην περίοδο της πανδημίας.

IV. Φρονούμε, τέλος, ότι θα πρέπει να θεσπιστεί και πάλι πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι αποδεδειγμένα αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους για λόγους ψυχικής ή σωματικής υγείας (βλ και Ν. 3630/2008).

Συμπερασματικά, η έλλειψη ανθρωπίνου δυναμικού, σε συνδυασμό με τη συσσώρευση υποθέσεων, που δεν θα έπρεπε να έχουν ποινικό χαρακτήρα και οι συνεχείς τροποποιήσεις δικονομικών και ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, δημιουργούν ένα πολυδαίδαλο τοπίο που επιτείνει το πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης.

Παρακαλούμε να λάβετε υπόψη Σας τις παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενες προτάσεις μας και, εφόσον Συμφωνείτε με αυτές, υπό τη θεσμική Σας ιδιότητα να Συμβάλετε στην ικανοποίησή τους από την Πολιτεία».

Δείτε επίσης