Καταθέσεις - «γροθιά» στο στομάχι για την τραγωδία στο Μάτι
Ξυπνούν «εφιαλτικές μνήμες», αναβιώνουν σοκαριστικές στιγμές στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά
«Όσοι μείναμε πίσω ζούμε ένα μαρτύριο». Σε αυτή την χαρακτηριστική φράση συγκεντρώνεται όλος ο πόνος και η οργή των συγγενών των θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, οι οποίοι καταθέτοντας στη δίκη, ξυπνούν «εφιαλτικές μνήμες», όταν είδαν με τα μάτια τους τους δικούς τους ανθρώπους να καίγονται ζωντανοί ή όταν τους βρήκαν απανθρακωμένους κάτω... από σεντόνια.
Στο Στ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που συνεδριάζει στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων του Εφετείου της Αθήνας, έχουν ξεκινήσει να καταθέτουν οι πρώτοι από τους 200 και πλέον μάρτυρες της υπόθεσης, δείχνοντας ότι για αυτούς δεν έχουν στερέψει ούτε τα δάκρυα για τον πόνο και την απώλεια που βίωσαν ούτε η οργή.
Όλοι τους καταλήγουν σε ένα κοινό συμπέρασμα: Κάποιοι από τους 21 κατηγορούμενους της υπόθεσης πρέπει να τιμωρηθούν για τους 104 νεκρούς, τους 32 εγκαυματίες, αλλά και για τα θύματα που ποτέ δεν ταυτοποιήθηκαν και για αυτά πια δεν μιλά κανείς.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες
Αλέξανδρος Φλώρος. Ο μάρτυρας βρέθηκε στη θάλασσα για ώρες με την οικογένειά του, καταφέρνοντας όλοι μαζί να φτάσουν στην ακτή.
«Μπήκαμε στη θάλασσα, κάποια στιγμή χάσαμε τη στεριά, δεν βλέπαμε. Κολυμπούσαμε, προσπαθούσαμε να μείνουμε ενωμένοι, ο αέρας δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα.. Έπεφταν σπίθες, κουκουνάρια στο νερό. Κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τα πράγματα πάρα πολύ. Ακούγαμε τα αεροπλάνα και νομίζαμε ότι έρχονταν να μας σώσουν, φωνάζαμε βοήθεια. Είχαμε φτάσει κοντά στο λιμάνι της Ραφήνας, ήταν φώτα πλοίου. Ερχόταν ένα ψαροκάικο.. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία, τα παιδιά είχαν γίνει μπλε. Μας έδωσαν κουβέρτες. Είδα έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα… Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε… Μας έβγαλαν στην ακτή.»
Κώστας Χατζησταματίου, εγκαυματίας, μιλά για τον δικό του εφιάλτη: «Κάηκα στο 30% του σώματος μου. Είχαμε επιστρέψει από το μπάνιο στο σπίτι μας. Γύρω στις 5:30 το απόγευμα υπήρχαν καπνοί στις 6 περίπου άρχισαν να πέφτουν μεγάλες κάφτρες. Είδα τη φωτιά μέσα στην αυλή μας. Στις 6:10 είχε κοπεί το ρεύμα. Πήρα την οικογένεια μου και φύγαμε προς τη παραλία. Τη γυναίκα μου, τον εγγονό μου και την νύφη μου. ….Η νύφη μου κάθε ένα 15λεπτο λιποθυμούσε, είχε επηρεαστεί τα αναπνευστικό της εκτός από τα εγκαύματα που είχε. Έψαχνα να βρω νερό να της δώσω, σε αυτήν και τον εγγονό μου. Είδα παρκαρισμένα πυροσβεστικά να κοιτάνε τη φωτιά. Αν δεν βλέπαμε τον καπνό θα είχαμε καεί. Δε μας ενημέρωσε κανείς».
Μαργαρίτα Φύτρου. Περιγράφει πως έχασε τον αδελφό της, Γρηγόρη και τα δύο ανίψια της την Εβίτα και τον Ανδρέα. Πατέρας και γιος βρέθηκαν απανθρακωμένοι στο «οικόπεδο της φρίκης», μαζί με ακόμα 24 θύματα, ενώ το κοριτσάκι έπεσε από τον γκρεμό προσπαθώντας να ξεφύγει από την πύρινη λαίλαπα.
«Στις 3 τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε η σύζυγος του αδελφού μου και μου είπε "το Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό". Η διαδρομή του αδελφού μου προς τη διάσωση ήταν θανάσιμη.. Εάν είχε ενεργοποιηθεί το "112" θα είχαν σωθεί, όπως γίνεται σήμερα. Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Εάν είχαν δεχθεί βοήθεια θα ζούσαν. Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων και των εγκαυματιών. Τους εγκλώβισαν, χωρίς δυνατότητα διαφυγής…»
Παρασκευή Τσάμπρου. Βρήκε τον πατέρα της απανθρακωμένο μέσα στο αυτοκίνητό του.Περιγράφει δακρυσμένη και συγκλονίζει:
«Όταν έφτασα στο αυτοκίνητο είδα τον πατέρα μου πεσμένο στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει, αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί. Κανείς δεν μας ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω».
«Κάτω από ένα σεντόνι είδα μητέρα, αδελφή και ανιψιές»
«Γύρω στις 2 το πρωί, το σπίτι της αδελφής μου ήταν ανοιχτό. Δεν βρήκα κανέναν μέσα, το αυτοκίνητο της αδερφής μου ήταν στο σπίτι. Στα 50 μέτρα είδα κάποιες σορούς σκεπασμένες με ένα λευκό σεντόνι».
Ο Αριστείδης Χερουβείμ, που ήταν στην Αθήνα όταν ξέσπασε η φωτιά, περιέγραψε στους δικαστές ότι επί ώρες προσπαθούσε με δεκάδες τηλεφωνήματα σε αρμόδιες Αρχές να μάθει τι απέγιναν οι δικοί του που βρίσκονταν στο Μάτι όταν σάρωσε τα πάντα η φωτιά, χωρίς κανένας να ξέρει να του πει το παραμικρό.
Ώσπου αργά το βράδυ έφθασε στο σπίτι της αδελφής του και είδε σκεπασμένες σωρούς: «Απέναντι ακριβώς (από τις σωρούς) ήταν ένα ζευγάρι. Ήταν εντελώς καμένοι σε κοινή θέα, χωρίς να είναι καν καλυμμένοι. Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι κάτω από το σεντόνι ήταν δύο γυναίκες και δυο παιδιά. Κατάλαβα ότι ήταν οι δικοί μου συγγενείς. Αλλά μου είπαν ότι ήταν νεαρές γυναίκες. Ζήτησα να κάνω αναγνώριση. Εκεί υπήρχε μια δυσκολία, γιατί αφενός δεν είχαν γάντια και αφετέρου είπαν ότι δεν ήθελαν να διαταράξουν το σκηνικό του εγκλήματος.
Τελικά τα καταφέραμε, αναγνώρισα την αδερφή μου, τη μητέρα μου και το ένα παιδάκι. Το άλλο ήταν πολύ καμένο. Οι σοροί ήταν άσπρες... Έσβησαν τα παιδιά με πυροσβεστήρα... Αυτό επιτρέπεται; Αυτό έγραψαν στην αναφορά τους οι αστυνομικοί, ότι εντόπισαν τις σορούς και άδειασαν τον πυροσβεστήρα του περιπολικού».
Ο μάρτυρας οργισμένος κατέθεσε πως «κάποιοι από τους κατηγορούμενους θα έπρεπε να είναι στη φυλακή και σίγουρα όλοι, την επόμενη ημέρα, θα έπρεπε να είχαν ξηλωθεί από τις θέσεις τους».
Όπως είπε ο κ. Χερουβείμ: «Εύχομαι να μη ζήσει κάποιος αυτό που έζησα εγώ και ή οικογένειά μου. Δεν γνωρίζουν πως είναι να μαζεύεις μισοκαμένα παιχνίδια από τον κήπο. Να πρέπει να αξιολογήσεις τι από τα πράγματα των κοριτσιών θα πρέπει να πετάξεις και τι να δώσεις. Όσοι μείναμε πίσω ζούμε ένα μαρτύριο. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ σαν και εμένα που πρέπει να μας προστατεύσετε, εμείς είμαστε τα θύματα κυρία πρόεδρε».
Ο μάρτυρας τόνισε πως την ημέρα της φωτιάς δεν υπήρχε πυροσβεστικό όχημα παρκαρισμένο, όπως συνέβαινε συνήθως.
«Η Λεωφόρος Μαραθώνος θεωρείτο σαν ζώνη πυρόσβεσης. Όλα αυτά τα καλοκαίρια που είμαστε εκεί κάναμε αγώνα να καθαρίζουμε τα ξερόχορτα. Εγώ μένω στην Αθήνα. Είχε βγει στη τηλεόραση ο κ. δήμαρχος Ραφήνας-Πικερμίου και έλεγε ότι δεν χρειάζεται εκκένωση, μας ζητούσε μάλιστα να μην κυκλοφορούμε για να μην εμποδίζουμε τα πυροσβεστικά. Υπήρχαν ελικόπτερα που ποτέ δεν σηκώθηκαν. Υπήρχε χρόνος σε όλες τις υπηρεσίες να ειδοποιήσουν τον κόσμο αλλά αυτοί παρατηρούσαν τον κόσμο να καίγεται. Έλεγαν ότι η φωτιά κινείται προς τον Διόνυσο».
Ο μάρτυρας κατέθεσε «μου είπε η μητέρα μου με την οποία επικοινώνησα στις 6:30 το απόγευμα ότι έβλεπαν φλόγες. Της είπα "σηκωθείτε και φύγετε". Δεν έπιασα κουβέντα γιατί κάθε δευτερόλεπτο ήταν κρίσιμο. Κατάφεραν να φύγουν μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά. Εκεί συνάντησαν κάποιους άλλους ανθρώπους. Το αυτοκίνητο ενός ζευγαριού έπιασε φωτιά και κάηκαν όλοι, μαζί με την οικογένεια μου».
Ο μάρτυρας τόνισε πως όλη η κατάσταση ήταν μία «ανοργανωσιά και παντελής έλλειψη συντονισμού» ενώ αναφέρθηκε και για όσα έγιναν εκείνη τη νύχτα με την πολιτική ηγεσία και την σύσκεψη στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής και «όλο αυτό το θέατρο που παίχτηκε ενώ ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί…».
Ο μάρτυρας ανέφερε πως από τις 2 το πρωί τελικά «η περισυλλογή των σορών έγινε στις 7 το απόγευμα. Αυτό έγινε γιατί κάποιοι στην Πυροσβεστική θεώρησαν σωστό να γίνει απευθείας ανάθεση σε ένα συγκεκριμένο γραφείο τελετών έναντι 62.000 ευρώ παρά το ότι είχαν προσφερθεί και άλλα γραφεία δωρεάν».
Ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του ο κ. Χερουβείμ είπε: «Σήμερα ήρθαμε εδώ να κάνουμε μια δίκη αλλά δεν ξέρουμε πόσα θύματα υπάρχουν. Τα θύματα είναι 104. Μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν μιλάει για τα θύματα που δεν ταυτοποιήθηκαν. Επί 4,5 χρόνια η δικογραφία για το Μάτι έγινε μπαλάκι».