Τέμπη-Σταθμάρχης: «Προϊστάμενε, δεν ξέρω σε ποια γραμμή έδιωξα την 62»
Διαβάστε όλη την απολογία του Επόπτη Νικολάου, που προφυλακίστηκε

«Προϊστάμενε δε μπορώ να προσδιορίσω από ποια γραμμή έχω διώξει την αμαξοστοιχία» είναι η φράση κλειδί που περιγράφει την ανεπάρκεια του σταθμάρχη το τραγικό βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου στα Τέμπη.Ο Προϊστάμενος Επιθεώρησης του ΟΣΕ Λάρισας, Δημήτρης Νικολάου ,μετά από μία μαραθώνια απολογία στον εφέτη ειδικό ανακριτή, Σωτήρη Μπακαΐμη, οδηγείται στη φυλακή.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι ο δεύτερος κατηγορούμενος για τη σύγκρουση τρένων στα Τέμπη, μετά τον σταθμάρχη, Βασίλη Σαμαρά, που κρίνεται προφυλακιστέος για την πολύνεκρη τραγωδία.
Ο κ. Νικολάου δεν κατάφερε να πείσει ότι δεν φέρει ποινική ευθύνη για το σιδηροδρομικό δυστύχημα και μετά την ολοκλήρωση της απολογίας του ο εφέτης ειδικός ανακριτής και ο αρμόδιος εισαγγελέας συμφώνησαν ότι πρέπει να κρατηθεί προσωρινά.
Περιεγράφει το πρώτο τηλεφώνημα που είχε με τον σταθμάρχη Λάρισας, Βασίλη Σαμαρά, μετά το δυστύχημα: «Άμεσα και περί την ώρα 23:44 τηλεφωνώ, το πρώτον, τον κ. Σαμαρά Βασίλειο προκειμένου να ενημερωθώ. Τότε ήταν που έλαβα την απάντηση «Προϊστάμενε δε μπορώ να προσδιορίσω από ποια γραμμή έχω διώξει την αμαξοστοιχία». Δε μπορώ να αμφισβητήσω ότι ευρισκόταν σαφέστατα υπό το καθεστώς ταραχής και σύγχυσης. Σε σχετικές επόμενες ερωτήσεις που του έθεσα, με ενημέρωσε ότι η επιβατική αμαξοστοιχία (62) αφίχθη στο Σταθμό περί την ώρα 23:02 και αναχώρησε περί την ώρα 23:04, ενώ η εμπορική αμαξοστοιχία (63503) ύστερα από πληροφόρηση του από τη Σταθμάρχη Νέων Πόρων κ. Ζαρκάδη Ελένη, αναχώρησε από τον εν λόγω σταθμό με κατεύθυνση την Αθήνα περί την ώρα 23:05».
«Περί την ώρα 23.46 τηλεφωνώ και στον κλειδούχο της νυχτερινής βάρδιας στη Λάρισα κ. Τσουκαντάνα Αλέξανδρο, προκειμένου να με ενημερώσει. Εντούτοις, μου αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τίποτα, καθώς βρίσκεται αρκετά μακριά, ήτοι εκτός του σταθμού Λάρισας και συγκεκριμένα στην αιχμή 101 (προς σταθμό Μεζούρλο). Έπειτα περί την ώρα 23.50 τηλεφωνώ στον απογευματινό σταθμάρχη κ. Παυλόπουλο και τον ρωτάω τι ακριβώς παρέδωσε αλλά και πως παρέδωσε στον κ. Σαμαρά, με αυτόν να με ενημερώνει ότι παρέδωσε κανονικά» προσθέτει στην περιγραφή του για το μοιραίο βράδυ.
Η απολογία: Ικανός να παραμείνει μόνος του σε βάρδια ο Β.Σαμαράς
Ο Δ. Νικολάου, σύμφωνα με πληροφορίες κατά την απολογία του, που ξεκίνησε από τις 15:00 της Πέμπτης και ολοκληρώθηκε στις 02:00 της Παρασκευής, επέρριψε ευθύνες για την τραγωδία και στον σταθμάρχη Παλαιοφαρσάλου, Γιώργο Ζήνδρο.
Επιπλέον φέρεται να ισχυρίστηκε. ότι ο επίσης προφυλακισμένος σταθμάρχης Λάρισας, Βασίλης Σαμαράς, ήταν τι ήταν ικανός για να μείνει μόνος του σε βάρδια.
Ειδικότερα, φέρεται να υποστήριξε ότι δεν φέρει ευθύνη για την εκπαίδευση των σταθμαρχών, και ότι τις βάρδιες, απλά τις προτείνει και εγκρίνονται από την διεύθυνση κυκλοφορίας.
Ισχυρίστηκε ακόμη ότι η πιστοποίηση των ανθρώπων που δουλεύουν είτε με μπλοκάκι (όπως ο συγκατηγορούμενός του, Παναγιώτης Χαμηλός) είτε είναι μετατασσόμενοι ( όπως ο έτερος συγκατηγορούμενός του Βασίλης Σαμαράς, που φέρεται να έχει την κύρια ευθύνη) δεν γίνεται από τον ίδιο.
Φέρεται, δηλαδή, να είπε ότι δεν συμμετείχε ούτε στην πιστοποίηση, ούτε στη μαθητεία του Βασίλη Σαμαρά. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως τον σταθμάρχη της νυχτερινής βάρδιας «άλλοι τον πιστοποίησαν και άλλοι τον έβαλαν». Ωστόσο, φέρεται να είπε πως ο Βασίλης Σαμαράς ήταν ικανός να μείνει μόνος του σε βάρδια.
Αναφορικά με τις βάρδιες ο κ. Νικολάου ισχυρίστηκε πως εκείνος τις πρότεινε και τελικά «εγκρίνονται από τη διεύθυνση κυκλοφορίας»
Υπόμνημα 100 σελίδων- Επέρριψε ευθύνες στον σταθμάρχη Παλαιοφαρσάλου
Ο Δημήτρης Νικολάου κατέθεσε στον εφέτη ειδικό ανακριτή απολογητικό υπόμνημα 100 σελίδων με το οποίο ενέταξε στο κάδρο των ευθυνών τον σταθμάρχη Παλαιοφαρσάλου, Γιώργο Ζήνδρο.
Στο υπόμνημα, σύμφωνα με πληροφορίες, υποστηρίζει πως, μέχρι την ώρα της τραγωδίας, δεν γνώριζε ότι το Intercity είχε καθυστέρηση περίπου μίας ώρας. Μάλιστα, φέρεται να υποστήριξε ότι ο σταθμάρχης Παλαιοφαρσάλου είχε ευθύνη να ενημερώσει τους συναδέλφους του στη Λάρισα για την καθυστέρηση αυτή.
Τόσο με το υπόμνημά του όσο και με τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις του εφέτη ειδικού ανακριτή, φέρεται να ισχυρίστηκε πως δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός πως οι άλλοι δύο σταθμάρχες εγκατέλειψαν νωρίτερα τη βάρδια τους.
Όπως φέρεται να ισχυρίστηκε είχε τρεις σταθμάρχες στη βάρδια έως τις 23:00. «Εγώ προτείνω τις βάρδιες, αλλά εγκρίνονται από τους ανωτέρους μου» φέρεται να είπε.
Ο 63χρονος Προϊστάμενος Επιθεώρησης το ΟΣΕ Λάρισας είπε ότι μετά τις 11 το βράδυ δεν ήταν προγραμματισμένο κάποιο επιβατικό τρένο.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Δημήτρης Νικολάου έλαβε αναρρωτική άδεια λίγες ώρες μετά την τραγωδία με τους 57 νεκρούς κι ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι επιχειρήσεις απεγκλωβισμού μετά τη σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη,
Διαβάστε όλο το απολογητικό υπόμνημα του Δ. Νικολάου
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΦΕΤΗ ΑΝΑΚΡΙΤΗ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ και της ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ,
Δυνάμει της με ΑΒΜ Φ23-49α παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, ασκήθηκε εις βάρος μου ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις κατ’ άρθρο 291 περ. στ, υποπερ. Αα, ββ, γγ,δδ και εδ. τελ. Της παρ. 1, 302, 314 παρ. 1 εδ. α και β και παρ. 2 Ποινικού Κώδικα. Απολογούμενος ενώπιον Σας αναφέρομαι μετά του παρόντος στα εξής κάτωθι:
Α.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ- ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΧΕΙΑ
Γεννήθηκα το έτος 1961 στην πόλη της Καρδίτσας όπου και μεγάλωσα.
Την 15η/03/1984 προσελήφθην υπό την ιδιότητα του σταθμάρχη στον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδας (ΟΣΕ) κατόπιν της απαραίτητης τρίμηνης θεωρητικής εκπαίδευσης στη Σχολή του ΟΣΕ και εν συνεχεία τρίμηνης πρακτικής εκπαίδευσης στο Σταθμό Λειανοκλαδίου. Τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1984 μετατέθηκα στο Σταθμό Τρικάλων. Μετά το πέρας επτά μηνών μετατέθηκα στο Σταθμό Βόλου, όπου και παρέμεινα έως τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 1988, όπου και μετέβην για υπηρεσιακούς λόγους στο Σταθμό της Αθήνας. Για οκτώ συνταπτά έτη παρέμεινα στο Σταθμό της Αθήνας έως και το μήνα Μάιο του έτους 1996, όπου επέστρεψα στο Σταθμό του Βόλου. Από το έτος 2013 έως και το έτος 2018, ένεκα ελλείψεως προσωπικού και προς ενίσχυση αυτού, μετακινήθηκα τόσο στο Σταθμό του Λειανοκλαδίου, όσο και στο Σταθμό της Λάρισας. Μετά από τριάντα έξι (36) έτη εργασίας, τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2020 τοποθετήθηκα προσωρινώς ως Προϊστάμενος Επιθεωρητής Λάρισας, εκτελώντας τα καθήκοντά μου μέχρι και σήμερα.
Παράλληλα, από την πρώτη στιγμή της εργασίας μου ανέπτυξα συνδικαλιστική δράση, επιθυμώντας να συνεισφέρω στον εργασιακό μου χώρο. Από το έτος 2009 έως και το έτος 2018 διετέλεσα Πρόεδρος του Συνδέσμου Σιδηροδρομικών Θεσσαλίας. Επανεκλέγην το έτος 2021 και ευρίσκομαι έως και σήμερα στη θέση αυτή. Συνάμα, από το έτος 2010 είμαι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σιδηροδρόμων.
Καθ΄όλη τη διάρκεια της θητείας μου από οιοδήποτε πόστο, εργάστηκα με σεβασμό και προσήλωση, επιδεικνύοντας τη δέουσα προσοχή, επιτελώντας τα καθήκοντά μου.
Δε δίστασα, δε,
- ήδη από το έτος 2020, με την ανάληψη των καθηκόντων μου κατέστησα γνωστή στην Διεύθυνση Κυκλοφορίας την κατάσταση και τις εκκρεμότητες που παρουσίαζε το συγκρότημα της Επιθεώρησης Λάρισας, ήτοι τη μεγάλη έλλειψη προσωπικού τόσο στον κλάδο Σταθμαρχών όσο και στον κλάδο των Κλειδούχων, τη μη παράδοση του έργου στα πλαίσια της εργολαβίας της ΕΡΓΟΣΕ Σ.717/2014, γεγονός που δυσχεραίνει την διεξαγωγή κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών, τη μη λειτουργία του Κέντρου Ελέγχου Κυκλοφορίας (Κ.Ε.Κ.), την υποστελέχωση του γραφείου πορισμάτων κ.ο.κ. (η από 06/04/2020 επιστολή). (σχετ. 1)
- με δικές μου ενέργειες στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων μου και δη κατόπιν πρότασής μου στη Διεύθυνση Κυκλοφορίας, πραγματοποιήθηκε αλλαγή των υφιστάμενων ωραρίων, ως εξής:
Από 06:00-14:30 Σε 06:00-15:00
Από 14:00-22:30 Σε 14:00-23:00
Από 22:00-06:30 Σε 22:00-07:00,
Απώτερος στόχος ήταν αφενός η ορθότερη ενημέρωση του προσωπικού κατά την παράδοση – παραλαβή της ανάληψης εργασίας, αφετέρου η περαιτέρω ενίσχυση των σταθμών με εργαζομένους, καθώς ως προκύπτει, σε κάθε ωράριο ευρίσκονται πλέον του ενός εργαζόμενοι! Επίσης, με το υπ’ αριθ. 49 από 30/08/2021 τηλεγράφημα γνωστοποίησα σε όλο το προσωπικό των σταθμών εμβέλειάς μου ότι στον μηνιαίο προγραμματισμό, τυχόν αλλαγές στην υπηρεσία θα γίνονται μόνον κατόπιν συνεννόησης με την Επιθεώρηση Λάρισας.(σχετ. 2)
Οι εκκλήσεις μου για ενίσχυση του προσωπικού συνεχείς!
- Την 07η/07/2021, 14η/07/2021 και 24η/11/2021 με επιστολές προς τη Διεύθυνση Κυκλοφορίας γνωστοποίησα την έλλειψη προσωπικού στους Σταθμούς και την άμεση ενίσχυση.(σχετ. 3 και 3α, 4, 5)
- Με την αμέσως επόμενη υπ’ αριθ. 9178086 από 14/12/2021 επιστολή μου, γνωστοποίησα εκ νέου το πρόβλημα ενόψει μάλιστα και των επικείμενων –τότε- συνταξιοδοτήσεων κάποιων κλειδούχων. (σχετ. 6)
- Την 23η/03/2022 με την υπ’ αριθ. 9013288 επιστολή μου έθεσα εκ νέου το ζήτημα.(σχετ. 7)
- Με την υπ’ αριθ. 9018847 την 29η/04/2022, μεταξύ άλλων, αιτήθηκα την εγκυρότερη ενημέρωση αναφορικά με τις εργασίες που ευρίσκονταν σε εξέλιξη για τον αμεσότερο επαναπρογραμματισμό της κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών. (σχετ. 8)
- Την 22η/06/2022 με επιστολή μου προς τη Διεύθυνση Κυκλοφορίας γνωστοποίησα τη δύναμη προσωπικού του Τμήματος Επιθεώρησης Λάρισας, καθώς και τους μήνες των επικείμενων συνταξιοδοτήσεων. (σχετ. 9)
- Την 04η/07/2022 με την υπ’ αριθ. 9029855 επιστολή μου, αιτήθηκα την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών της Διεύθυνσης Κυκλοφορίας Λάρισας, επισημαίνοντας ότι είναι απαραίτητο να γίνουν προσλήψεις, μεταξύ άλλων, είκοσι πέντε (25) σταθμαρχών και δεκαέξι (16) κλειδούχων.(σχετ. 10)
- την 18η/07/2022, μέσω του υπ’ αριθ. 130/2022 τηλεγραφήματος το οποίο σας επισυνάπτεται, επέστησα την προσοχή σε όλους τους σταθμούς του Τμήματος Επιθεώρησης Λάρισας, αφενός την τήρηση του Γενικού Κανονισμού Κυκλοφορίας, αφετέρου τις απαραίτητες ενέργειες για την ορθή επικοινωνία/ ανταλλαγή τηλεγραφημάτων-υποδειγμάτων μεταξύ σταθμαρχών και μηχανοδηγών, για την εύρυθμη και ασφαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας. Το εν λόγω είχε αναρτηθεί σε όλους τους σταθμούς εμβέλειας του Τμήματος Επιθεώρησης Λάρισας, καθώς επίσης κοινοποιήθηκε και την Διεύθυνση Κυκλοφορίας (ΔΚ). (σχετ. 11)
- Την 25η/07/2022 με την υπ’ αριθ. 9033207 επιστολή μου αυτή τη φορά προς την εταιρεία «HELLENIC TRAIN» αιτήθηκα την άμεση ενημέρωση για την παράλειψη ενημέρωσης μας από την ως άνω εταιρία περί του τραυματισμού ατόμου από διερχόμενη αμαξοστοιχία. (σχετ. 12)
- Με το υπ’ αριθ. 159 από 27/10/2022 τηλεγράφημα, πρότεινα στην Διεύθυνση Κυκλοφορίας την τροποποίηση του δρομολογίου της αμαξοστοιχίας 2574 (Λάρισας – Βόλου) από ώρα 18:20 σε 18:30, προκειμένου για την καλύτερη εξυπηρέτηση των επιβατών της αμαξοστοιχίας (61), με ώρα άφιξης στον Σ.Σ. Λάρισας 18:28. (σχετ. 13)
- την 03η/01/2023 να καταρτίσω και να αποστείλω την υπ’ αριθ. 43/2023 επιστολή προς τη Διεύθυνση, η οποία και Σας προσκομίζεται. Ειδικότερα, μέσω των επιθεωρήσεων που πραγματοποιούσα, είχα εντοπίσει ότι το προσωπικό που απασχολούνταν στο Σταθμό Παλαιοφαρσάλου, υπήρχαν φορές που εργαζόταν συναπτά σχεδόν δύο έως τρεις μέρες (δύο βάρδιες πρωί-απόγευμα συνεχόμενα). Σαφέστατα, η σωματική αλλά και η πνευματική κόπωση των εργαζομένων, ήταν και είναι κύριο μέλημα όλων μας, αφού τίθεται ζήτημα ασφαλούς διεκπεραίωσης των καθηκόντων. Μάλιστα, μέσω της επιστολής μου, είχα υπενθυμίσει – επιθυμώντας να επιστήσω την προσοχή - ότι την 26η/04/2019 στο ως άνω αναφερόμενο Σταθμό είχε λάβει χώρα εκτροχιασμός αμαξοστοιχίας με σοβαρούς τραυματισμούς. (σχετ. 14) Ακολούθως την επόμενη ημέρα (04η/01/2023) επικοινώνησε μαζί μου ο Διευθυντής Κυκλοφορίας κ. Χρυσάγης για να εκφράσει την δυσαρέσκειά του αναφορικά με την επιστολή μου, κυρίως για την αναφορά μου στον εν λόγω εκτροχιασμό. Πληροφορήθηκα, μάλιστα, ότι τηλεφώνησε στον σταθμάρχη κ. Ζήντρο Γεώργιο για να τον επιπλήξει για το επίμαχο ωράριο με τον τελευταίο να του απαντάει ότι θα συνεχίσει να δουλεύει καθ’ αυτόν τον τρόπο και αν επιθυμεί ο Διευθυντής να του κάνει αναφορά.
- με την υπ’ αριθ. 44 από την 16η/01/2023 επιστολή μου, αναφέρθηκα στο ζήτημα της τηλεδιοίκησης και στην ανάγκη αναβάθμισης του εξοπλισμού. (σχετ. 15)
- Ενώ, πλέον προσφάτως, ήτοι την 25η/01/2023, με την τοποθέτηση των νεοπροσληφθέντων Σταθμαρχών, πραγματοποίησα συνάντηση στα γραφεία επιθεώρησης της Λάρισας, όπου παρευρέθηκαν άπαντες οι ανωτέρω μαζί με τον κ. Τρελλόπουλο Γεώργιο, Κεντρικό Σταθμάρχη Παλαιοφαρσάλου και τον κ. Ζήντρο Γεώργιο, Κεντρικό Σταθμάρχη Λάρισας, προκειμένου να διευκρινίσω την τήρηση του γενικού κανονισμού κυκλοφορίας, την απαρέγκλιτη τήρηση των ωραρίων, των τηλεγραφημάτων, την ακριβή και ορθή επικοινωνία με τους μηχανοδηγούς των αμαξοστοιχιών, αλλά και να ενημερώσω περί του ρόλου των παλαιών σταθμαρχών (αρχαιότητα) σε περίπτωση ταυτόχρονης παρουσίας στον εκάστοτε Σταθμό και της συνακόλουθης ανάληψης καθηκόντων. Επίσης τονίστηκε, τόσο από εμένα, όσο και από τους κεντρικούς σταθμάρχες ότι αν νιώσουν οποιαδήποτε αδυναμία ως προς τα καθήκοντά τους να το αναφέρουν. Επισημαίνεται ότι ουδείς από τους Κεντρικούς σταθμάρχες μου ανέφερε οποιαδήποτε παρατήρηση για τους νεοπροσληφθέντες, καθώς ούτε και οι νέοι ρωτώντας τους έναν-έναν, μου ανέφεραν κάποιο κώλυμα. Επιπλέον, όταν ανέφερα ότι το ίδιο βράδυ (25/01/2023) αναλαμβάνει ο κ. Σαμαράς νυχτερινή υπηρεσία, ουδείς σχολίασε.
- Ακολούθως με το υπ’ αριθ. 181 από 27/01/2023 τηλεγράφημα, γνώρισα τόσο στις αρμόδιες Διευθύνσεις, όσο και στην «HELLENIC TRAIN», ότι από την 1η/02/2023 μετατρέπονται τα ωράρια λειτουργίας στους Σ. Σταθμούς ως ακολούθως: ο Σ.Σ. Λιτόχωρου και Σ.Σ. Παλαιοφαρσάλου θα λειτουργούν σε 24ωρη βάση και ο Σ.Σ. Νέων Πόρων από 13.00 έως 21.00 ώρα.(σχετ. 16)
- Επιπλέον, όταν πρότεινα τόσο στον Διευθυντή της Διεύθυνσης Κυκλοφορίας κ. Χρυσάγη Κωνσταντίνο, όσο και στον Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΟΣΕ κ. Πατέρα Σπυρίδωνα, για την καλύτερη και εύρυθμη λειτουργία της Επιθεώρησης και των σταθμών, τις τοποθετήσεις του προσωπικού ανά σταθμό προκειμένου α) να υπάρχει μόνιμο προσωπικό σε κάθε σταθμό και β) αποφυγή μετακινήσεων (χιλιομετρικών αποζημιώσεων/εκτός έδρας), αρχικά σε διά ζώσης συνάντηση στην Αθήνα την 15η/02/2023 είχα την σύμφωνη γνώμη και των δύο. Ωστόσο, την 23η/02/2023, πρωινές ώρες, σε τηλεφωνική επικοινωνία αρχικά ο κ. Πατέρας αναίρεσε την πρόταση και μου ανέφερε ότι «δεν θα υπάρξει καμία παρέμβαση στο πρόγραμμα μέχρι τις εκλογές». Εξέφρασα την δυσαρέσκειά μου λέγοντάς του ότι «είμαι υπέρ της νομιμότητας, της αξιοκρατίας και κατά της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος», με τον ίδιο να μου απαντά ότι θα τα πούμε από κοντά μέσα Μαρτίου που θα ερχόταν στην Λάρισα. Στην συνέχεια μου τηλεφώνησε και ο Διευθυντής κ. Χρυσάγης για το ίδιο θέμα.
- Τέλος, τόσο τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2023, όσο και τους προηγούμενους, επιθεωρούσα τους σταθμούς της εμβέλειάς μου και το προσωπικό, προβαίνοντας σε παρατηρήσεις αναφορικά με την εφαρμογή των κανονισμών όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Συγκεκριμένα, την 09η/02/2023 μετά την επιθεώρηση στον σταθμό Παλαιοφαρσάλου, όπου εκείνη την ώρα εργάζονταν οι κ. Τζαφέρης και κ. Γκόλαντας, έκανα έγγραφες παρατηρήσεις για να γίνεται πιο λεπτομερής η ενημέρωση αναφορικά με την παράδοση-παραλαβή της υπηρεσίας και την ίδια ημέρα, κατά την επιθεώρηση στην Λάρισα, όπου εργάζονταν οι κ. Γκούμα και κ. Παπαγεωργίου, έκανα προφορικές συστάσεις για τήρηση του Γενικού Κανονισμού Κυκλοφορίας και του ωραρίου.
Αναντίρρητα, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισα στην Υπηρεσία μου, όπως επιρρωνύονται από τις προσκομιζόμενες επιστολές μου, προσπάθησα να ανταποκριθώ επαρκώς στα καθήκοντά μου.
ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΣΤΑΘΜΑΡΧΩΝ - ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ
Στη Λάρισα υπηρετούν μόνιμα -εκτός από εμένα- , οι κάτωθι και υπό τις εξής ειδικότητες: ο κ. Πίτσας Δημήτριος ως Γραμματέας, ο κ. Ζήντρος Γεώργιος ως Κεντρικός Σταθμάρχης Λάρισας, ο κ. Τρελλόπουλος Γεώργιος ως Κεντρικός Σταθμάρχης Παλαιοφαρσάλου, η κ. Γκούμα Αγαθή ως Σταθμάρχης Λάρισας, η κ. Τζοβάρα Ελένη ως Σταθμάρχης Λάρισας, ο κ. Τσιότρας Χρήστος ως Σταθμάρχης Λάρισας, ο κ. Παυλόπουλος Κωνσταντίνος, ως Σταθμάρχης Λάρισας και υπεύθυνος πορισμάτων, ο κ. Χατζηλάδας Γεώργιος ως Σταθμάρχης Λάρισας, ο οποίος από τα μέσα Ιανουαρίου έως την 11η/03/2023 ήταν ασθενής, η κ. Μπίνου Ειρήνη ως Σταθμάρχης Λιτοχώρου, ο κ. Χαιδάλης Δημήτριος ως Σταθμάρχης Λιτοχώρου, ο κ. Καρτσάμπας Κωνσταντίνος ομοίως και ο κ. Τσιπνής Ηρακλής ως Σταθμάρχης Βόλου.
Στη Λάρισα, προσελήφθησαν δεκατέσσερα (14) άτομα, ήτοι: ο κ. Δαράκης Ευάγγελος, η κ. Καμβρογιάννη Αικατερίνη, η κ. Παπανδρέου Κωνσταντίνα, η κ. Παπαγεωργίου Πηνελόπη, ο κ. Μπίνος Νικόλαος, ο κ. Μάτος Γεώργιος, ο κ. Θανασάκης Δημήτριος, ο κ. Τζαφέρης Γεώργιος, κ . Γκολάντας Περικής, ο κ. Ιωαννόπουλος Βασίλης, ο κ. Χαμηλός Παναγιώτης, η κ. Γώγουλου Μαρία και η κ. Ζαρκάδη Ελένη και ο κ. Σαμαράς Βασίλειος. Άπαντες προσελήφθησαν ως συμβασιούχοι, εκτός από τον τελευταίο ο οποίος προσήλθε με μετάταξη.
Να τονισθεί στο παρόν σημείο, ότι ο τόπος εργασίας σχετίζεται με τον τόπο συμφερόντων – διαμονής. Πιο συγκεκριμένα, όσοι εργάζονται στον τόπο συμφερόντων τους, δε λαμβάνουν την χιλιομετρική αποζημίωση. Αντιθέτως, όσοι προβαίνουν σε κυκλωματική εργασία, λαμβάνουν την αντίστοιχη αποζημίωση, όταν και απομακρύνονται από την έδρα εργασίας που έχουν τοποθετηθεί.
Αναφορικά, δε, με τα δρομολόγια και τις συνακόλουθες βάρδιες, αρχικά αξίζει να διευκρινιστεί ότι τα δρομολόγια τις πρωινές και απογευματινές ώρες είναι συγκριτικά περισσότερα σε σχέση με το βράδυ και ειδικότερα στη Λάρισα, όπου:
μεταξύ 06.00-14.00: τριάντα (30) αφίξεις/αναχωρήσεις,
14.00-22.00: τριάντα πέντε (35) αφίξεις/αναχωρήσεις,
22.00-06.00: δέκα επτά (17) αφίξεις/αναχωρήσεις, όπου μετά τις 23.00 υπάρχουν μόνο δέκα (10), εκ των οποίων οι επτά (7) αφορούν τέσσερα (4) δρομολόγια εμπορικών αμαξοστοιχιών, ήτοι διέρχονται του σταθμού και σύμφωνα με τα προγράμματα τα οποία προσκομίζονται διαμένουν για δύο λεπτά προκειμένου ο μηχανοδηγός για τυπικούς λόγους θα ελέγξει την αμαξοστοιχία. (σχετ.στ πίνακας δρομολογίων)
Στη νυκτερινή βάρδια επί σειρά ετών εργαζόταν ένας και μόνο σταθμάρχης με κυκλωματική σειρά. Ουδέποτε προβλέφθη η τοποθέτηση δύο σταθμαρχών και άνω, είτε σε νυχτερινή είτε σε άλλη βάρδια.
Εν προκειμένω, να διευκρινιστεί το εξής: Στην από 06/03/2023 κατάθεσή του ενώπιον της ανακρίτριας του 3ου Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικών Λάρισας, ο κ. Ζήντρος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι στο παρελθόν εργάζονταν από δύο σταθμάρχες σε κάθε βάρδια, ενώ τα τελευταία χρόνια υπήρχε ένας σε κάθε βάρδια, διότι δεν υπήρχε προσωπικό. Ενώ περαιτέρω αναφέρει το πρόγραμμα των υπηρεσιών το βγάζει ο προϊστάμενος, Δημήτριος Νικολάου.
Ανακύπτει εν πρώτοις το εξής ζήτημα σύμφωνα με τα λεγόμενα του σταθμάρχη κ. Ζήντρου αλλά και από το συνταχθέν εις βάρος μου κατηγορητήριο: εκ της ιδιότητας μου ως προϊστάμενος της επιθεώρησης ήμουν υπεύθυνος για την κατάρτιση του προγράμματος των υπηρεσιών.
Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ΦΕΚ Β΄2623/30.05.2022 (5.6.5.3.3) του Τμήματος Επιθεώρησης Λάρισας (σχετ. 17) προκύπτει ότι η κατανομή των βαρδιών του προσωπικού ασφαλείας πραγματοποιείται από το τμήμα επιθεώρησης Λάρισας. Εντούτοις, η έκδοση και τροποποίηση του προγράμματος ωρών εργασίας, πραγματοποιείται από τη Διεύθυνση Κυκλοφορίας και Διαχείρισης Χωρητικότητας (ΔΚ). (σχετ. 17α). Ήτοι τα καθήκοντα του εκάστοτε προϊσταμένου επιθεώρησης περιορίζονται στην πρόταση περί της κατανομής του ωραρίου. Η απόφαση λαμβάνεται από τη Διεύθυνση (ΔΚ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η υπ’ αριθ. Πρωτ. 9130316/12-01-2021 επιστολή μου κοινοποιούμενη στη Διεύθυνση περί τον καθορισμό υπευθύνων για τις θέσεις του Γραμματέα, των Πορισμάτων και του Κεντρικού Σταθμάρχη Λάρισας, σύμφωνα με την οποία πρότεινα τα συμπεριλαμβανόμενα εις αυτή πρόσωπα.(σχετ. 18). Μάλιστα, να διευκρινιστεί ότι η οιαδήποτε παρέμβαση γινόταν πάντοτε τηλεφωνικά! Το πρόγραμμα κοινοποιούνταν στη Διεύθυνση Κυκλοφορίας, ήτοι στον Διευθυντή κ. Χρυσάγη Κωνσταντίνο και στον υφιστάμενο αυτού κ. Γαρούφο Άγγελο καθώς και στη Διεύθυνση Προσωπικού, η οποία στη συνέχεια το απέστελνε στην επιθεώρηση εργασίας ως όφειλε.
Στο παρελθόν, είχαν γίνει κατά καιρούς τροποποιήσεις του προγράμματος από την Διεύθυνση Κυκλοφορίας. Ως αναφέρθηκε, οι τροποποιήσεις ήταν προφορικές και όχι γραπτές. Εντούτοις, ενθυμούμαι περιστατικά που έχουν λάβει χώρα και Σας τα αναφέρω κατωτέρω:
- Το μήνα Νοέμβριο του έτους 2021, στο πλαίσιο εργασιών στο σταθμό Ευαγγελισμού, ο εν λόγω σταθμός λειτούργησε. Η σταθμάρχης κ. ΓΚΟΥΜΑ Αγαθή αιτήθηκε να μην δουλέψει βράδυ εκεί. Όταν αυτό αναφέρθηκε στην Διεύθυνση Κυκλοφορίας, η εντολή ήταν ότι θα δουλέψει καθώς άπαντες οι σταθμάρχες άντρες – γυναίκες είναι ισότιμοι. Κανονικά, ανέλαβε καθήκοντα και για να διασφαλίσω την προστασία των εργαζομένων στον εν λόγω σταθμό, απέστειλα την από 09-12-2021 επιστολή στο Α.Τ. Τεμπών για αυξημένη επιτήρηση του σταθμού.(σχετ. Α)
- Το μήνα Νοέμβριο του έτους 2021, με εντολή της Διοίκησης έκλεισε ο σταθμός του Βόλου.
- Την 31η/12/2021, ήτοι Παραμονή Πρωτοχρονιάς υπήρχαν πολλά δελτία ασθενείας του προσωπικού, λόγω Covid-19. Κατόπιν επικοινωνίας με τον κ. Χρυσάγη (ΔΚ), τροποποιήθηκαν τα ωράρια των σταθμών, αλλά και τα δρομολόγια τρένων.
- Το μήνα Ιούνιο του έτους 2022, με εντολή της Διοίκησης έκλεισε ο σταθμός της Κατερίνης και τέθηκε σε λειτουργία ο σταθμός του Λιτοχώρου.
- Τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2022, με εντολή της Διεύθυνσης Κυκλοφορίας, μετακινήθηκε μία σταθμάρχης για ενίσχυση στην Θεσσαλονίκη.
- Την 27η/02/2023, με εντολή της Διεύθυνσης Κυκλοφορίας έπρεπε να μετακινηθεί τον Μάρτιο ένας κλειδούχος από τον σταθμό Παλαιοφάρσαλο στο Λειανοκλάδι.
Τα ωράρια των σταθμών έως και την 31η/01/2023 ήταν συγκεκριμένα, ήτοι:
- Σταθμός Λάρισας 24ωρη λειτουργία (06.00 - 15.00, 14.00 - 23.00, 22.00 – 07.00)
- Σταθμός Παλαιοφαρσάλου δύο βάρδιες 06.00 - 14.30 και 14.30 - 23.00
- Σταθμός Βόλου μία βάρδια 04.00-13.30
- Σταθμός Λιτοχώρου δύο βάρδιες 05.15 – 14.45 και 14.45 – 00.15
- Σταθμός Καλαμπάκας μία βάρδια 10.30 – 19.30
- Σταθμός Ν. Πόρων κλειστός
- Σταθμός Κατερίνης κλειστός
Ωστόσο, την 26η/01/2023 μετέβην στη Διεύθυνση Κυκλοφορίας και συζητήσαμε με τον Διευθυντή κ. ΧΡΥΣΑΓΗ για τα ωράρια και το πρόγραμμα των σταθμών. Με την ένταξη των νέων πιστοποιημένων σταθμαρχών, η Διεύθυνση αποφάσισε και ενέκρινε ότι:
- Ο σταθμός των Ν. Πόρων θα λειτουργήσει με ωράριο ως εξής: το πρώτο 10ημερο 13.00 - 21.00 και έπειτα από μέσα Φλεβάρη 13.30 - 21.30.
- Στο σταθμό Παλαιοφάρσαλο θα προστεθεί η νυχτερινή βάρδια και θα τροποποιηθούν τα ωράρια ως εξής 06.00 – 15.00, 14.00 - 23.00 και 22.00 – 07.00.
- Στο σταθμό Λιτόχωρο θα προστεθεί η νυχτερινή βάρδια και θα τροποποιηθούν τα ωράρια ως εξής 06.00 – 15.00, 14.00 - 23.00 και 22.00 – 07.00.
- Στο σταθμό Βόλο θα προστεθεί η απογευματινή βάρδια 14.00 – 23.30.
- Η Λάρισα θα συνέχιζε 24ωρη με ενίσχυση στην πρωινή και απογευματινή βάρδια.
Επομένως, γνωρίζοντας
- ότι η δύναμη του παλιού προσωπικού δεν άλλαξε, προστέθηκαν τέσσερις (4) νέες βάρδιες. Επομένως ήταν αδύνατον να μην εργαστούν μόνοι τους οι νεοπροσληφθέντες. Άρα, η Διεύθυνση ούσα αρμόδια, έκρινε ότι μπορούν να εργαστούν κανονικά.
- Ότι με την προσθήκη των δεκατεσσάρων (14) πιστοποιημένων προσληφθέντων σταθμαρχών, το προσωπικό μπορούσε να λαμβάνει τις περισσότερες δικαιούμενες ημερήσιες αναπαύσεις του μήνα και ως εκ τούτου διαμορφώνεται ως εξής η ΚΑΤΑΝΟΜΗ:
Από τους 12 παλαιότερους (εκτός του Προϊσταμένου): |
Ο κ. Πίτσας είναι Γραμματέας της Επιθεώρησης. Κάλυπτε εκτάκτως βάρδιες, λόγω έλλειψης προσωπικού. |
Ο κ. Τσιπνής λόγω ακύρωσης επικείμενης συνταξιοδότησης και σοβαρού προβλήματος υγείας της συζύγου του εργάζεται μόνο στο Βόλο. (κάτοικος Βόλου) |
Οι κ. Καρτσαμπάς και κ. Μπίνου δουλεύουν μόνιμα στους σταθμούς με διπλή γραμμή κυκλοφορίας Λιτόχωρο, Κατερίνη και Αιγίνιο, και δεν είχαν εκπαιδευτεί στον πίνακα της Λάρισας (κάτοικοι Κατερίνης). Ο κ. Χαϊδαλής δουλεύει επίσης στους εν λόγω σταθμούς. (κάτοικος Κατερίνης). |
Ο κ. Χατζηλαδάς, ο οποίος εργάζεται στην Λάρισα, ήταν εκτός υπηρεσίας από την 16η-01-2023 έως και μέσα μηνός Μαρτίου με δελτίο ασθενείας. |
Οι υπόλοιποι επτά (7) δουλεύουν στους σταθμούς Λάρισα, Παλαιοφάρσαλο, Καλαμπάκα κυκλικά και Ν. Πόρους, από το άνοιγμα του σταθμού τον Φεβρουάριο. Από αυτούς, διπλή γραμμή και αυξημένη κυκλοφορία έχουν η Λάρισα, ο Παλαιοφάρσαλος και οι Ν. Πόροι, επομένως 7 βάρδιες ανά 24ωρο, αυτομάτως θα έπρεπε και οι 7 παλιοί να εργαστούν όλο το μήνα χωρίς καμία ημερήσια ανάπαυση και χωρίς εναλλαγή (εναλλαγή ή αλλαγή θεωρείται η ημέρα μετά τις συνεχόμενες βραδινές βάρδιες) (άρθρο 36 ΦΕΚ). ΠΡΑΓΜΑ ΑΔΥΝΑΤΟ. Εν προκειμένω, να προστεθεί ότι αναφορικά με τις αναπαύσεις, ο εκάστοτε εργαζόμενος κατέθετε έγγραφο εν είδει αίτησης. Επί παραδείγματι, Σας εγχειρίζω δύο σχετικές αιτήσεις της κ. Γκούμα και της κ. Τζοβάρα. (σχετ. Β και γ) |
- ότι η νυχτερινή βάρδια στη Λάρισα, μετά την ώρα 23.00, έχει μόνο 10 αφίξεις/αναχωρήσεις.
Κατανομήθηκαν οι βάρδιες.
Όταν και εξεδόθη το πρόγραμμα περί τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου, ο κ. Σαμαράς θα ελάμβανε επτά (7) ημερήσιες αναπαύσεις, θα επέστρεφε στην Λάρισα για μαθητεία-ενημέρωση νύχτα την 22η και 23η Φεβρουαρίου και θα συνέχιζε νύχτα μόνος του (σχετ. 23α)
Όμως λόγω έκτακτων αναγκών (μονοδρόμηση πορείας) στον σταθμό των Ν. Πόρων που διαθέτει διπλή γραμμή, πήγε να εργαστεί 20-22 Φεβρουαρίου εκεί, την πρώτη μέρα μαζί με την ΖΑΡΚΑΔΗ (νεοπροσληφθείσα) για να ενημερωθεί και ώρες 13.30 – 21.30 και μετά 21 και 22 Φεβρουαρίου, ώρες 07.30 – 15.30. Στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι πέρα από την πιο απαιτητική κατάσταση αυτή της μονοδρόμησης, διαχειρίστηκε μόνος του 22 αφίξεις/αναχωρήσεις τρένων.
Μάλιστα, την 21η Φεβρουαρίου μετέβην στον σταθμό των Ν. Πόρων για επιθεώρηση.
Ο κ. Σαμαράς ήταν ο μόνος από τους νεοπροσληφθέντες με την πιο πρόσφατη νυχτερινή βάρδια στην Λάρισα τον μήνα Ιανουάριο.
Εδώ να τονιστεί ότι κ. Σαμαράς με την πρόσληψη του, παρουσιάστηκε τον μήνα Ιούλιο στο Σ. Λάρισας και από 07/07/2022 έως και 31/07/2022 ευρισκόταν καθημερινά κατά τις πρωινές ώρες στο γραφείο κίνησης.(σχετ. 31)
Σαφέστατα και επιθυμία όλων μας (εργαζομένων) αποτελούσε η ανάληψη οργανικών θέσεων σε κάθε σταθμό, αφού αφενός θα υπήρχε καλύτερη διαχείριση αλλά και το κόστος μετακινήσεων για τον Οργανισμό θα ήταν λιγότερο έως και ανύπαρκτο.
Πάντοτε όμως η επικοινωνία με όλους τους εργαζομένους ήταν πολύ καλή, αφού υπήρχε κοινός στόχος. Ενδεικτικό αυτού, την 27η/02/2023 και ώρα 00.20, επικοινώνησα με τον κλειδούχο βάρδιας κ. ΤΣΟΥΚΑΝΤΑΝΑ Αλέξανδρο. Αφού μίλησα μαζί του, του είπα να μου δώσει στο τηλέφωνο και τον κ. ΣΑΜΑΡΑ. Ρωτώντας τον να μάθω πως πάει η βάρδια, μου απάντησε «όλα καλά Προϊστάμενε».
Άπαντες οι εργαζόμενοι (μόνιμοι και νεοπροσληφθέντες – συμβασιούχοι και μη) ήμασταν ισότιμοι. Πέραν της ιδιότητας του προϊσταμένου επιθεώρησης ή του γραμματέως, η οποία αποκτάται εκ των υστέρων, τα εργασιακά μας καθήκοντα υπερέχουν. Η ανάληψη της θέσης στο Τμήμα Επιθεώρησης για τον εκάστοτε εργαζόμενο – προϊστάμενο επιθεώρησης, συνεπάγεται την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως ρητά ορίζονται. Σε όλους τους Σταθμούς, οι συνάδελφοι προϊστάμενοι εκτελούσαν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τα υπάρχοντα νεοπροσληφθέντα άτομα. Επί παραδείγματι, στο Σταθμό Πλατύ – ο οποίος αποτελεί κόμβος - η νεοπροσληφθείσα κ. Μποζίνη Στεφανία, για τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο θα εργαζόταν βράδυ για έξι ημέρες όπως εμφαίνεται από το σχετικό πρόγραμμα. Στο Σταθμό Αφιδνών, Αυλώνα και Ρουφ ομοίως. (Σχετ. δ) – η Μποζίνη εργάστηκε και τον Φεβρουάριο μόνη της .
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ Κ. ΣΑΜΑΡΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ- ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Αρχικά, στο παρόν στάδιο να τονισθεί έτι περαιτέρω ότι ο κ. Σαμαράς δεν άνηκε στους νεοπροσληφθέντες συμβασιούχους, αλλά τοποθετήθηκε τον μήνα Ιούλιο του έτους 2022 στο Τμήμα Επιθεώρησης Λάρισας, ύστερα από μετάταξη, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 9026588 από 14/06/2022 απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου του ΟΣΕ. Προσκομίζεται, δε, ενώπιον Σας η υπ’ αριθ. Πρωτ. 9030391/07-07-2020 επιστολή με θέμα τη μεταφορά υπαλλήλου στον ΟΣΕ. (Σχετ. 19) Πριν από αυτό, δεν τον γνώριζα και δεν είχα επαφές μαζί του.
Μαζί με τον ομοίως νεοπροσληφθέντα κ. Μάτο Γεώργιο πραγματοποίησαν τις περισσότερες ώρες μαθητείας κατά τη νυχτερινή βάρδια στη Λάρισα.
Από την 02η/08/2022 άπαντες οι νεοπροσληφθέντες έλαβαν την απαραίτητη και απαιτούμενη εκπαίδευση από την Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Κατάρτισης του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδας στην Θεσσαλονίκη έως και την 24η/10/2022. Την επομένη ημέρα, ήτοι την 25η/10/2022, μετέβησαν άπαντες στη Λάρισα, όπου και έλαβαν την πρακτική εκπαίδευση από τους σταθμάρχες που εκτελούσαν τα καθήκοντά τους ανά Σταθμό έως και την 20η/01/2023. Η εν λόγω μαθητεία είχε διάρκεια εβδομήντα πέντε (75) ημερών και καθορίστηκε από την αρμόδια Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 19/ΦΕΚ Β΄2623/30.05.2022, ο μαθητευόμενος, προ της επιτυχίας του στις εξετάσεις, δεν θα εκτελεί υπεύθυνη εργασία. Επομένως, μετά τις επιτυχημένες εξετάσεις εκτελεί. (σχετ. ε)
Την 23η/01/2023 πραγματοποιήθηκαν οι απαραίτητες γραπτές εξετάσεις στη Θεσσαλονίκη και την 24η/01/2023 εξετάσθηκαν στις προφορικές εξετάσεις από την αρμόδια Τριμελή Επιτροπή. Λαμβάνοντας άπαντες την πιστοποίηση, επέστρεψαν στη Λάρισα προκειμένου να αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Την 01η/02/2023 τοποθετήθηκαν οι νέοι – πλέον - σταθμάρχες. Άπαντες έλαβαν την ίδια εκπαίδευση.
Ο κ. Σαμαράς Βασίλειος τον μήνα Ιανουάριο πραγματοποίησε τη μαθητεία του ως εξής:
- Την 02η/01/2023 έως 08η/01/2023 στο Σταθμό της Καλαμπάκας με ωράριο 10:30 έως 19:30. Την πρώτη ημέρα ευρισκόταν μαζί μου, τις υπόλοιπες τρεις ημέρες με τον κ. Τσιπνή και έκτοκτε με τον κ. Τσιότρα.
- Την 09η/01/2023 έως και 21η/01/2023 στο Σταθμό του Λιτόχωρου.
- Την 23η/01/2023 και 24η/01/2023 πραγματοποιήθηκαν οι απαιτούμενες εξετάσεις.
- Την 25η/01/2023 έλαβε χώρα συγκέντρωση κατά την οποία ενημερώθηκαν περί της τήρησης των ωραρίων.
- Την 26η/01/2023 συνεχίζει τα καθήκοντά του στο Σταθμό της Λάρισας στη νυχτερινή βάρδια.
Να προστεθεί στο παρόν σημείο, ότι κατά τη διάρκεια της μαθητείας έκαστου εκπαιδευόμενου, τόπος εργασίας είναι αυτός της εκπαίδευσης και ως εκ τούτου ανήκει στο προσωπικό της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης. Σύμφωνα, άλλωστε με το άρθρο 31 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄) παρ. 1 και παρ. 3, (σχετ. 20) αφενός η τοποθέτηση ορίζεται από τη Διοίκηση, αφετέρου πειθαρχικός προϊστάμενος κατά τη θεωρητική εκπαίδευση είναι ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και κατά την πρακτική εκπαίδευση είναι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσιακής Μονάδας που εκτελεί την πρακτική του.
Ενώ, αναφορικά με τη διαδικασία αξιολόγησης όπως αυτή διαρθρώνεται στο άρθρο 29 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄), (σχετ. 21) ο χρόνος, η περιοδικότητα, η μεθοδολογία, τα κριτήρια και εν γένει η διαδικασία αξιολόγησης καθορίζονται και μεταβάλλονται από τη Διοίκηση, εντός του πλαισίου του Νόμου. Εν συνεχεία ανακοινώνονται στο προσωπικό και ισχύουν για το επόμενο ημερολογιακό έτος. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού θα καθοριστούν με εγκύκλιο του Διευθύνοντος Συμβούλου. Μέχρι και σήμερα, ουδεμία εγκύκλιος εξεδόθη!
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Στην από 06η/03/2023 κατάθεσή του ο κ. Ζήντρος ενώπιον του 3ου Ανακριτικού Τμήματος μεταξύ άλλων επισημαίνει «οι παλιοί θυμόμασταν τον πίνακα και εκπαιδεύσαμε τους νέους».
Επιπλέον, ενώ αρχικά είχα προταθεί από την Διεύθυνση Κυκλοφορίας να συμμετάσχω στην Επιτροπή Αξιολόγησης των νεοπροσληφθέντων στην Θεσσαλονίκη σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 9057426 από 27/12/2022 έγγραφο (σχετ.ζ), μετά την από 03/01/2023 επιστολή μου αναφορικά με τα ωράρια του Παλαιοφαρσάλου που ήδη σας ανέφερα, η Διοίκηση δυσαρεστήθηκε και με αφαίρεσε από την Επιτροπή. Σας γνωστοποιώ και με το υπ’ αριθ. 9002044 από 12-01-2023 έγγραφο της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και Κατάρτισης το οποίο σας επισυνάπτω, δεν συμμετείχα στη συγκρότηση της Επιτροπής περί τη διενέργεια των τελικών γραπτών και προφορικών εξετάσεων. (Σχετ. 22) Αναγράφεται, δε, το πλήρες πρόγραμμα των εξετάσεων καθώς επίσης οι εκπαιδευόμενοι και η υπηρεσιακή μονάδα τους. Στην τελευταία σελίδα αυτού, ο 32ος εκπαιδεύομενος τυγχάνει ο κ. Σαμαράς Βασίλειος με τοποθέτηση στη Λάρισα.
Το πρόγραμμα, δε, εκάστου μηνός, εκδιδόταν προ αρκετών ημερών, καταρτιζόταν από εμένα και τον γραμματέα κ. Πίτσα Δήμο και εγκρινόταν από τη Διεύθυνση Κυκλοφορίας σε γνώση πάντοτε του Διευθυντή, σε περίπτωση που κριθεί ότι πρέπει να λάβει χώρα κάποια αλλαγή και εν συνεχεία, γνωστοποιείται μέσω σχετικής ανακοίνωσης στο προσωπικό. Εν προκειμένω, το πρόγραμμα των Σταθμαρχών του μηνός Φεβρουαρίου 2023, καταρτίστηκε την 27η/01/2023 και ακολουθήθηκε η τυπική και νόμιμη διαδικασία.
Τον μήνα Ιανουάριο ο κ. Σαμαράς όντας δόκιμος υπό το καθεστώς της μαθητείας μετακινήθηκε στην Καλαμπάκα και στο Λιτόχωρο, ως αναφέρθηκε. Μετά τις εξετάσεις του μετακινήθηκε στη Λάρισα, όπου εργάστηκε κατά τη νυχτερινή βάρδια, μαζί με δύο παλαιότερους – αρχαιότερους σταθμάρχες. Ενώ, τον μήνα Φεβρουάριο μέχρι και την 14η/02/2023 εργάστηκε στο Σταθμό της Καλαμπάκας αποκλειστικά μόνος του, σε δρομολόγιο μονής γραμμής. Εν συνεχεία, έλαβε διαδοχικά πέντε (5) ημέρες ανάπαυσης (ρεπό) (Σχετ. 23) και μετέβη πλέον στο Σταθμό των Νέων Πόρων από την 20η/02/2023 έως και την 22η/02/2023, σε διπλή γραμμή μαζί με την κ. Ζαρκάδη Ελένη, η οποία ως ανέφερα ανωτέρω άνηκε ομοίως στους νεοπροσληφθέντες εργαζομένους, προκειμένου να διαχειριστούν αποκοπή γραμμής καθόδου σε διπλή γραμμή – κατάσταση πιο απαιτητική. Την 23η/02/2023 μετακινείται στο Σταθμό της Λάρισας νύχτα για ενημέρωση-μαθητεία μαζί με την κ. Τζοβάρα Ελένη (αρχαιότερη). Από την 24η/02/2023 έως και την 28η/02/2023 εργάζεται αποκλειστικά μόνος του. Να σημειωθεί εδώ ότι σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα του μήνα Φεβρουάριου του έτους 2023 οι ημέρες ανάπαυσης – ρεπό του κ. Σαμαρά ήταν επτά (7). (σχετ. 23α) .
Στους έτερους σταθμούς, όπως στο Σταθμό Παλαιοφαρσάλων, που είναι επίσης απαιτητικός και κόμβος αμαξοστοιχιών, μετακινούνται και εργάζονται αντίστοιχα μόνοι τους σε όλες τις βάρδιες, οι νεοπροσληφθέντες κ. Θανασάκης, κ. Γκολάντας και κ. Τζαφέρης. (σχετ.η – πίνακας υπηρεσιών Φεβρουαρίου Παλαιοφάρσαλο)
Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη ότι την 28η/02/2023 οι δύο αρχαιότεροι σταθμάρχες, ήτοι οι κ. Παυλόπουλος και κ. Τσιότρας, τοποθετήθηκαν στο Σταθμό της Λάρισας στην πρωινή και απογευματινή βάρδια με συνολικά περισσότερες από εξήντα (60) αφίξεις/αναχωρήσεις, ο κ. Ζήντρος τοποθετήθηκε στο Σταθμό των Παλαιοφαρσάλων, ο οποίος αντιμετωπίζει και μία ιδιαιτερότητα αφού διαθέτει διαφορετικό και παλαιότερο σύστημα διαχείρισης συγκριτικά με το Σταθμό της Λάρισας στην απογευματινή βάρδια, όπου συνολικά οι αφίξεις/αναχωρήσεις είναι είκοσι έξι (26), στις νυχτερινές βάρδιες θα τοποθετούνταν αφενός νεοπροσληφθέντες σταθμάρχες, όπου τα δρομολόγια θα ήταν λιγότερα, όπερ και εγένετο.
Ο κ. Σαμαράς ήταν ο μοναδικός που είχε πραγματοποιήσει πρόσφατη μαθητεία στη νυχτερινή βάρδια τον μήνα Ιανουάριο στη Λάρισα, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, εκπληρώνοντας επαρκώς τα καθήκοντά του. Ουδέποτε, ΟΥΔΕΙΣ εκ των συναδέλφων του -παλαιότερων σταθμαρχών- μου ανέφερε το οιοδήποτε πρόβλημα ή την οιαδήποτε έλλειψη γνώσεων. Άλλωστε, να διευκρινιστεί ότι και τους προγενέστερους μήνες και πιο συγκεκριμένα τον μήνα Δεκέμβρη του έτους 2022 και τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2022, ο κ. Σαμαράς Βασίλειος, εργάστηκε αφενός στη Λάρισα, αφετέρου στη νυχτερινή βάρδια. (Σχετ. 24 και 24α)
Άλλωστε, ο κ. Σαμαράς, ανέλαβε τα καθήκοντά του Σταθμάρχη, κατόπιν της μετάταξης του (ουχί ως συμβασιούχος), τον μήνα Ιούλιο του έτους 2022. Έλαβαν χώρα συνολικά εβδομήντα οκτώ (78) προσλήψεις Σταθμαρχών πανελλαδικά, εκ των οποίων οι δεκατέσσερις (14) τοποθετήθηκαν στη Λάρισα.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΠΙΔΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Την 28η/02/2023 και για υπηρεσιακές ανάγκες, το πρωί, ευρισκόμουν στον σταθμό του Βόλου. Απογευματινές ώρες και συγκεκριμένα περί την ώρα 19.47 δέχομαι κλήση στο κινητό μου τηλέφωνο από τον κ. Παυλόπουλο για να μου αναφέρει ότι λόγω τεχνικής βλάβης του προαστιακού που βρισκόταν ακινητοποιημένος στον σταθμό Ζάχαρης, χρειαζόταν τη συνδρομή ενός κλειδούχου στο σταθμό του Λιτόχωρου, διότι θα γινόταν μονοδρόμηση της πορείας - κατάργηση της γραμμής ανόδου - οπότε η κυκλοφορία θα γινόταν μόνο από την κάθοδο. Σημειώνεται ότι ο ίδιος –αυτοβούλως- και χωρίς να με ενημερώσει, άλλαξε την βάρδια του, η οποία είχε ορισθεί πρωινή, με αυτή της απογευματινής.
Το ζήτημα αυτό άμεσα επιλύθηκε. Το ίδιο λεπτό (19.47) επικοινωνώ με τον σταθμάρχη Υπηρεσίας Λιτοχώρου κ. Μπίνο Νικόλαο και τον ενημερώνω ότι θα τηλεφωνήσω στον κλειδούχο κ. Ράπτη Γεώργιο, προκειμένου να μεταβεί στον σταθμό Λιτοχώρου για την διευθέτηση των αιχμών. Περί την ώρα 19.48 επικοινωνώ και δίνω εντολή στον κλειδούχο κ. Ράπτη, να μεταβεί στον σταθμό Λιτοχώρου, για να προβεί στην μονοδρόμηση. Στο επόμενο λεπτό, επικοινωνώ ξανά με τον σταθμάρχη κ. Μπίνο για να τον ενημερώσω ότι ο κλειδούχος Ράπτης θα βρίσκεται σε είκοσι (20) λεπτά στον σταθμό. Επισημαίνεται ότι βάσει του εποπτικού πίνακα του σταθμού Λάρισας, η γραμμή ανόδου αποκαταστάθηκε την ώρα 21.25.
Περί την ώρα 21.49, δέχομαι κλήση στο κινητό μου τηλέφωνο από τον ρυθμιστή κυκλοφορίας Αθηνών κ. Κούκα Παντελή και με ενημερώνει ότι χρειάζεται παράταση ωραρίου του σταθμού των Νέων Πόρων, προκειμένου να διευκολυνθεί η κυκλοφορία μεταξύ της επιβατικής αμαξοστοιχίας 2597 και της εμπορικής αμαξοστοιχίας (63503). Πράγματι, περί την ώρα 22.03 ενημερώνω την σταθμάρχη των Νέων Πόρων κ. Ζαρκαδή Ελένη ότι θα πρέπει να παραμείνει στο σταθμό για την εξασφάλιση της κυκλοφορίας μεταξύ των ανωτέρω αμαξοστοιχιών.
Ουδέποτε μέχρι και την 23:40 ενημερώθηκα για την ύπαρξη έτερου προβλήματος. Όταν ανακύπτει το οιοδήποτε πρόβλημα στον εκάστοτε σταθμό, τότε ο αρμόδιος σταθμάρχης οφείλει να αναφέρει στην επιθεώρηση.
Μεταξύ 23.40 και 23.55 ενημερώνομαι τόσο από την κ. Ζαρκαδή όσο και από τον ρυθμιστή κυκλοφορίας Αθηνών κ. Κούκα Παντελή ότι κατόπιν σχετικών αναζητήσεων της επιβατικής αμαξοστοιχίας που εκτελεί το δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη (62) και της εμπορικής αμαξοστοιχίας που εκτελεί το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Αθήνα (63503), αμφότεροι οι μηχανοδηγοί δεν απαντούν στις τηλεφωνικές κλήσεις.
Άμεσα και περί την ώρα 23:44 τηλεφωνώ, το πρώτον, τον κ. Σαμαρά Βασίλειο προκειμένου να ενημερωθώ. Τότε ήταν που έλαβα την απάντηση «Προϊστάμενε δε μπορώ να προσδιορίσω από ποια γραμμή έχω διώξει την αμαξοστοιχία». Δε μπορώ να αμφισβητήσω ότι ευρισκόταν σαφέστατα υπό το καθεστώς ταραχής και σύγχυσης. Σε σχετικές επόμενες ερωτήσεις που του έθεσα, με ενημέρωσε ότι η επιβατική αμαξοστοιχία (62) αφίχθη στο Σταθμό περί την ώρα 23:02 και αναχώρησε περί την ώρα 23:04, ενώ η εμπορική αμαξοστοιχία (63503) ύστερα από πληροφόρηση του από τη Σταθμάρχη Νέων Πόρων κ. Ζαρκάδη Ελένη, αναχώρησε από τον εν λόγω σταθμό με κατεύθυνση την Αθήνα περί την ώρα 23:05.
Περί την ώρα 23.46 τηλεφωνώ και στον κλειδούχο της νυχτερινής βάρδιας στη Λάρισα κ. Τσουκαντάνα Αλέξανδρο, προκειμένου να με ενημερώσει. Εντούτοις, μου αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τίποτα, καθώς βρίσκεται αρκετά μακριά, ήτοι εκτός του σταθμού Λάρισας και συγκεκριμένα στην αιχμή 101 (προς σταθμό Μεζούρλο). Έπειτα περί την ώρα 23.50 τηλεφωνώ στον απογευματινό σταθμάρχη κ. Παυλόπουλο και τον ρωτάω τι ακριβώς παρέδωσε αλλά και πως παρέδωσε στον κ. Σαμαρά, με αυτόν να με ενημερώνει ότι παρέδωσε κανονικά.
Συνδυάζοντας όλες τις ανωτέρω πληροφορίες, αμέσως αντιλήφθηκα ότι κάποιο άσχημο συμβάν έχει λάβει χώρα. Ως εκ τούτου, δίχως δεύτερη σκέψη αναχώρησα από το Βόλο όπου ευρισκόμουν τη δεδομένη χρονική στιγμή, μαζί με τον γραμματέα κ. Πίτσα Δήμο, για τη Λάρισα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής και περί την ώρα 23:55 ενημερώνομαι από τον κ. Κούκα ότι οι δύο αμαξοστοιχίες συγκρούστηκαν στην γεωγραφική περιοχή «Ευαγγελισμός» Λάρισας. Περί την ώρα 23.58 επικοινωνώ εκ νέου με τον κ. Παυλόπουλο και του δίνω εντολή αμέσως να μεταβεί στον σταθμό Λάρισας γιατί έχουμε συμβάν. Περί την ώρα 01:05 κατέφθασα πλέον στο σημείο όπου παρέμεινα για δέκα (10) λεπτά, προκειμένου να ενημερώσω τον Διευθυντή Κυκλοφορίας κ. Χρυσάγη Κωνσταντίνο. Ύστερα, μετέβην στο Σταθμό της Λάρισας για να συναντήσω τον κ. Σαμαρά Βασίλειο.
Οφείλω και πάλι να υπομνήσω ότι ευρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Να σημειωθεί ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή ουδείς γνώριζε τον ακριβή αριθμό των θυμάτων αλλά και το μέγεθος της καταστροφής. Ο κ. Σαμαράς μου ανέφερε ότι «η αμαξοστοιχία έφυγε 23.04, έδωσα αναχώρηση μέσω ραδιοτηλεφώνου ότι υπάρχει ελεύθερη γραμμή έως το Σταθμό των Νέων Πόρων. Δεν αντιλήφθηκα ότι η αμαξοστοιχία (62) εισήλθε στη γραμμή καθόδου, ενώ έπρεπε να βαίνει στη γραμμή ανόδου, γιατί δεν έκανα χρήση της αιχμής 118». Ενώ, κατόπιν τεθείσης από μέρους μου ερώτησης περί αποστολής δελτίου 1001 ειδοποίησης, «δεν εξέδωσα 1001 όπως θα έπρεπε, ανέφερα στους μηχανοδηγούς της επιβατικής αμαξοστοιχίας ότι έχουν ελεύθερη γραμμή μέχρι τους Νέους Πόρους, χωρίς να πώ σε ποια γραμμή κινείται».
Εν συνεχεία, ο κ. Σαμαράς με πληροφόρησε ότι ο κ. Παυλόπουλος είχε αποχωρήσει νωρίτερα από την εργασία του, ήτοι περί την ώρα 21:45-21:50. Ρώτησα εκ νέου τον κ. Παυλόπουλο αλλά επέμενε στην αρχική του τοποθέτηση.
Μετέπειτα ενημερώθηκα ότι ο Κεντρικός Σταθμάρχης Λάρισας κ. Ζήντρος Γεώργιος, ο οποίος είχε απογευματινή βάρδια στο σταθμό Παλαιοφαρσάλου, έδωσε εντολή στον σταθμάρχη κ. Παυλόπουλο να παραμείνει μέχρι την ομαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας, εξασφαλίζοντας την άφιξη της αμαξοστοιχίας(62) στη Λάρισα, η οποία είχε καθυστέρηση.
Και εδώ να τονιστεί ότι σε περίπτωση καθυστερήσεων δρομολογίων, ο ρυθμιστής κυκλοφορίας Αθηνών (ΡΚΑ) κατ’ εντολή του και σε συνεννόηση με τον κάθε Προϊστάμενο Επιθεώρησης, γινόταν επέκταση του ωραρίου στους εμπλεκόμενους σταθμούς μέχρι την ομαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας (ως αναφέρθηκε παραπάνω με τον σταθμό των Νέων Πόρων). Επίσης, είτε σε απρόοπτες καθυστερήσεις, είτε σε οποιοδήποτε συμβάν, οι εκάστοτε σταθμάρχες υποχρεούνται να ενημερώσουν τον Προϊστάμενο.
ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ
Στην ανακριτική του κατάθεση ο κ. Ζήντρος επεσήμανε ότι «αφού μίλησα με τον κ. Σαμαρά, μετά από λίγο κάλεσα τον Παυλόπουλο στο κινητό του περί ώρα 22:45 και τον ρώτησα πού βρίσκεται και μου απάντησε ότι έχει φύγει. Και τον ρώτησα γιατί έφυγε και μου απάντησε «πόσο να καθίσω; Αυτόν θα φυλάω;»
Ακολούθως, ήτοι την 01η/03/2023 και περί την ώρα 03:30 μετέβην στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα Τεμπών, όπου κατέθεσα έως την ώρα 06:00. Με το πέρας της κατάθεσής μου, επέστρεψα στο Σταθμό της Λάρισας όπου παρέμεινα μέχρι την ώρα 18.50 και ακολούθως περί ώρα 20.00 μετέβην για συμπληρωματική κατάθεση στο Τμήμα Τροχαίας Λάρισας.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ – ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ
Η γραμμή μεταξύ Λάρισας – Θεσσαλονίκης, είναι διπλή γραμμή, καθώς διαθέτει γραμμή ανόδου και γραμμή καθόδου. Όταν δεν υπάρχει η οιαδήποτε βλάβη στην εκάστοτε αμαξοστοιχία, τότε η γραμμή ανόδου – καθόδου ευρίσκεται σε πλήρη λειτουργία. Όταν όμως λαμβάνουν χώρα εργασίες, τότε λειτουργεί μόνο μία γραμμή και ως εκ τούτου οι αμαξοστοιχίες κινούνται σε μονή γραμμή.
Ως ήδη ειπώθηκε, την 28η/02/2023 και περί την ώρα 19:47 μου τηλεφώνησε ο Σταθμάρχης Λάρισας κ. Παυλόπουλος που εκτελούσε το απογευματινό ωράριο και με ενημέρωσε περί της ύπαρξης βλάβης αμαξοστοιχίας στην περιοχή της Ζαχάρεως και ως εκ τούτου χρειαζόταν τη συνδρομή κλειδούχου στο σημείο προκειμένου να πραγματοποιηθεί ομαλά η κυκλοφορία της αμαξοστοιχίας. Το ζήτημα αυτό άμεσα επιλύθηκε. Στην περίπτωση αυτή, ο σταθμάρχης οφείλει να εκδώσει το υπόδειγμα 1001 και να το επιδώσει στον μηχανοδηγό και στον προϊστάμενο της αμαξοστοιχίας. Το εν λόγω υπόδειγμα συντάσσεται σε τρία (3) αντίγραφα – αντίτυπα εκ των οποίων το ένα παραδίδεται στο μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας, το άλλο στον προϊστάμενο και το άλλο παραμένει φυσικά στο βιβλίο που διατηρεί ο σταθμάρχης. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως μεταξύ άλλων τα έκακτα καιρικά φαινόμενα, όπου το υπόδειγμα 1001 επιδίδεται και τηλεφωνικώς μέσω ραδιοτηλεφώνου.
Επί παραδείγματι, σε περίπτωση μη ορθής λειτουργίας του φωτοσήμου που ευρίσκεται στη γραμμή ανόδου προς Θεσσαλονίκη, και το οποίο επί σειρά ετών δεν ευρισκόταν σε λειτουργία αν και από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2022 είχε παραδοθεί από τις προαναφερθείσες εταιρείες (ήτοι ΕΡΓΟΣΕ και ΑΛΣΤΟΜ), τότε ο σταθμάρχης όφειλε είτε να εκδόσει και να επιδόσει το υπόδειγμα 1001 στον μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας, είτε μέσω ραδιοτηλεφώνου να επικοινωνήσει και να ενημερώσει τον μηχανοδηγό ότι μπορεί να πραγματοποιήσει την έξοδο από το σταθμό ακόμη και με ερυθρό φωτόσημο. Με τη σειρά του, ο μηχανοδηγός όφειλε να ενημερώσει ότι έλαβε γνώση και αντιστοίχως να εκφωνήσει ότι εξέρχεται με ερυθρό φωτόσημο και πραγματοποιεί την πορεία του επί της γραμμής (ανόδου ή καθόδου).
Τα ανωτέρω, ΣΑΦΩΣ, καταγράφονται και μαγνητοφωνούνται από τα Κεντρικά Γραφεία του ΟΣΕ που εδρεύουν στην Αθήνα, επί της οδού Καρόλου αριθ. 1. Ακολούθως, διατηρούνται αρχεία.
Οι εταιρείας ΕΡΓΟΣΕ και ΑΛΣΤΟΜ με την παράδοση της σηματοδότησης, παρέδωσαν και τον ηλεκτρικό πίνακα κυκλοφορίας, ο οποίος ευρίσκεται στο γραφείο κίνησης που εργάζεται ο σταθμάρχης. Εν τοις πράγμασι, πρόκειται για έναν πίνακα μέσω του οποίου ο σταθμάρχης ελέγχει την κίνηση των αιχμών, είτε χειροκίνητα μέσω κλειδιού, είτε αυτόματα και προβαίνει σε «χάραξη» μέσω διακοπτών σφαιρικού σχήματος (μπουτόν). Όταν η αιχμή γυρίσει, ανάβει και η αντίστοιχη λυχνία. Η ένδειξη της λυχνίας υποδεικνύει και την αντίστοιχη εντολή του σταθμάρχη. Η ερυθρή ένδειξη αυτομάτως σηματοδοτεί την ύπαρξη προβλήματος.
Οι οδηγίες που έχουν δοθεί άλλωστε είναι σαφείς και προκύπτουν από το υπ’ αριθ. Πρωτ. 034554/02.08.2022 έγγραφο του ΟΣΕ με θέμα το χειρισμό σηματοδοτικών συστημάτων – σχηματισμό διαδρομών, όπου επισημαίνεται ότι η χάραξη οφείλει να γίνεται με χάραξη σηματοτεχνικής διαδρομής και όχι χειρισμό καθεμιάς αλλαγής τροχιάς. (Σχετ. 25)
Στην προκείμενη περίπτωση, η αιχμή 118 ήταν, μεταξύ άλλων, σε παρακαμπτήριο, ήτοι διαγώνιο, λόγω της άφιξης της αμαξοστοιχίας (2597) από την Θεσσαλονίκη την 22.50 ώρα. Επομένως, υπήρχε το χρονικό περιθώριο των δεκατριών (13) λεπτών μέχρι την αναχώρηση της επιβατικής αμαξοστοιχίας (62) την 23.04 ώρα, για να γυρίσουν όλες οι αιχμές στην κυρία θέση και να βεβαιωθεί ο σταθμάρχης ότι οι αλλαγές τροχιάς από τις οποίες θα διέλθει η αμαξοστοιχία έχουν διευθετηθεί, ούτως ώστε η αμαξοστοιχία να ακολουθήσει την ορισθείσα από αυτόν διαδρομή (άρθρο 117 παρ. 1170(γ)/ ΦΕΚ 698/ 01-03-2019).(Σχετ. Θ)
Η επιβατική αμαξοστοιχία (62), η άφιξη της οποίας θα ήταν περί ώρα 22.09 στην Λάρισα χωρίς καθυστέρηση, αφικνούταν από τον σταθμό Παλαιοφάρσαλο στη Λάρισα σε μονή γραμμή καθόδου. Ο σταθμάρχης κ. Σαμαράς, ορθώς ανέφερε στο μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας ότι «με νούμερο τάδε περνάς την κόκκινη ένδειξη εισόδου μέσω διαγώνιου, έρχεσαι στην γραμμή ανόδου». Αφ’ ης στιγμής η αμαξοστοιχία εισήλθε στη γραμμή ανόδου και ετοιμαζόταν προς αναχώρηση, όφειλε να πατήσει από τον πίνακα κυκλοφορίας το κουμπί 11 μέχρι το τελευταίο κουμπί του πίνακα (προς τα αριστερά), προκειμένου να χαράξει την έξοδο την γραμμής ανόδου.
Συνεπώς,
- αν τα χειριζόταν αυτός τα κλειδιά (χειροκίνητα) και είχε την αιχμή 118 στην παρακαμπτήριο, ο πίνακας δεν θα έπαιρνε την χάραξη και ο σταθμάρχης θα το είχε αντιληφθεί διότι ο πίνακας δεν θα παρουσίαζε ενδείξεις. Άρα, θα γυρνούσε την αιχμή στην κυρία θέση και θα ξαναέκανε χάραξη.
- Αν τα είχε στο αυτόματο, και χάραζε την έξοδο της ανόδου, το κλειδί 118 θα γύριζε μόνο του στην κυρία.
Είτε πραγματοποιούσε το ανωτέρω χειροκίνητα μέσω των αναφερόμενων ως άνω τρόπων, είτε ήταν στο αυτόματο, για να χαράξει την πορεία, η ένδειξη εξόδου της γραμμής ανόδου θα ήταν κόκκινη, λόγω κόκκινου κυκλώματος στην περιοχή της Ζαχάρεως - δεν έχει αποκατασταθεί από το 2019 ένεκα πυρκαγιάς στο χώρο των συσσωρευτών του κτιρίου της σηματοδότησης.(σχετ. 26)
Με τα αντικειμενικά δεδομένα, γίνεται αντιληπτό ότι ουδέποτε προέβη σε χάραξη πορείας για να ασφαλίσει την αμαξοστοιχία σε ευθεία γραμμή. Δεδομένου ότι έκανε λάθος χειρισμό και το κλειδί 118 ήταν παρακαμπτήριο (διαγώνιος), η ύπαρξη ερυθρής ένδειξης στον πίνακα, συνεπάγεται τη μη είσοδο της αμαξοστοιχίας σε ευθεία γραμμή, κάτι το οποίο γίνεται αμέσως αντιληπτό.
Προκύπτει, δε, από τα τελευταία δεδομένα ότι κατά τις προηγούμενες βάρδιες που εκτελούσε κανονικά το ωράριο του, είχε κάνει χρήση του πίνακα, αφού οι χειρισμοί του καταγράφονται.(https://www.skai.gr/news/greece/tempi-o-stathmarxis-epi-4-vradia-prin-to-dystyxima-xrisimopoiouse-ton-topiko-pinaka-tiledi). (σχετ. 32)
Έπειτα, περί την ώρα 23:04 αναχώρησε η επιβατική αμαξοστοιχία (62) από το σταθμό της Λάρισας και την ίδια ώρα αναχώρησε και η εμπορική αμαξοστοιχία (63503) από το σταθμό των Νέων Πόρων, ήτοι εδόθησαν ταυτόχρονες αγγελίες αναχώρησης. Αφενός η σταθμάρχης του σταθμού των Νέων Πόρων κ. Ζαρκάδη έδωσε αγγελία για αναχώρηση της εμπορικής σε γραμμή καθόδου, αφετέρου ο σταθμάρχης του σταθμού της Λάρισας κ. Σαμαράς, έδωσε αγγελία αναχώρησης της επιβατικής σε γραμμή ανόδου, προβαίνοντας σε λανθασμένο χειρισμό με αποτέλεσμα η αμαξοστοιχία να εισέλθει σε γραμμή καθόδου! Επί τη βάσει αυτών των δεδομένων, το δυστύχημα προσδιορίζεται περί την ώρα 23:20.
Συνάμα, εάν οι απογευματινοί σταθμάρχες, κ. Παυλόπουλος και κ. Χαμηλός και είχαν τηρήσει το ωράριο τους πιστά, όπως προβλέπεται με τα άρθρα 37 παρ. 1 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄) (σχετ. 27) και 49 παρ. 1 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄) ΦΕΚ2623/30-05-2022 (σχετ. 27α), θα ευρίσκονταν στον Σταθμό κατά την ώρα αγγελίας της αναχώρησης του προαστιακού της Θεσσαλονίκης (αμαξοστοιχία 2597) από τους Ν. Πόρους και ώρα 22.14 ως εμφαίνεται στον σχετικό εποπτικό πίνακα, επομένως όφειλαν να την υποδεχτούν στον σταθμό (άρθρο 105 παρ. 1047 ΦΕΚ Β’698/01-03-2019). Ακολούθως, μετά την διέλευση της αμαξοστοιχίας από την αιχμή 118 και με την άφιξής της ώρα 22.50, θα έπρεπε όλες οι αλλαγές τροχιάς να επαναφερθούν στην κανονική τους θέση (άρθρο 5 παρ. 54(ζ)/ ΦΕΚ698/ 01-03-2019) (σχετ. Ι). Ως εκ τούτου, ο κ. Παυλόπουλος ως αρχαιότερος, θα ρύθμιζε τη χάραξη πορείας. Με βάση τα παραπάνω τονίζεται ότι η αναγγελία αναχώρησης της αμαξοστοιχίας 62 από τον σταθμό του Παλαιοφαρσάλου ήταν 22.38.
Ουδέποτε, επισημαίνω, ενημερώθηκα από αμφοτέρους τους σταθμάρχες ότι αναχώρησαν για τον οιονδήποτε λόγο από την εργασία τους. Σαφέστατα και ο κ. Σαμαράς όφειλε με τη σειρά του να με ενημερώσει ότι οι έτεροι δύο σταθμάρχες δεν τήρησαν το ωράριο τους.
Ύστερα, τα δρομολόγια και οι αμαξοστοιχίες που επρόκειτο να αφιχθούν από τον σταθμό της Λάρισας, ήταν πολύ συγκεκριμένα.(σχετ. 27β) Από την ώρα 23.00 που θα έμενε αποκλειστικά μόνος του έως την ώρα 06.00 θα διαχειριζόταν 10 αφίξεις/αναχωρήσεις, οι οποίες διαρθρώνονται ως εξής:
- ώρα 23.09 θα έφτανε η εμπορική αμαξοστοιχία 63503 από Θεσσαλονίκη και θα συνέχιζε 23.11 προς Αθήνα (2 λεπτά προκειμένου ο μηχανοδηγός να ελέγξει την αμαξοστοιχία).
- ώρα 23.58 θα έφτανε η αμαξοστοιχία 2599 από Θεσσαλονίκη η οποία δεν συνέχιζε το δρομολόγιο και θα παρέμενε στο σημείο (σταθμό).
- ώρα 00.54 θα έφτανε η εμπορική αμαξοστοιχία 63505 από Θεσσαλονίκη και θα συνέχιζε 00.56 προς Αθήνα.
Άρα, από την ώρα 23.00 έως την ώρα 00.56 όλα τα δρομολόγια είχαν κατεύθυνση από Θεσσαλονίκη προς Λάρισα.
Ακολούθως, τις πρώτες πρωινές ώρες διαμορφώνονται ως εξής:
- ώρα 04.16 θα έφτανε η εμπορική αμαξοστοιχία 63500 από Αθήνα και θα συνέχιζε 04.18 προς Θεσσαλονίκη.
- ώρα 05.21 θα έφτανε η αμαξοστοιχία 1571 από Βόλο (επισημαίνεται ότι τα δρομολόγια Βόλου – Λάρισας εκτελούνται σε διαφορετική γραμμή από αυτά της Θεσσαλονίκης – Λάρισας) (σχετ. 28)
- Ώρα 05.30 θα αναχωρούσε η αμαξοστοιχία 1590 προς Θεσσαλονίκη.
- Ώρα 05.38 θα έφτανε η εμπορική αμαξοστοιχία 63502 από Αθήνα.
Ως εκ τούτου, όλα τα δρομολόγια μεταξύ 04.16 έως 05.38 είχαν κατεύθυνση από Λάρισα/Αθήνα προς Θεσσαλονίκη, πλην του τοπικού τρένου του Βόλου που εκτελεί δρομολόγιο σε άλλες γραμμές.
Ήτοι, τα δρομολόγια, αριθμητικά έχουν ως εξής:
- άφιξη αμαξοστοιχίας 1571 ώρα 05.21 από Βόλο
- αναχώρηση αμαξοστοιχίας 1590 ώρα 05.30 προς Θεσσαλονίκη
- άφιξη εμπορικής αμαξοστοιχίας 63502 ώρα 05.38 από Αθήνα, αναχώρηση 06.18 προς Θεσσαλονίκη
- άφιξη εμπορικής αμαξοστοιχίας 63503 ώρα 23.09 από Θεσσαλονίκη, αναχώρηση 23.11 προς Αθήνα
- άφιξη αμαξοστοιχίας 2599 ώρα 23.58 από Θεσσαλονίκη
- άφιξη εμπορικής αμαξοστοιχίας 63505 ώρα 00.54 από Θεσσαλονίκη, αναχώρηση 00.56 προς Αθήνα
- άφιξη εμπορικής αμαξοστοιχίας 63500 ώρα 04.16 από Αθήνα, αναχώρηση 04.18 προς Θεσσαλονίκη
Προκύπτει, δε, ευκρινώς ότι και οι ώρες άφιξης και αναχώρησης δε συμπτίπτουν αλλά έχουν κάποια απόκλιση!
Η χιλιομετρική απόσταση, δε, που καλύπτει ο πίνακας σε όλο το μήκος του είναι περίπου 9 χλμ.
Σύμφωνα με τη σταθμάρχη κ. Γκούμα Αγαθή (αρχαιότερη), σε ρεπορτάζ της εκπομπής «Σαββατοκύριακο με τον Μάνεση» αναφέρει σχετικά με τις χιλιομετρικές αποστάσεις: Στο τμήμα της καθόδου ξεκινάει (ο πίνακας) από το 353,3 χιλιόμετρο έως το 344 και στην άνοδο από το 341,6 έως το 353,3, ωστόσο επειδή διαθέτει κάποια κόκκινα κυκλώματα απεικονίζει μέχρι το 348 χιλιόμετρο (εννοεί τα κόκκινα κυκλώματα στην περιοχή της Ζάχαρης λόγω της πυρκαγιάς το 2019) https://www.youtube.com/watch?v=TJG9A9RpIr8, με την ίδια να τονίζει «ότι και ένας έμπειρος θα μπορούσε να κάνει το λάθος»!
Στο σημείο αυτό προσκομίζεται πόρισμα του συμβάντος που έλαβε χώρα την 24η/08/2017 στην Λάρισα, όπου ο λάθος χειρισμός της επίμαχης αιχμής 118 από σταθμάρχη (αρχαιότερο) είχε ως αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της αμαξοστοιχίας IC53 κατά την είσοδο στον σταθμό Λάρισας. (σχετ.Κ ). Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα εις αυτό , η Επιτροπή καταλήγει ότι υπεύθυνος του συμβάντος είναι ο αρμόδιος Σταθμάρχης Υπηρεσίας , ο οποίος ενώ είχε δώσει τηλεγράφημα εισόδου στην Αμαξοστοιχία ...προέβη σε χειρισμό από τον τοποικό πίνακα σηματοδότησης του Σταθμού από θέση «Παρακαμπτήριο» σε θέση «Κυρία», με συνέπεια τον εκτροχιασμό της....ο σταθμάρχης προέβη στο χειρισμό της διαγωνίου , μετά από κακή εκτίμηση του χρόνου διέλευσης της αμαξοστοιχίας, για να προετοιμάσει τη διαδρομή για την αναχώρηση . Η ευθύνη του Σταθμάρχη Υπηρεσίας αφορά παράβαση ..περί διαδικασίας προετοιμασίας της διαδρομής υποδοχής αμαξοστοιχίας με κατάλληλο χειρισμό σε συνάρτηση με τις διατάξεις... Ο μηχανοδηγός ενήργησε σύμφωνα με τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις για την ακινητοποίηση της αμαξοστοιχίας. Δίχως άλλο στη συγκεκριμλενη περίπτωση προκύπτει ότι ο εν λόγω σταθμάρχης προέβη σε λάθος χειρισμό της επίμαχης αιχμής ενώ επί πολλά συναπτά έτη ευρισκόταν σε αυτή τη θέση γνωρίζοντας επακριβώς τα καθήκοντά του. Παρόλα αυτά, η Επιτροπή έκρινε ότι υπέπεσε σε λανθασμένη κίνηση και ως εκ τούτου έλαβε χώρα το επίμαχο συμβάν. Αξιοσημείωτο τυγχάνει παράλληλα το γεγονός ότι ο μηχανοδηγός ακινητοποίησε την αμαξοστοιχία ως όφειλε. Στο κρινόμενο συμβάν για το οποίο προσέρχομαι ενώπιον Σας , ο μηχανοδηγός ουδέποτε ακινητοποίησε την αμαξοστοιχία καίτοι όφειλε.
Από το εγχειρίδιο δρομολογίων του ΟΣΕ, στο οποίο απεικονίζονται επακριβώς τα χιλιόμετρα των σταθμών προκύπτει ότι:
- Ο Σταθμός Μεζούρλου βρίσκεται στο 343,6 χιλιόμετρο
- Ο Σταθμός Λάρισας στο 345,4 χιλιόμετρο
- Το Κτίριο Σηματοδότησης του Εμπορικού Λάρισας ΛΑ-ΕΜΠ (“Ζάχαρη”) στο 353,3 χιλιόμετρο (τέλος του πίνακα στην κάθοδο – από αριστερά)
Από μέτρηση μέσω της εφαρμογής «Fields Area Measure» προκύπτει ότι το κλειδί 118 βρίσκεται περίπου 1,4 χλμ από τον σταθμό της Λάρισας, άρα στο 346,8 χιλιόμετρο. Επομένως για περίπου 6,5 χιλιόμετρα το τρένο ήταν στην κάθοδο και ορατό από τον πίνακα. Για να υπολογιστούν ωστόσο ΟΡΘΩΣ τα λεπτά που ήταν ορατό θα πρέπει να υπολογιστεί η ταχύτητά του.
(επί παραδείγματι, εάν κινούνταν με μέσο όρο 70 χλμ την ώρα, θα διένυε την απόσταση των 6,5 χλμ σε περίπου 5μιση λεπτά)
Πίνακας από το εγχειρίδιο δρομολογίων του ΟΣΕ στο οποίο απεικονίζονται τα χιλιόμετρα(σχετ. 29)
Μέτρηση της απόστασης του κλειδιού 118 από σταθμό Λάρισας μέσω εφαρμογής «Fields Area Measure»(σχετ. 30)
Αναντίρρητα, η απόσταση είναι περί τα 1.388 χιλιόμετρα και ουχί 5 χιλιόμετρα όπως αναφέρεται από τον κ. Ζήντρο.
Όλες οι προσπάθειες για την ορθότερη λειτουργία των σταθμών όπως απεικονίζονται μέσω των επιστολών μου, επιρρωνύονται και από τις αναφορές του κ. Πατέρα (Διευθύνοντα Συμβούλου ΟΣΕ), ο οποίος λαβών το λόγο, στο 5ο Συνέδριο Υποδομών και Μεταφορών – ITC 2022 κατά την 01η/06/2022 (3η ημέρα) https://www.youtube.com/watch?v=yS-tApEE7Hc, αναφέρει (από 3.04.00 λεπτό), ότι «η τηλεδιοίκηση αναμένεται και είναι στόχος να παραδοθεί μέχρι το τέλος του 2022 στον άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη». Δεν παραδόθηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023. Ενώ, για το θέμα συντήρησης του δικτύου αναφέρει ακριβώς ότι είναι «μια πονεμένη ιστορία». Κανονικά η συντήρηση θα πρέπει να είναι προληπτική, όμως αποδεικνύεται από τα προσφάτως τεκταινόμενα ότι είναι «διορθωτική»!. Ολοκληρώνοντας, κάνει λόγο για την έλλειψη προσωπικού που καταρύχει τον Οργανισμό.
ΕΚΤΙΜΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Προσπαθώντας – ουχί ακροθιγώς – να αποτυπώσω τα αντικειμενικά δεδομένα και να προσδιορίσω κατόπιν τα αίτια του υπό κρίση δυστυχήματος, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι συνονθύλευμα λανθασμένων χειρισμών και παραλείψεων έλαβαν χώρα. Ο χειρισμός του σταθμάρχη κ. Σαμαρά ως εισφέρθηκε ανωτέρω, η μη τήρηση του ωραρίου από τους έτερους δύο σταθμάρχες και η παράλειψη του πρώτου μηχανοδηγού, του δεύτερου μηχανοδηγού που ευρισκόταν εκεί αλλά και του προϊστάμενου του τρένου να επικοινωνήσουν με τον σταθμάρχη της Λάρισας άμα την είσοδο τους στη γραμμή καθόδου, ως όφειλαν, σκιαγραφούν το σκηνικό της σύγκρουσης των δύο αμαξοστοιχιών.
Β. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΠΟΔΙΔΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣ ΕΜΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
Δισεπίλυτο και διαρκές παραµένει ακόµα στο χώρο του ποινικού δικαίου το ζήτηµα της διακρίσεως ανάµεσα σε ενδεχόµενο δόλο και ενσυνείδητη αµέλεια και των ουσιαστικών – κρίσιµων συνεπειών που µπορεί να λάβει σε µία ad hoc περίπτωση εάν καταφαθεί η µία ή η έτερη µορφή υπαιτιότητας. ∆ιότι αποδεχόµενοι πως σ’ ένα έγκληµα υφίστατο ενσυνείδητη αµέλεια του δράστη τότε µπορεί να µιλάµε για πληµµέληµα π.χ. ανθρωποκτονία εξ’ αµελείας (302 ΠΚ), ενώ εάν αποδεχθούµε την ύπαρξη ενδεχοµένου δόλου τότε η ίδια πράξη - τα ίδια πραγµατικά περιστατικά λαµβάνουν πλέον άλλη νοµοτυπική υπόσταση και ανάγονται σε κακούργηµα (299 ΠΚ εν προκειµένω, ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) µε διαφορετική βέβαια και σαφώς δυσµενέστερη τύχη για τον υπαίτιο της πράξης.
Στον ενδεχόμενο δόλο, ο δράστης δεν επιδιώκει την επέλευση του αποτελέσµατος ούτε την προβλέπει ως βεβαία, ωστόσο την προβλέπει ως ενδεχόμενη (παρεπόμενη) συνέπεια και την αποδέχεται. Συνεπώς από πλευράς γνωστικού στοιχείου, το πεδίο που καλύπτει ο ενδεχόμενος δόλος θα εδύνατο να χαρακτηριστεί ως ‘το πεδίο της αµφιβολίας’, υπό την έννοια ότι ο δράστης αµφιβάλλει για το εάν η πράξη του θα έχει το αποτέλεσµα που σκέφτηκε ότι είναι ενδεχόµενο να επέλθει.
Επί παραδέιγματι: ο κρατούµενος Α ανάβει φωτιά στο στρώµα του κελιού του προκειµένου να προκαλέσει πυρκαγιά και ν’ αποδράσει, γνωρίζοντας πως έτσι ενδέχεται να προκληθεί ο θάνατος του συγκρατούµενού του Β, κάτι το οποίο δεν επιθυµεί µεν, αλλά πάντως αποδέχεται. Ο Β πραγµατικά πεθαίνει.
Άλλο παράδειγµα: ο Γ σκοπεύει το ∆ στα πόδια µε σκοπό απλά να τον τραυµατίσει, προβλέπει όµως πως δεν αποκλείεται (ενδέχεται) να τραυµατιστεί θανάσιµα ο ∆ και παρόλα ταύτα ενεργεί έστω κι εάν επέλθει το εν λόγω αποτέλεσµα. (Βαθιώτης, Κωνσταντίνος Ι., ∆όλος-Θεµελίωση και Αποκλεισµός του στο Ποινικό ∆ίκαιο, ∆ίκαιο & Οικονοµία, Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2003, σελ.68. 5 Το παράδειγµα ελήφθη από: Μυλωνόπουλος, Χρίστος Χ., Ποινικό ∆ίκαιο-Γενικό Μέρος I και II, ∆ίκαιο & Οικονοµία, Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2007, σελ.237. 6 «ενδεχόµενος», αλλά υπαρκτός – δεδοµένος)
Στην υπό κρίση υπόθεση όπως αυτή εισφέρεται ενώπιων Σας, πόθεν προκύπτει άλλως που ερέιδεται ο ενδεχόμενος δόλος μου;! Τοποθετώντας μέσω της ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ των βαρδιών, τον κ. Σαμαρά Βασίλειο στη βραδινή βάρδια, ο οποίος είναι ισότιμος με τους αρχαιότερους – αφού έλαβε την ίδια εκπαίδευση και ουδεμία αδυναμία ανέφερε σε δικές μου επιγενόμενες ερωτήσεις – όφειλα ως αναλυτικώς αναφέρθηκε ανωτέρω, να κατανείμω τους εργαζομένους, υπό την περαιτερώ ιδιότητά μου ως προιστάμενος επιθεώρησης.
Άλλωστε τονίστηκε πολλάκις από έτερους εργαζομένους που κατέθεσαν ενώπιον Σας ότι «φαινόταν ότι ο κ. Σαμαράς γνώριζε πολλά πράγματα για τον σιδηρόδρομο, ορολογίες, σιδηροδρομικούς όρους κλπ και ήταν πιο ώριμος ηλικιακά. Δήλωνε έτοιμος.» Ως εκ τούτου, εκτέλεσα τις εντολές της Διεύθυνσης, πρότεινα την κατανομή του προγράμματος κατ’ αυτόν τον τρόπο , το οποίο και εξεδόθη χωρίς ουδεμία τροποποίηση!
Σύμφωνα με σχετικές θεωρίες (α’ τύπος Frank, β’ τύπος Frank)
Σύµφωνα λοιπόν µε τη θεωρία της επιδοκιµάσίας (α’ τύπος Frank), ενδεχόµενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης αποδέχεται το εγκληµατικό αποτέλεσµα, µε την έννοια πως το επιδοκιµάζει, συγκατατίθεται προς αυτό, υπάρχει εσωτερική συµφωνία του µε το αποτέλεσµα. Έτσι λοιπόν, η επιδοκιµασία του αποτελέσµατος, που συνιστά και το αποφασιστικό κριτήριο της διάκρισης του ενδεχόµενου δόλου από την ενσυνείδητη αµέλεια, δύναται να συντρέχει και όταν το αποτέλεσµα είναι ανεπιθύµητο. Επιδοκιµασία του αποτελέσµατος υπό νοµική έννοια, είπε το γερµανικό Ακυρωτικό, υφίσταται όταν ο δράστης συµβιβάζεται µε την επέλευσή του προκειµένου να µην παραιτηθεί από τον επιδιωκόµενο σκοπό, ενώ ενσυνείδητη αµέλεια υπάρχει όταν πιστεύει πως τούτο δε θα επέλθει. ∆ηλ. όταν ο εν λόγω δράστης, στην περίπτωση που δε δύναται να πετύχει διαφορετικά το σκοπό του, προτιµά να τελέσει την επικίνδυνη για το έννοµο αγαθό πράξη, παρόλο που γνωρίζει τη δυνατότητα πρόκλησης του ανεπιθύµητου αποτελέσµατος, παρά ν’ αποστεί από την τέλεσή της. Η θεωρία της επιδοκιµασίας σ’ αυτή τη µορφή είναι υπερβολικά στενή, γιατί επιδοκιµάζω σηµαίνει εγκρίνω, επικροτώ, αποδέχοµαι. Η επιδοκιµασία σηµαίνει µία θετική συναισθηµατική τάση του δράστη ως προς το αποτέλεσµα που υφίσταται µόνον όταν αυτός το επιθυµεί. Αυτή η έννοια της επιδοκιµασίας είναι και η µόνη σύµφωνη µε τη χρήση της λέξης στη γλώσσα. Έτσι, η απόφαση του γερµανικού Ακυρωτικού, που αποδέχθηκε στην περίπτωση του «ιµάντα» µία επιδοκιµασία «υπό νοµική έννοια», όταν το αποτέλεσµα είναι λίαν ανεπιθύµητο για το δράστη, απλά υπερβαίνει το γλωσσικό νόηµα της λέξης.
Η θεωρία της αποδοχής του κινδύνου, όπου σύµφωνα µε αυτήν ενδεχόµενος δόλος υπάρχει όποτε ο δράστης αποδέχεται τον κίνδυνο που θέτει µε τη συµπεριφορά του και αδιαφορεί για το αποτέλεσµα. Ακόµα και στην περίπτωση που ο δράστης δεν αποδέχεται το αποτέλεσµα έχει ενδεχόµενο δόλο εφόσον σκέφτεται: «ό, τι κι αν γίνει εγώ θα πράξω» (β’ τύπος Frank). Χαρακτηριστικό εδώ είναι το παράδειγµα της γυάλινης σφαίρας: σ’ ένα λούνα παρκ ο Α στοιχηµατίζει πως θα πετύχει µ’ ένα αεροβόλο όπλο τη γυάλινη σφαίρα που κρατάει νεαρή υπάλληλος του σκοπευτηρίου χωρίς όµως να την τραυµατίσει, κάτι που τελικά δεν επιτυγχάνει. Παρόλο που είναι δεδομένο πως ο δράστης δεν επιθυµούσε το αποτέλεσµα του τραυµατισµού, αφού τούτο θα ισοδυναµούσε µε επιθυµία του να χάσει το στοίχηµα, σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή έχει δόλο διότι αποδέχθηκε τον κίνδυνο αδιαφορώντας ως προς το αποτέλεσµα (Lacmann).
Όπου ως κίνδυνο εννοούµε «µία ασυνήθιστη, µη κανονική κατάσταση που δροµολογεί την επέλευση βλάβης ενός αγαθού προκαλώντας έτσι αβεβαιότητα και ανασφάλεια» - (Ανδρουλάκης, σελ.172.)
Κατά βάση µε αυτή τη θεωρία συντάσσεται και ο Ανδρουλάκης, σύµφωνα µε τον οποίο ενδεχόµενος δόλος καταφάσκεται όταν: «οσάκις ο δράστης έλαβε σοβαρά υπόψη του το ενδεχόµενο πραγµάτωσης της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος και αφού το στάθµισε µε ό, τι επιδίωκε µε την πράξη του, έκρινε το τελευταίο ως τόσο σηµαντικό ώστε, ακόµη κι αν το αξιόποινο αποτέλεσµα δεν ήταν γι’ αυτόν καθεαυτό αποδεκτό, ή ήταν ακόµα και αποδοκιµαστέο, αποφάσισε ωστόσο να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας- ευχόµενος στην καλύτερη περίπτωση ότι αυτό δεν θα επέλθει». Ενσυνείδητη αµέλεια υπάρχει αντίθετα όταν ο δράστης πίστεψε πως τελικά δε θα επέλθει. Η πίστη βέβαια αυτή θα πρέπει να διαθέτει κάποιο στήριγµα-έρεισµα στην πραγµατικότητα. Πίστη στην αποφυγή του αποτελέσµατος µπορεί κατεξοχήν να συντρέχει στην περίπτωση που ο δράστης έλαβε αποτρεπτικά του κινδύνου µέτρα. Κατά την άποψη του Μυλωνόπουλου, ο δόλος και η αµέλεια σαν µορφές εσωτερικής συµµετοχής, συγκροτούν µία συνεχώς µεταλλασσόµενη αλληλουχία συµπεριφορών. Η µεταβολή αυτή δε συντελείται απότοµα, αλλά βαθµιαία, σταδιακά και ανεπαίσθητα. Μεταξύ δόλου και αµέλειας δεν υφίσταται συγκεκριµένο όριο. Τα όρια των δύο εννοιών είναι εξόχως ασαφή και συνεπώς κάθε προσπάθεια χάραξης σαφών ορίων είναι καταδικασµένη σε αποτυχία και αντιεπιστηµονική.
Ανάµεσά τους υπάρχει µία αξιολογική σχέση διαβάθµισης (normatives Stufenverhältnis), από την οποία προκύπτει ότι όσο πιο έντονη είναι η εσωτερική συµµετοχή στην πρόκληση του αποτελέσµατος, τόσο πιο µεγάλη είναι και η κοινωνική αποδοκιµασία της πράξης. Η Γκµπάντι θεωρεί πως ο Μυλωνόπουλος µε την ως άνω τοποθέτησή του, «δεν εκτιµά επαρκώς, ότι ο Έλληνας νοµοθέτης πάντως έχει προσπαθήσει να χαράξει ένα όριο µεταξύ αυτών των δύο εννοιών, γι’ αυτό εξάλλου και περιέλαβε τους σχετικούς ορισµούς στον ΠΚ. (Μυλωνόπουλος, Χρίστος Χ., Ποινικό ∆ίκαιο-Γενικό Μέρος I και II, ∆ίκαιο & Οικονοµία, Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2007, σελ.253. 9 Μυλωνόπουλος, Χρίστος Χ., Εφαρµογές Ποινικού ∆ικαίου, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα-Κοµοτηνή 1997, σελ.56-57. 10 Ανδρουλάκης, Νικόλαος Κ., Ποινικό ∆ίκαιο-Γενικό Μέρος-Θεωρία για το Έγκληµα, ∆ίκαιο & Οικονοµία, Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2000, σελ.272-273. 11 Μυλωνόπουλος, Χρίστος Χ., Εφαρµογές Ποινικού ∆ικαίου, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα-Κοµοτηνή 1997, σελ. 61-62.)
Ο καθηγητής Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης στο σύγγραμμα του Ποινικό Δίκαιο και Νομολογία , ενημερωμένο με τον Νέο Ποινικό Κώδικα (3η έκδοση) τέμνει δύο σπουδαία ζητήματα από τον χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου , την διάκριση μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας που απασχολεί κατά κόρον τη δικαστηριακή πρακτική , κυρίως με αφορμή τα πολύνεκρα δυστυχήματα που συνέβησαν στην χώρα μας και προξενούν ιδιαίτερα έντονο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη.
Ο νομοθέτης από τις πολλές απόψεις που έχουν υποστηριχθεί ως προς τα κριτήρια διάκρισης μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας , όπως καταφαίνεται από την διατύπωση των άρθρων 27 και 28 ΠΚ επέλεξε τελικά την θεωρία της <<αποδοχής >> , σύμφωνα με την οποία ενδεχόμενο δόλο έχουμε όταν ο δράστης προβλέπει ως πιθανή την επέλευση του αποτελέσματος και την αποδέχεται .
Η θεωρία της αποδοχής αποτελεί πράγματι την πιο ολοκληρωμένη λύση θέτοντας ορθά το κύριο βάρος ανιχνεύσεως του δόλου στο βουλητικό στοιχείο . Πράγματι ο δόλος ως βαρύτερη μορφή της υποκειμενικής υπαιτιότητας και κατά συνέπεια η βασική αφορμή του καταλογισμού της πράξεως σε ενοχή του δράστη , δικαιολογείται κατά πρώτο και κύριο λόγο από την εγκληματική βούληση.
Κατά την ορθότερη άποψη σύμφωνα με τον Χαραλαμπάκη στον ενδεχόμενο δόλο πρέπει να συγκαταλέγονται και οι περιπτώσεις που ο δράστης αποδέχτηκε το αποτέλεσμα παρότι του ήταν δυσάρεστο καθώς και εκείνες όπου ο δράστης αδιαφορεί για το αποτέλεσμα.
Κατά τον Ανδρουλάκη (ΠοινΧρ 1991 , σελ 12) φρονεί ότι ο ενδεχόμενος δόλος υπάρχει οσάκις ο δράστης έλαβε σοβαρά υπόψη του το ενδεχόμενο πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και αφού το εστάθμισε με ότι επιδίωκε με την πράξη του , έκρινε το τελευταίο ως τόσο σημαντικό ώστε, ακόμα και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι ΄ αυτόν καθεαυτό αποδεκτό ή ήταν ακόμα και αποδοκιμαστέο , αποφάσισε ωστόσο να προχωρήσει στην πράξη .
Η έννοια της <<αποδοχής >> που οδηγεί στην κατάγνωση ενδεχόμενου δόλου αποκτά το εξής περιεχόμενο : <<αποδέχομαι >> σημαίνει σταθμίζω τα υπερ και τα κατά , με βάση τα δεδομένα στοιχεία , και αποφασίζω να προβώ στην πράξη επειδή αυτό μου είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικά το αποτέλεσμα , με άλλα λόγια , παρότι λαμβάνω σοβαρά υπόψη την πιθανότητα η συμπεριφορά μου να προκαλέσει βλάβη σε έννομα αγαθά , δίνω προτεραιότητα στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκω μέσω της επικίνδυνης συμπεριφοράς μου.
Σύμφωνα με τον Μυλωνόπουλο (Γεν.Μέρος 2020, σελ 272) αναπόδραστη συνέπεια της θεωρίας της αποδοχής είναι ότι η συνείδηση του αδίκου καθίσταται κριτήριο της διάκρισης του δόλου από την αμέλεια, με αποτέλεσμα ο δόλος να καθίσταται πλέον dolus malus .
Με την φράση <<δίνω προτεραιότητα>> τονίζεται καταρχήν το βουλητικό στοιχείο του ενδεχόμενου δόλου που συνίσταται ακριβώς στη συνειδητή επιλογή της συγκεκριμένης κινδυνώδους συμπεριφοράς . Όμως ταυτόχρονα παρεισφρέει στην αξιολόγηση και το γνωστικό στοιχείο : όταν δίνω προτεραιότητα σε μία συμπεριφορά , σημαίνει ότι λαμβάνω σοβαρά υπόψη την πιθανότητα η συμπεριφορά μου αυτή να αποβεί βλαπτική για έννομα αγαθά τρίτων και προ όλα αυτά την επιλέγω .
Όπως αναλύει ο Ανδρουλάκης (ΠοινΧρ1991 σελ 10) με την αποδοχή του σοβαρού κινδύνου με την εμμονή στην κινδυνώδη ενέργεια συμβαδίζει κατ΄ανάγκη και μια έμμεση αποδοχή αυτού του ίδιου αποτελέσματος .
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον Χαραλαμπάκη η υψηλή πιθανολόγηση του κινδύνου , από την υποκειμενική σκοπιά του δράστη αποτελεί μια ισχυρότατη ένδειξη αποδοχής εκ μέρους του εγκληματικού αποτελέσματος.
Η νομολογία συμπληρώνει την παραπάνω έννοια της αποδοχής με μια σειρά από αποφάσεις όπως την ΑΠ378/2008 όπου αναφέρεται ότι :<< Ειδικότερα, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεως του και το αποδέχεται. Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή αποτελεί κατά το άρθρο 28 του ΠΚ στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ευσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα αποδείξεως και δεν προκαθορίζεται από τον βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του, δίχως να λάβει υπόψη του μία τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου συντίθεται από το γνωστικό και βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο αυτά στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα και ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασε >> << Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (και προκύπτει από το περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή). Όταν όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος όσο και το στοιχείο της αποδοχής του, χωρίς εκ του βαθμού της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, να τεκμαίρεται και η αποδοχή του ή να καθίσταται περιττή η απόδειξη αυτής. >>
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω και από τη διατύπωση στο νόμο <<αποδοχή >> ίσον ενδεχόμενος δόλος , <<πίστη >> ίσον ενσυνείδητη αμέλεια προκύπτει ένα κενό που αναφέρεται στις περιπτώσεις της απλής <<ελπίδας>> αποφυγής του αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη. Κατά μία άποψη που υποστηρίζεται από τον Ανδρουλάκη (ΠοινΧρ1991, σελ 12) και τον Μυλωνόπουλο (Γεν.Μ 220 , σελ 274) , μόνο η <<πίστη >> και όχι η <<ελπίδα>> , θεμελιώνουν ενσυνείδητη αμέλεια , διότι μόνο η ύπαρξη της πρώτης αποκλείει την εχθρική απόφαση που αποτελεί την ουσία του δόλου.
Κατά την αντίθετη άποψη, δεν συμβιβάζεται ο εντοπισμός της ουσίας του δόλου στην εχθρική απόφαση για το έννομο αγαθό με την ένταξη της ελπίδας αποφυγής του αποτελέσματος σε αυτόν ( Καϊάφα – Γκμπάντι , εξωτερική και εσωτερική αμέλεια σελ 251).
Κατά τον Βαθιώτη, (ΠοινΧρ2008 , σελ 609 επ) όχι η απλή αλλά η βάσιμη ελπίδα πρέπει να ενταχθεί στο πεδίο της ενσυνείδητης αμέλειας.
Τελικά ορθότερη σύμφωνα με τον Χαραλαμπάκη είναι η πρώτη άποψη διότι η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας παρά την ύπαρξη μόνο ελπίδας δείχνει ότι σπουδαιότερη για τον δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του παρά η διαφύλαξη του έννομου αγαθού του οποίου πιθανολογείται η βλάβη.
Την <<ελπίδα>> εντάσσει στον ενδεχόμενο δόλο και η νομολογία . Με την ΑΠ 1530/2008 αποφαίνεται ότι << Κατά τις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου 291 Π.Κ. "§1. Όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδρομικής ή της υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος. §2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του απ' αυτές προβλεπομένου εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικά ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διατάραξη με πράξη ή παράλειψη της ασφάλειας, εκτός των άλλων και της υδάτινης συγκοινωνίας ή ακτοπλοΐας, έτσι ώστε να είναι δυνατό να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος ζωής ή υγείας ανθρώπου ή να επήλθε θάνατος. Υποκειμενικά δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχομένου", η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και, παρά τούτο, προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Για τον προσδιορισμό της εννοίας "της αποδοχής"του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ένας δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Εξ άλλου, όσον αφορά το δεύτερο, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης που προβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος γιατί τον ενδιαφέρει η επιτυχία κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Άλλωστε, η "ελπίδα"και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ' αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν εννοίας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο καθ' όσον, η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά τη διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της εννοίας του ενδεχομένου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ' όψιν το ενδεχόμενο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά τούτο, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, ή μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η διάταξη αυτή προβλέπει το δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα, το οποίο θεωρείται υφιστάμενο οσάκις αυτός που παρέλειψε να αποτρέψει την επέλευση αποτελέσματος ανήκοντος στην αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος τελέσεως τιμωρείται όπως αυτός που δι' ενεργείας παρήγαγε το αποτέλεσμα, δηλαδή ο δράστης του εγκλήματος τελέσεως. Πρόκειται για ειδική μορφή εγκλήματος, δεδομένου ότι η αντικειμενική υπόστασή του τελείται όχι μόνο δι' ενεργείας, αλλά και δια παραλείψεως, που εξομοιώνεται νομικώς με την δι' ενεργείας παραγωγή του αποτελέσματος. Προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου, από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος. >>
Συνεπώς όποιος έπραξε μολονότι το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι αυτόν ούτε επιδοκιμαστέο ούτε απόλυτα αδιάφορο αλλά αντίθετα αντιπαθές , ελπίζοντας και ευχόμενος ότι τελικά δεν θα επέλθει , όχι όμως πιστεύοντας βάσιμα ότι θα το αποφύγει , πρέπει να θεωρηθεί , κατ΄ αληθή ερμηνεία του όρου της αποδοχής , ότι ενήργησε με ενδεχόμενο δόλο . Ως προς τον ακριβή συσχετισμό του βουλητικού με τι γνωστικό στοιχείο , κυρίως σε σχέση με το εάν το τελευταίο θα προσδιοριστεί με βάση αντικειμενικά ή υποκειμενικά δεδομένα παρ΄ ότι το ορθό θα ήταν η αναγωγή στην υποκειμενική πιθανολόγηση εκ μέρους του δράστη , η επιστήμη ολισθαίνει συχνά σε αντικειμενικά κριτήρια προκειμένου να προσδιορίσει το γνωστικό στοιχείο και μέσω αυτού να ανιχνεύσει και τη βουλητική στάση του δράστη .
Τα κριτήρια αυτά είναι κατά κύριο λόγο δύο : το αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης με την πράξη του .
Όσο πιο υψηλός εμφανίζεται ο κίνδυνος του εγχειρήματος , τόσο πιο εύκολα μπορεί να καταφαθεί ο ενδεχόμενος δόλος , διότι κατά κανόνα θα είναι δύσκολο για το δράστη να ισχυρισθεί ότι <<πίστευσε >>, υπό την έννοια του 28 ΠΚ ότι θα μπορούσε να αποφύγει έναν κατά τη δική του αντίληψη ήδη τόσο σοβαρό κίνδυνο. Έτσι συχνά διαπιστώνεται από τη νομολογία ότι όταν ο δράστης θεωρεί δυνατή την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος και παρά ταύτα συνεχίζει την εξαιρετικώς επικίνδυνη δράση του , τότε σημαίνει ότι αποδέχεται επιδοκιμαστικά την επέλευση του αποτελέσματος.
Το δεύτερο και τρίτο κριτήριο, είναι η ιδιοτέλεια του σκοπού του δράστη σε συνδυασμό με την γενικότερη ηθικοκοινωνική αξιολόγηση του όλου συμβάντος.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
- Με την υπ αριθμόν ΑΠ 1059/2014 κρίθηκε ότι ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως , με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση , ο κατηγορούμενος , οδηγός μοτοσυκλέτας , ο οποίος , οδηγώντας χωρίς άδεια, προκειμένου να αποφύγει τον αστυνομικό έλεγχο , ανέπτυξε υπερβολική ταχύτητα , κάνοντας επικίνδυνους ελιγμούς μέσα σε κατοικημένη περιοχή επί 30 λεπτά , όταν δε διαπίστωσε ότι ένας εκ των αστυνομικών που τον καταδίωκαν βρέθηκε δίπλα του και από αριστερά του και του φώναξε να σταματήσει , κλώτσησε με δύναμη με το αριστερό του πόδι τον αστυνομικό και την υπηρεσιακή μοτοσικλέτα του , με αποτέλεσμα την εκτροπή της τελευταίας , την σφορδή πρόσκρουσή της σε σιδερένιο στύλο φωτεινού σηματοδότη και τον θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού της , αφού ο κατηγορούμενος , ως μοτοσικλετιστής γνώριζε ότι μια μοτοσικλέτα κινούμενη με μεγάλη ταχύτητα χάνει αμέσως της ευστάθειά της στον δρόμο , όταν παρεμβληθεί στην πορεία της και το παραμικρό εμπόδιο και υπάρχει υψηλός κίνδυνος θανατηφόρου τραυματισμού του μοτοσικλετιστή , εφόσον πέσει στο οδόστρωμα κινούμενος με μεγάλη ταχύτητα , μετά δε το συμβάν ανέπτυξε ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα για να διαφύγει , μετέβη δε στο σπίτι του όπου κοιμήθηκε σα να μην είχε συμβεί τίποτε.
- Η ΑΠ 775/2009 απόφαση με την περίπτωση της πτώσεως του αεροπλάνου Falcon έκρινε ως προς τον ενδεχόμενο δόλο του νόμιμου εκπροσώπου της κατασκευάστριας εταιρείας ότι η <<απλή αναφορά ότι ο κατηγορούμενος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της εταιρείας του δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το αποδιδόμενο σε αυτόν γεγονός της αποδοχής της πρόκλησης του ατυχήματος σε κάποιο από τα αεροσκάφη της , δεδομένου ότι η πραγμάτωση ενός τέτοιου κινδύνου αφενός μεν θα συνιστούσε τρώση του κύρους της εταιρείας , αφετέρου δε θα είχε επιζήμιες οικονομικές συνέπειες τόσο για αυτή όσο και για τον τεχνικό διευθυντή της .( ΠοινΧρ 2009,604)
Ενδείκτες και αντενδείκτες (αντενδείξεις) για την ύπαρξη ενδεχοµένου δόλου
Είναι πράγµατι ιδιαίτερα δυσχερές το να προσπαθήσεις ν’ αποκρυπτογραφήσεις τον εσωτερικό κόσµο του κάθε δράστη. Μάλιστα κατά την άποψη του Herzberg, ο οποίος κάνει λόγο για ένα ‘απροσδιόριστο’ (ominöses) βουλητικό στοιχείο που ενυπάρχει σε κάθε είδος δόλου, η δυσκολία καθίσταται ακόµη πιο µεγάλη στον ενδεχόµενο δόλο, το βουλητικό στοιχείο του οποίου βρίσκεται σε ελάσσονα ένταση εν σχέσει µε τα άλλα δύο είδη δόλου, δηλ. το δόλο επιδίωξης και το δόλο β’ βαθµού (αναγκαίο δόλο). Η απόπειρα καταγραφής εµπειρικών δεδοµένων και κριτηρίων, των λεγοµένων ενδεικτών, χρησίµευσε για την εξαγωγή συµπερασµάτων για την ύπαρξη των εσωτερικών διαθέσεων του δράστη, όπως ακριβώς είναι η από µέρους του αποδοχή του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Μία προσπάθεια ταξινόµησης των σπουδαιότερων ενδεικτών και αντενδεικτών του ενδεχόµενου δόλου:
Οι σηµαντικότεροι ενδείκτες για την κατάφαση του ενδεχόµενου δόλου θεωρούνται (τόσο από την επιστήµη όσο και από τη νοµολογία):
- Η ιδιαίτερα υψηλή επικινδυνότητα της επίµαχης συµπεριφοράς του δράστη, δηλ. το γνωστό στο δράστη υψηλό αντικειµενικό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης, άλλως η ιδιαίτερα µεγάλη δυναµική και η εγγύτητα του κινδύνου που διαγνώσθηκε από το δράστη.
- Η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδίωκε ο δράστης µε τη συµπεριφορά του και ιδίως η µεγιστοποίηση του επιχειρησιακού κέρδους του • Η συµπεριφορά και οι δηλώσεις του δράστη πριν, κατά και µετά την πράξη του και ιδιαίτερα οι τυχόν σχέσεις µεταξύ δράστη και θύµατος
- Η λήψη µέτρων από πλευράς του δράστη προκειµένου ν’ αυτοπροστατευθεί. (Παπαγεωργίου – Γονατάς, Στυλιανός ∆., Ενδεχόµενος ∆όλος – Ενσυνείδητη Αµέλεια – Μία Τρίτη µορφή υπαιτιότητας ; Νοµολογιακές αναζητήσεις και δογµατικές επαναπροσεγγίσεις, Νοµική Βιβλιοθήκη έκδοση Αθήνα 2008, σελ.207. 23 Συµβ Εφετών Αθηνών 1416/2002, Πραξ. Λογ. Π∆ 2002, σελ.364. 20)
- Η εµµονή του δράστη στην κινδυνώδη δράση του και κατά το παρελθόν - τούτος προκρίνεται ως από τους πλέον σηµαντικούς ενδείκτες για την κατάφαση του ενδεχόµενου δόλου, ενώ άσκησε ισχυρή επίδραση τόσο στη νοµολογία όσο και στη θεωρία. Έτσι, όταν ο δράστης εµµένει στη συνέχιση της επικίνδυνης συµπεριφοράς του παρά την πρόβλεψη του (ανεπιθύµητου) αποτελέσµατος ως ενδεχόµενου, αντί να αποστεί από την τέλεσή της, προκειµένου να µην παραιτηθεί από τον επιδιωκόµενο σκοπό του, δυνάµεθα να εξαγάγουµε το συµπέρασµα ότι εκείνος συµβιβάσθηκε µε την επέλευση του εγκληµατικού αποτελέσµατος, αποφάσισε να το ανεχθεί, προτίµησε να καταβάλει το τίµηµα του αποτελέσµατος και ως εκ τούτου αποφάσισε να προσβάλει το οικείο έννοµο
- Ειδικά αναφορικά µε τον ενδεχόµενο δόλο ανθρωποκτονίας: το µέσο που χρησιµοποιήθηκε, το µέρος του σώµατος του θύµατος που επλήγη, η µορφολογία και η σφοδρότητα του τραύµατος.
Ενώ ως κυριότεροι αντενδείκτες/αντενδείξεις θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν:
- Η µη νοητή αυτοδιακινδύνευση του ίδιου του δράστη, δηλ. στο βαθµό που στον ίδιο κίνδυνο που εξέθεσε ο δράστης το θύµα, εξέθεσε και τον ίδιο του τον εαυτό.
- Η λήψη αποτρεπτικών µέτρων από την πλευρά του δράστη για τη µη πραγµάτωση του κινδύνου, δηλ. η αποδοχή του αποτελέσµατος αποκλείεται στην περίπτωση που ο δράστης εκδήλωσε εµπράκτως την πρόθεσή του να το αποφύγει επιχειρώντας πράξεις που κατευθύνονται σε παρεµπόδιση της επέλευσής του. Στην ΑΠ 2125/2002, σε υπόθεση κατάρρευσης φαρµακοβιοµηχανίας µε το σεισµό του 1999 στην Αττική, το Ακυρωτικό µας δέχτηκε την αιτιολογία του (Βλ. Μυλωνόπουλος, Χρίστος Χ., Ποινικό ∆ίκαιο-Γενικό Μέρος I και II, ∆ίκαιο & Οικονοµία, Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2007, σελ.260. 25 Π.χ.) ο αγρότης που ανάβει φωτιά σε αγριόχορτα στο κέντρο του αγρού του, αφού όµως προηγουµένως αποψίλωσε περιµετρικά το χώρο και εγκατέστησε δοχεία µε νερό, δεν έχει ενδεχόµενο δόλο εάν παρόλα αυτά άνεµος παρασύρει φλεγόµενα φρύγανα στο παρακείµενο ακίνητο και ξεσπάσει πυρκαγιά. Εδώ παρατηρείται µία µορφή ιδιαίτερα επίµεµπτης αδιαφορίας ως προς το αποτέλεσµα.-το παράδειγµα είναι από το Μυλωνόπουλο, σελ.261.
Η συµπεριφορά του δράστη µετά από την πράξη, ειδικά απέναντι στο θύµα και η προσπάθεια εξουδετέρωσης ή ελαχιστοποίησης των συνεπειών αυτής της εγκληµατικής πράξης. Ως τέτοιες µορφές συµπεριφοράς αναφέρονται οι προσπάθειες για ανάνηψη του παθόντος, η προσπάθεια κατάσβεσης της φωτιάς κλπ. Οι ρηθείσες πράξεις πέραν της οποιασδήποτε άλλης ποινικής σηµασίας τους (υπαναχώρηση, έµπρακτη µετάνοια, λόγος επιεικέστερης επιµέτρησης κλπ), δυνατόν ν’ αξιοποιηθούν και ως εξωτερικά - εµπειρικά κριτήρια για την αντένδειξη του ενδεχόµενου δόλου.
- Η επανάληψη της ίδιας συµπεριφοράς και κατά το παρελθόν. Πρόκειται για µία ισχυρή αντένδειξη λοιπόν, όταν ο δράστης είχε ενεργήσει κατά τον αυτό επικίνδυνο τρόπο και κατά το παρελθόν, χωρίς ωστόσο να έχει δηµιουργηθεί το παραµικρό πρόβληµα και χωρίς βέβαια να έχει διερωτηθεί κανείς µήπως ο δράστης θα αποδεχόταν το εγκληµατικό αποτέλεσµα εάν αυτό επήρχετο. Η ένδειξη αυτή έχει υπέρ της το επιχείρηµα, ότι σε κανέναν δε θα περνούσε η σκέψη να χαρακτηρίσει τις προηγηθείσες (αλλά µε θετική έκβαση) περιπτώσεις επικίνδυνης δραστηριότητας (Καϊάφα – Γκµπάντι, Μαρία, Εµβάθυνση στην ποινική νοµολογία, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Κοµοτηνή 2006, σελ.103. 27 Ο.π. (υποσηµ. 22) 22 ως απόπειρες τέλεσης του σχετικού εγκλήµατος µε ενδεχόµενο δόλο. )
Επιπλέον κάποιες φορές παρατηρείται αλληλοαναίρεση ενδεικτών και αντενδεικτών (αντενδείξεων) για την ύπαρξη ή όχι ενδεχόµενου δόλου, που όµως δεν έχει ως σκοπό να καταδείξει την ανεπάρκειά τους, αλλά αντίθετα την ανάγκη για ορθό συνδυασµό και σύνθεσή τους προτού καταλήξουµε στα όποια συµπεράσµατα. Ο δόλος λοιπόν ως εσωτερική βουλητική διάθεση είναι δεδοµένο πως δεν δύναται ν’ αποκοπεί από την εξωτερική συµπεριφορά του δράστη, αφού τελικά µόνον αυτό το σύνολο της συµπεριφοράς του προσφέρει τους κατάλληλους ενδείκτες και αντενδείκτες για την αποδοχή ή όχι του ενδεχόµενου δόλου στη συγκεκριµένη περίπτωση.
(Βλ. Μυλωνόπουλος, Χρίστος Χ., Ποινικό ∆ίκαιο-Γενικό Μέρος I και II, ∆ίκαιο & Οικονοµία, Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2007, σελ.263 και στον Παπαγεωργίου-Γονατά σελ.209. 29 Παπαγεωργίου – Γονατάς, Στυλιανός ∆., σελ.210.)
ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΔΟΛΟΣ
Απόφαση 1527 / 2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΙΙΙ. 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος". Ως διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας νοείται η πράξη που "καθιστά τη διεξαγωγή της συγκοινωνίας μη ασφαλή, δημιουργώντας συνθήκες που καθιστούν τη συνέχιση της ασφαλούς κίνησης αδύνατη ή πολύ δυσχερή, που καθιστούν δηλαδή τη συγκοινωνία επικίνδυνη". Στο μέτρο που η κίνηση στους δρόμους ούτως ή άλλως περικλείει κινδύνους, η έννοια της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στοιχειοθετείται όταν η πράξη έχει ως αποτέλεσμα την επαύξηση του συνηθισμένου κινδύνου που ενυπάρχει σε κάθε κίνηση στους δρόμους. Η διάταξη προστατεύει κυρίως την ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας. Πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου δεν αρκεί μόνο η διατάραξη -όταν δηλ. δημιουργούνται συνθήκες κινδύνου, κατά την ανωτέρω έννοια, για την ασφαλή διεξαγωγή της άνω συγκοινωνίας- αλλά πρέπει, επί πλέον από αυτή να μπορεί να προκύψει κίνδυνος (θανάτου ή σωματικής βλάβης) για άνθρωπο (ή να επήλθε όντως τέτοιος κίνδυνος). Η ελεγχόμενη πράξη διατάραξης μπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση ή, αντιθέτως, να μην υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξ αιτίας της εντάσεως, ποιότητας και μορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Κάθε επικίνδυνη παρατεινόμενη συμπεριφορά οδηγών αυτοκινήτων στους δρόμους (επικίνδυνη οδήγηση, οδήγηση υπό καθεστώς μέθης, κακή συντήρηση του κινούμενου οχήματος, υπερβολική ταχύτητα, υπερφόρτωση του αυτοκινήτου, κακή πρόσδεση του φορτίου σε καρότσες φορτηγών ή πορτ- μπαγκάζ αυτοκινήτων κλπ.) αποτελεί καθαυτή αξιόποινη πράξη διατάραξης, κατά την ανωτέρω έννοια, διότι: α) θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της συγκοινωνίας της οδού επί της οποίας κινείται το όχημα και β) δημιουργεί με την κίνησή του στους δρόμους έναν εν δυνάμει κίνδυνο για αόριστο αριθμό προσώπων, αφού η πιθανή πτώση του φορτίου από την αστάθεια του φορτηγού κλπ. μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόσκρουση σε αυτό άλλων αυτοκινήτων και την προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αόριστου αριθμού ατόμων. Υποκείμενο του αδικήματος της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών μπορεί να είναι όχι μόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου ή άλλα πρόσωπα που σχετίζονται με την κίνησή του, όπως οι ιδιοκτήτες του, αλλά και όσοι έχουν υποχρέωση ελέγχου της ασφαλείας του αυτοκινήτου του τρόπου φορτώσεως του και του φορτίου του, την οποία παραβιάζουν. Υποκειμενικώς δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Με άμεσο δόλο, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ.1 ΠΚ, ενεργεί όποιος επιδιώκει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της πράξεως ή παραλείψεώς του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως ενδεχόμενο το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Η απαιτούμενη κατά τον νόμο πρόθεση, πρέπει να καλύπτει, όχι τον θάνατο ή τη σωματική βλάβη, ή ακόμη τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα είτε των επιβατών του συγκοινωνιακού μέσου, είτε των χρησιμοποιούντων την οδό, αλλά τη διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας και τη δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου από αυτήν. Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχομένου", η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και, παρά τούτο, προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Για τον προσδιορισμό της εννοίας "της αποδοχής" του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ένας δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Εξ άλλου, όσον αφορά το δεύτερο, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης που προβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος γιατί τον ενδιαφέρει η επιτυχία κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Άλλωστε, η "ελπίδα" και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ' αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν εννοίας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο καθ' όσον, η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της εννοίας του ενδεχομένου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά τούτο, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει. (ΑΠΟλ 4/2010). Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχομένου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πίστη ότι δεν θα επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 28 ΠΚ, όπως θα λεχθεί κατωτέρω, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτής και ενδεχομένου δόλου, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό στοιχείο και των δύο. Δηλαδή ο ενδεχόμενος δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια μοιάζουν στο γνωστικό ή διανοητικό στοιχείο, αφού και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης πιθανολογεί την επέλευση του αποτελέσματος. Διαφέρουν όμως ριζικά στο βουλητικό στοιχείο, διότι στην ενσυνείδητη αμέλεια ο δράστης αποκρούει εσωτερικά το αποτέλεσμα, ενεργεί όμως, γιατί εσφαλμένα πιστεύει ότι θα το αποφύγει, ενώ στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξης ή της παράλειψής του δεν απώθησε από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Ώστε λοιπόν ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει το αποτέλεσμα ως πιθανό (ενδεχόμενο) και το αποδέχεται, υπό την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή συμβιβάζεται με αυτό, δηλαδή προχωρεί στην επιδίωξη του στόχου του παρά τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του, αδιαφορεί για την τύχη του εννόμου αγαθού, ενώ συγχρόνως δεν έχει λόγους να πιστεύει σε μια επιτυχή έκβαση του πράγματος και στη μη επέλευση του αποτελέσματος. Σ' ότι αφορά ειδικά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, για την κατάφαση του δόλου αρκεί να γνωρίζει και να αποδέχεται ο δράστης, έστω κι ως ενδεχόμενο, ότι παραβιάζει τους κανόνες ασφαλούς φόρτωσης και κίνησης και ότι από την παραβίαση αυτή μπορεί το αυτοκίνητο να εκτραπεί της πορείας του και να συγκρουσθεί με άλλο όχημα, η ανατραπεί ή να πέσει το φορτίο και να δημιουργηθεί έτσι κίνδυνος ανθρώπου.
Όταν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, κατά την κατωτέρω έννοια και διακρίσεις αυτής, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος με φυλάκιση.
Τέλος παραυτουργία υπάρχει, όταν, στον ίδιο τόπο και χρόνο λαμβάνει χώρα δράση περισσοτέρων μη συναιτίων, δηλαδή η παραυτουργία προϋποθέτει ταυτότητα πράξης, όχι όμως και συναπόφαση των δραστών, σε τρόπο ώστε να υπάρχει μόνο το αντικειμενικό στοιχείο, χωρίς την ύπαρξη κοινού δόλου και ο καθένας ευθύνεται για το εγκληματικό αποτέλεσμα που προέκυψε με δική του ενέργεια ή παράλειψη.
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, ή μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η διάταξη αυτή προβλέπει το δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα, το οποίο θεωρείται υφιστάμενο οσάκις αυτός που παρέλειψε να αποτρέψει την επέλευση αποτελέσματος, ανήκοντος στην αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος τελέσεως, τιμωρείται όπως αυτός που δι' ενεργείας παρήγαγε το αποτέλεσμα, δηλαδή ο δράστης του εγκλήματος τελέσεως. Πρόκειται για ειδική μορφή εγκλήματος, δεδομένου ότι η αντικειμενική υπόστασή του τελείται όχι μόνο δι' ενεργείας, αλλά και δια παραλείψεως, που εξομοιώνεται νομικώς με την δι' ενεργείας παραγωγή του αποτελέσματος. Προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου, από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη (αρθρ. 15 ΠΚ), πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται η συνδρομή της ανωτέρω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου ή η ειδική σχέση, απ' όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου (ΑΠΟλ4/2010, ΑΠ 1530/2008). 2. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28, 302§1 και 314§1 ΠΚ συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση, στο μεν έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια συνίσταται στην πρόκληση θανάτου άλλου, στο δε έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια η αξιόποινη συμπεριφορά συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται να βεβαιώνονται όλα τα στοιχεία της αμέλειας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 28 ΠΚ ως προς την πρόκληση του θανάτου και των σωματικών κακώσεων ή βλαβών. Ακόμη απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμέλειάς του. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 14§2, 15 και 28 ΠΚ προκύπτει ότι, εφόσον η ανθρωποκτονία από αμέλεια και η σωματική βλάβη από αμέλεια είναι εγκλήματα ουσιαστικά ή αποτελέσματος μπορούν να τελεσθούν είτε με ενέργεια, η οποία συνιστά τη θετική εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε με παράλειψη, η οποία συνιστά την αρνητική τοιαύτη. Σε περίπτωση που η ανθρωποκτονία τελείται με παράλειψη ή αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ δηλ. ο δράστης να μην προβαίνει σε ενέργεια που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να πράξει και η παράλειψη αυτή να αποτελεί αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσματος. Για την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ήδη προαναφέρθηκε. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση κατά την εκτέλεση χερσαίας εμπορευματικής μεταφοράς επιβάλλει στα πρόσωπα, που καθ' οιονδήποτε τρόπο εμπλέκονται σ' αυτήν, πέραν των άλλων διατάξεων που θα αναφερθούν παρακάτω: α) η διάταξη του άρθρου 32§§1,2,3,5,8 ΚΟΚ (βλ. ήδη και άρθρα 3 και 4 Ν. 3446/2006) που ορίζει ότι το μικτό βάρος του οχήματος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος του, ότι το φορτίο πρέπει να τακτοποιείται και να στοιβάζεται κατά τρόπο ώστε να μην εκτίθενται σε κίνδυνο πρόσωπα, να μην προκαλούνται ζημιές από την πτώση αυτού στην οδό, να μην εμποδίζεται η οδήγηση του οχήματος, να μη μειώνεται η σταθερότητα αυτού, ότι τα εξαρτήματα (καλώδια, σχοινιά, αλυσίδες κλπ.) που χρησιμοποιούνται για εξασφάλιση του φορτίου πρέπει να σφίγγονται και να στερεώνονται καλά, ότι τα προεξέχοντα φορτία από το πίσω τμήμα του αυτοκινήτου πρέπει να επισημαίνονται με σταθερή προσαρμοσμένη πινακίδα και τέλος ότι τιμωρείται με τα ίδια πρόστιμα που τιμωρείται ο οδηγός ή ο κάτοχος όποιος συνεργεί στις υπερφορτώσεις
Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη τους, χωριστά χωρίς συναπόφαση , με ενδεχόμενο δόλο οι τρεις πρώτοι (Χ6, Χ5, Χ1), με ενσυνείδητη αμέλεια ο πέμπτος (Χ4) και με ασυνείδητη αμέλεια οι τέταρτος και έκτος κατηγορούμενοι (Χ2 και Χ3, αντίστοιχα). Ειδικότερα γνώριζε ο καθένας εκ των τριών πρώτων καθώς και ο πέμπτος ως ενδεχόμενο να καταστεί επικίνδυνη για άνθρωπο η οδήγηση του ανωτέρω οχήματος-συρμού και η μεταφορά του φορτίου υπό τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν και αποδέχθηκαν ένα τέτοιο κίνδυνο, οι τρεις πρώτοι. Πράγματι οι ανωτέρω τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι ο ανωτέρω συρμός μετέφερε το κατά τα άνω υπέρβαρο φορτίο, ότι το ύψος του φορτίου υπερέβαινε το επιτρεπτό τοιούτο, ότι τα μεταφερόμενα εμπορεύματα είχαν μεγάλη ολισθηρότητα και αυτό καθιστούσε επικίνδυνη τη μεταφορά τους και ότι, παρά ταύτα, η πρόσδεση αυτών με τσέρκια και ιμάντες ήταν ανεπαρκής, σύμφωνα με όσα εκτενώς προαναφέρθηκαν ότι τα ελαστικά του πίσω άξονα του φορτηγού ήταν φθαρμένα και αναμφίβολα γνώριζαν ως εκ της επαγγελματικής τους πείρας, καθ' όσον ο πρώτος και ο τρίτος ήταν επαγγελματίες οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων από πολλού και μάλιστα ο τρίτος και του ανωτέρω συρμού και ο δεύτερος ως από πολλών ετών υπεύθυνος του τμήματος φορτώσεων της εταιρείας Ε-1, ότι από την κίνηση του οχήματος που υπερφορτώνεται και μάλιστα σε ποσοστό άνω του 10% του επιτρεπομένου βάρους, με στοιβασία φορτίου άνω του επιτρεπόμενου ύψους και συνακόλουθα ανύψωση του κέντρου βάρους του, κινούμενου μάλιστα με ταχύτητα μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου ορίου που του επέτρεπε η εγκατάσταση σ' αυτό και η χρήση ροοστάτη, και με φθαρμένα ελαστικά ενδέχεται να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας με συνέπεια τη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο και ότι η επισφαλής κατά τα ανωτέρω πρόσδεση του φορτίου με τσέρκια και ιμάντες επέτεινε τον εν λόγω κίνδυνο ατυχήματος. Το γεγονός ότι οι τρεις εν λόγω κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν ένα τέτοιο κίνδυνο αποδεικνύεται ιδίως από το γεγονός ότι κατ' επανάληψη αυτοί προέβαιναν και συνεργούσαν στην υπερφόρτωση του συγκεκριμένου οχήματος, υπερφόρτωση που συντελούσε, ως εκ του είδους του φορτίου και στην καθ' ύψος υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου φόρτωσης και συνακόλουθα στη μετατόπιση προς τα πάνω του κέντρου βάρους του οχήματος και τη μείωση της οδικής συμπεριφοράς του, γνωρίζοντας όπως προαναφέρθηκε ότι ένα όχημα υπό τις ανωτέρω συνθήκες κίνησης στους δρόμους, όχι μόνο ενδέχεται, αλλά ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει ατύχημα και να καταστεί γενικότερα επικίνδυνο για την οδική κυκλοφορία. Η ανυποχώρητη εμμονή τους στην ανωτέρω κινδυνώδη κατάσταση είχε ως κίνητρο το κέρδος. Συγκεκριμένα οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι, συνιδιοκτήτες του συρμού αμείβονταν με το ποσό των 9.000 δραχμών για κάθε μεταφερόμενο τόνο. Το ανωτέρω οικονομικό κέρδος ήταν σημαντικό γι' αυτούς, αφού όπως αποδείχθηκε τα δρομολόγια ήταν πολύ συχνά (φρόντιζε γι' αυτό ο Χ5) και πάντοτε υπέρφορτα, είχαν δε αυτοί κέρδος, όπως αποδείχθηκε, μόνο από τις υπερφορτώσεις του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, κατά το χρονικό διάστημα από 20-12-2002 μέχρι 11-4-2003, 1.401.783 δραχμών. Ακόμη με την υπερφόρτωση του οχήματος και την κίνησή του με μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητα, την οποία επέτρεπε η χρήση ροοστάτη, επιτυγχάνονταν η συντόμευση του χρόνου παραδόσεως του εμπορεύματος, που έτσι καθιστούσε πλέον ανταγωνιστική την εταιρεία Ε-1 Α.Ε. με άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις όπως π.χ. την εταιρεία ΣΕΛΜΑΝ Α.Ε., που έχει την έδρα της στη ... και μείωση του κόστους μεταφοράς, αφού στα 30 δρομολόγια, εξοικονομούντο περίπου πέντε, με αποτέλεσμα οι εν λόγω συνιδιοκτήτες του συρμού κατηγορούμενοι να καθίστανται αρεστοί στους εργοδότες τους με ευνοϊκά για την υπηρεσιακή κατάσταση του Χ5 αποτελέσματα και ευνοϊκή περαιτέρω συνεργασία με την εταιρεία για αμφοτέρους. Καθόσο αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο, οδηγό του συρμού, το οικονομικό του όφελος συνίσταται στη διατήρηση της εργασιακής του σχέσης με τους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους, με αμοιβή μεγαλύτερη από εκείνη που ελάμβανε από τον προηγούμενο εργοδότη του, η οποία θα επιτυγχάνονταν αν κέρδιζε την ευαρέσκειά τους, πραγματοποιώντας τα υπέρβαρα δρομολόγια, από τα οποία αυτοί εξοικονομούσαν κέρδος. Και υποστηρίζουν μεν οι εν λόγω κατηγορούμενοι ότι, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι συστηματικά με το ανωτέρω όχημα πραγματοποιούνταν υπέρβαρα δρομολόγια, τούτο τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι θα εξακολουθούσαν τα εν λόγω δρομολόγια χωρίς να διαταράξουν την ασφάλεια των συγκοινωνιών και επομένως η κατ' επανάληψη κατά τα ανωτέρω συμπεριφορά τους αποτελεί ενδείκτη ότι δεν συντρέχουν οι προυποθέσεις για τον ενδεχόμενο δόλο τους στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι η κατά τα άνω εμμονή των κατηγορουμένων στην ακραία παράνομη απ' αυτούς κίνηση του συρμού στους ελληνικούς δρόμους, που ήταν ως να προκαλούσαν την επέλευση ατυχήματος, θα αποτελούσε λογικό έρεισμα ελπίδας τους ότι δεν θα συμβεί το εγκληματικό αποτέλεσμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αποδοχή αυτού του κινδύνου δεν έρχεται σε αντίθεση με την απουσία ενδεχόμενου δόλου για το τελικό αποτέλεσμα των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, που στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε εξαιτίας της διατάραξης της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας από τους τρεις ανωτέρω κατηγορουμένους και οι οποίοι θάνατοι και τραυματισμοί οφείλονταν σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέλειά τους (ενσυνείδητη), και τούτο διότι το αντικείμενο της αποδοχής σε καθένα από τα αδικήματα αυτά είναι διαφορετικό. Η πίστη τους για την ενδεχόμενη ή όχι βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής ή της υγείας τρίτων, έχει μεν σχέση με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης κατά συρροή, αλλά είναι αδιάφορη για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 ΠΚ, διότι στο εν λόγω άρθρο ο ενδεχόμενος δόλος αναφέρεται στην αποδοχή του κινδύνου και όχι στην ενδεχόμενη βλάβη του εννόμου αγαθού. Ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ4 γνώριζε και αυτός ως εκ των σπουδών του και της επαγγελματικής του πείρας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ότι το όχημα που υπερφορτώνεται, με φορτίο μάλιστα μελαμινών που έχει μεγαλύτερη ολισθηρότητα και του οποίου φορτίου η συσκευασία ήταν επισφαλής (έλλειψη επαρκούς αριθμού τσερκιών), σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ενδέχεται να προκαλέσει ατύχημα και γενικά να καταστεί επικίνδυνο για την οδική κυκλοφορία. Όμως δεν αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος αποδέχθηκε ένα τέτοιο κίνδυνο με την έννοια ότι το επιδοκίμαζε ή έστω συμβιβάζονταν με αυτό, καθ' όσο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε κάποιο κίνητρο για την εν λόγω αποδοχή. Τέλος, καθ' όσο αφορά τους τέταρτο και έκτο κατηγορουμένους Χ2 και Χ3, αποδείχθηκε ότι, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν από το νόμο και την εργασιακή τους σύμβαση και μπορούσαν να καταβάλουν σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, για έκαστο τούτων, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών που προκάλεσαν οι παραλείψεις τους, δεδομένου ότι ο πρώτος δεν είχε και έντονη φυσική παρουσία στο εργοστάσιο, για τον λόγο ότι ασχολούνταν και με τα χρηματοοικονομικά της εταιρείας, παραμένοντας προς τούτο τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας στην ..., ο δε τελευταίος ως προς τη πρόσδεση των δεμάτων με δύο τσέρκια ακολουθούσε την προϋπάρχουσα τακτική της εταιρείας και δεν προβληματίστηκε για την αλλαγή της τακτικής αυτής και την πρόσδεση των δεμάτων με περισσότερα των δύο τσέρκια, όπως έπρεπε και ως προς το υπέρβαρο του φορτίου δεν γνώριζε επακριβώς το επιτρεπόμενο βάρος φορτίου για το επίδικο όχημα και το ποσοστό του υπέρβαρου φορτίου ώστε να απαγορευτεί η κίνηση αυτού στο δρόμο, ενώ αν είχαν δείξει την εκ του νόμου και της συμβάσεως οφειλόμενη από έκαστο εξ αυτών επιμέλεια, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν για έκαστο εξ αυτών, θα προέβλεπαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών και θα απέτρεπαν τον εν λόγω κίνδυνο μη επιτρέποντας τη μεταφορά υπέρβαρου φορτίου το οποίο μάλιστα δεν είχε συσκευασθεί επιμελώς κατά τα προαναφερθέντα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μ.Ο.Ε. κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, ομοφώνως και κατά πλειοψηφία, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις, των ακολούθων πράξεων: "Τον Χ6: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, ομόφωνα και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, ομόφωνα. Τον Χ5: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία. Τον Χ1: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία. Τον Χ2: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία. Τον Χ4: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία. και Τον Χ3: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία.". Σημειώνεται ότι αναφέρονται οι παραδοχές και η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου, όπως εξειδικεύεται, κατά τα ανωτέρω στο σκεπτικό, και ως προς τον μη ασκήσαντα αίτηση αναιρέσεως οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου Χ6, αφού είναι ο κύριος υπεύθυνος και της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, αλλά και της κατά τα ανωτέρω από ενσυνείδητη αμέλεια συγκρούσεως των δύο οχημάτων και των συνεπεία αυτών επισυμβάντων, κατά τα άνω, θανάτων και σωματικών βλαβών, που συνδέονται αιτιωδώς με τις παρατιθέμενες στις παραδοχές του Δικαστηρίου πράξεις και παραλείψεις του, οι οποίες πραγμάτωσαν τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, με την ευθύνη δε αυτού συνδέεται άρρηκτα, όπως θα λεχθεί, ο ενδεχόμενος δόλος του αναιρεσείοντος Χ5, για την πράξη της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών, αλλά και των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών με ενσυνείδητη αμέλεια. Επίσης παρατίθενται οι παραδοχές και η καταδικαστική κρίση ως προς τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χ1, συνιδιοκτήτη κατά 50% του φορτηγού και οδηγό αυτού στο παρελθόν, του οποίου η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε, ως ανυποστήρικτη, αφού οι παραδοχές αυτές είναι κοινές μετά του ετέρου συνιδιοκτήτη κατά 50% και αναιρεσείοντα Χ5.
Απόφαση 1309/2011 (Β, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Η κατωτέρω απόφαση δέχτηκε τον περί δεδικασμένου αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου , ο οποίος είχε καταδικαστεί από το Δικαστήριο της Ουσίας για θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών , καίτοι για την ίδια ακριβώς πράξη είχε ήδη καταδικαστεί για ανθρωποκτονία εξ΄ αμελείας αφού οδηγώντας το όχημα του εντός της πόλης , υπό την επίδραση οινοπνεύματος , αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα και συγχρόνως εκτελώντας επικίνδυνους ελιγμούς, συνεχείς εναλλαγές των λωρίδων κυκλοφορίας και διαδοχικά προσπεράσματα των προπορευόμενων οχημάτων έχασε τον έλεγχο του οχήματος του , προσέκρουσε επί προπορευόμενου οχήματος και προκάλεσε τον θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού και τον σοβαρό τραυματισμό της συνεπιβαίνουσας σε αυτό .
<<Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 Κ.Ποιν.Δ., αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 § 2, 525 και 526 του ιδίου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 36, 43, 46, 50, 125, 132, 310, 370 εδ. γ` Κ.Ποιν.Δ. και τις γενικές αρχές του δικονομικού δικαίου, συνάγεται ότι η εκκρεμοδικία, παρά την ανυπαρξία ρητής δικονομικής διατάξεως, αποτελεί αρνητική δικονομική προϋπόθεση, η οποία εμποδίζει την άσκηση νέας (δεύτερης) ποινικής διώξεως και την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας κατά του ιδίου προσώπου, για την ίδια πράξη, για την οποία έχει ήδη ασκηθεί προηγούμενη ποινική δίωξη. Δεύτερη διαδικασία ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου κατά του αυτού προσώπου και για την ίδια πράξη, με την άσκηση δεύτερης ποινικής διώξεως, είναι απαράδεκτη, αφού το ανεπίτρεπτο της ποινικής διώξεως, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας, έχει την έννοια ότι είναι ανεπίτρεπτη η παράλληλη διεξαγωγή δύο ποινικών διαδικασιών για την ίδια πράξη, που νοείται ως idem factum και όχι idem crimen. Τούτο συμβαίνει όχι μόνον για να αποφεύγεται ο ενδεχόμενος κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων αλλά κυρίως και για να τηρηθεί ο κανόνας "non bis in idem", σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας μόνο μία φορά, δηλαδή με μία μόνο διαδικασία, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση, ως υπαίτιος της αυτής πράξεως, με αποτέλεσμα να εξαντλείται η κατά το άρθρο 27 Κ.Ποιν.Δ. αξίωση της Πολιτείας προς άσκηση ποινικής διώξεως (Ολ.ΑΠ 1/2011). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1, 2 ΠΚ όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος. 2) Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του, απ' αυτές προβλεπόμενου εγκλήματος, απαιτείται αντικειμενικά η καθ' οιονδήποτε τρόπο διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους ή τις πλατείες, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ή να επήλθε θάνατος. Υποκειμενικά δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Η απαιτούμενη, κατά νόμο πρόθεση, πρέπει να καλύπτει όχι το θάνατο ή τη σωματική βλάβη ή ακόμη τη δημιουργία κινδύνου προς τούτο, αλλά τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες και τη δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου απ' αυτήν. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 15 ΠΚ, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28, 302 παρ. 1 και 314 παρ. 1 ΠΚ συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση στο μεν έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια συνίσταται στην πρόκληση θανάτου άλλου, στο δε έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια, η αξιόποινη συμπεριφορά συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται να βεβαιώνονται όλα τα στοιχεία της αμέλειας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 28 ΠΚ, ως προς την πρόκληση του θανάτου και των σωματικών κακώσεων ή βλαβών. Ακόμη απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμελείας του. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 2, 15 και 28 ΠΚ, προκύπτει ότι, εφόσον η ανθρωποκτονία από αμέλεια και η σωματική βλάβη από αμέλεια είναι εγκλήματα ουσιαστικά ή αποτελέσματος, μπορούν να τελεσθούν είτε με ενέργεια, η οποία συνιστά τη θετική εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε με παράλειψη, η οποία συνιστά την αρνητική τοιαύτη. Σε περίπτωση που η ανθρωποκτονία τελείται με παράλειψη, απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ. Αν από την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών επέλθει θάνατος ή σωματική βλάβη, υπάρχει συρροή κατ' ιδέαν του εγκλήματος αυτού και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Το αν όμως η συρροή αυτή είναι αληθινή ή φαινομένη, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά την κρατήσασα άποψη, αν η από πρόθεση διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών με πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και γενικότερα, όπως αποδίδεται στον κατηγορούμενο, από μόνη της, χωρίς όμως να μεσολαβήσει άλλη αμελής συμπεριφορά αυτού, ανεξάρτητη, αυτοτελής και μεταγενέστερη εκείνων ή εκείνης με τις οποίες τελέσθηκε η διατάραξη, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο και τις σωματικές κακώσεις, θα εφαρμοσθεί μόνον η διάταξη του άρθρου 290 ΠΚ που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη αυτή και όχι και εκείνες των άρθρων 302 και 314 ΠΚ, που προβλέπουν και τιμωρούν τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και σωματικής βλάβης από αμέλεια, τα οποία συρρέουν φαινομενικά με εκείνη και απορροφώνται απ' αυτήν (Ολ.ΑΠ 4/2010).>>
Απόφαση 637 / 2021 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Απριλίου 2021 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, έλαβε αριθμό 3/2021, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 324/21. Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
«Η υπό κρίση από 6-4-2021 αίτηση, για αναίρεση της υπ' αριθμ.1385/2020 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό, έχει ασκηθεί α) εμπροθέσμως (άρθρο 473 παρ. 1,2,3 ΚΠΔ ), δοθέντος ότι η απόφαση καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο την 22-10-2020, αλλά στη συνέχεια η προθεσμία για την άσκησή της ανεστάλη από 30-10-2020 μέχρι την 5-4-2021 λόγω των μέτρων της πανδημίας. Ειδικότερα, η προθεσμία ανεστάλη από 30/10/2020 έως 6/11/2020 δυνάμει της παρ.1 του άρθρου 1 περίπτωση Δ2 της υπ' αριθ.Δ1α/ΓΠοικ.67924/23-10-2020 Κ.Υ.Α., σε συνδ. με την υπ' αριθ. οικ.69239/2020 ΚΎ.Α. (με την οποία η Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης εντάχθηκε στο 4° επίπεδο προληπτικών μέτρων κατά της πανδημίας), για το διάστημα από 7/11/2020 έως 30/11/2020 δυνάμει της υπ' αριθ.Δ1α/ΓΠ.οικ.71342/2020 K.Y.A., για το διάστημα από 30-11-2020 έως 7-12-2020 δυνάμει της υπ' αριθ Δ1α/Γ.Π.οικ. 76629/2020 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 7-12-2020 έως 14-12-2020 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 78363/2020 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 13-12-2020 έως 07-01-201 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 80189/2020 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 3-1-2021 έως 11-1-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 2/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 11-1-2021 έως 18-1-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 1293/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 18-1-2021 έως 25-1-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 3060/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 25-1-2021 έως 1-2-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 4992/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 30-1-2021 έως 8-2-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 6877/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 6-2-2021 έως 15-2- 2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 8378/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 11-2-2021 έως 1-3-2021 δυνάμει της υπ' αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 9147/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 1-3-2021 έως 8-3-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 12639/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 4-3-2021 έως 16-3-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 13805/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 16-3-2021 έως 22-3-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320/2021 Κ.Υ.Α., για το διάστημα από 20-3-2021 έως 29-3-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 17698/2021 Κ. Υ Α και για το διάστημα από 29-3-2021 έως 5-4-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 18877/2021 Κ.Υ.Α.. Η ως άνω προθεσμία άρχισε εκ νέου και προσαυξήθηκε κατά δέκα (10) ημέρες, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 84 του Ν. 4790/2021, από 6-4-2021 δυνάμει της υπ' αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 20651/2021 Κ.Υ.Α β) νομοτύπως, από την ίδια την αναιρεσείουσα - καταδικασθείσα, με δήλωση της στο γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, για την οποία συντάχθηκε η με αρ. 3/8-4-2021 έκθεση (άρθρα 466 παρ.1 και 474 παρ. 1 ΚΠΔ), και γ) παραδεκτώς, διότι ασκήθηκε από δικαιούμενο και έχον προς τούτο έννομο συμφέρον πρόσωπο, στρέφεται κατά υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο απόφασης και περιέχει ορισμένους λόγους αναιρέσεως και συγκεκριμένα, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων ( άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ ). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 291 παρ. 1 και 3 ΠΚ, οι οποίες ορθώς εφαρμόστηκαν στην προκειμένη περίπτωση κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, ως επιεικέστερες των αντιστοίχων διατάξεων (άρθρο 291 παρ. 1 και 2) του προϊσχύσαντος ΠΚ.: "1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, ή δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων, ε) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις τιμωρείται: αα) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη....3 Όποιος στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων από αμέλεια προκαλεί τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας ή οδηγεί επικίνδυνα και έτσι προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του απ αυτές προβλεπομένου, συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικώς μεν ή καθ" οιονδήποτε τρόπο διατάραξη με πράξη ή παράλειψη της ασφαλείας, εκτός των άλλων, και της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος ζωής ή υγείας ανθρώπου ή να επήλθε θάνατος, υποκειμενικώς δε για μεν την περίπτωση της παρ. 1 του ανωτέρου άρθρου δόλος (άμεσος ή ενδεχόμενος) για δε την περίπτωση της παρ. 3 αμέλεια. Το έγκλημα αυτό συντελείται με μόνη την δημιουργία της δυνατότητος επελεύσεως του κινδύνου χωρίς να απαιτείται και η πραγματική επέλευσή του. (ΑΠ 1280/2016, 354/2010). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Πρέπει συνεπώς για την ύπαρξη αμέλειας να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδους αμέλεια, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης από αμέλεια συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για την κατ' αυτόν τον τρόπο τελούμενη αξιόποινη πράξη από αμέλεια, που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο "όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή, ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του υπαιτίου να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμβαση ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διαταγή νόμου (ΑΠ 141/2020, 689/2020, 2041/2018). Επειδή, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου κώδικος, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, δια των οποίων έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στην συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθενται, τι προέκυψε κεχωρισμένως από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των, αρκεί να προκύπτει ανενδοιάστως ότι για τον σχηματισμό της περί της ενοχής του κατηγορουμένου κρίσεως το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνον, επιλεκτικώς, ορισμένα από αυτά. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τοιαύτης διατάξεως συντρέχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ως αληθή στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι το πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο υπό του Αρείου Πάγου ακυρωτικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. (ΑΠ 93/2020, 25/2020, 354/2010). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρούνται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δικάσαν κατ' έφεση, εδέχθη, ανελέγκτως, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία μνημονεύονται κατά το είδος τους, απεδείχθησαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις ανωμοτί καταθέσεις των παριστάμενων για την υποστήριξη της κατηγορίας πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, του προταθέντος από τους πολιτικώς ενάγοντες μάρτυρα για την υποστήριξη της κατηγορίας και των μαρτύρων υπερασπίσεως των εκκαλούντων - κατηγορουμένων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, δημόσια στο ακροατήριο, και την επισκόπηση των φωτογραφιών, που βρίσκονται στον φάκελο της δικογραφίας, σε συνδυασμό με την απολογία των εκκαλούντων - κατηγορουμένων, καθώς και από την όλη, εν γένει, αποδεικτική διαδικασία, προέκυψαν τα ακολούθως περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά: Την 6-12-2013 η υπ' αρ. 739 επιβατική αμαξοστοιχία ... του Ο.Σ.Ε., αποτελούμενη από δύο (2) οχήματα και οκτώ (8) άξονες, συνολικού βάρους εκατό είκοσι τεσσάρων (124) τόνων, εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Έδεσσα, με ώρα αναχώρησης 15:47' από τον Επιβατικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, μηχανοδηγό δε στα χειριστήριά της τον πρώτο εκκαλούντα - κατηγορούμενο, Γ. Π. του Β.. Η ως άνω αμαξοστοιχία περί ώρα 17:27 της ίδιας ημέρας (6-12-2013) προσέγγισε την ευρισκόμενη στο 75ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. Θεσσαλονίκης-Έδεσσας ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση Χ.Σ. ..., στην οποία το Α.Σ.Ι.Δ. (Αυτόματο Σύστημα Ισόπεδων Διαβάσεων) δεν λειτουργούσε από τις πρωινές ώρες της 4-12-2013, λόγω ηλεκτρονικής βλάβης, συγκεκριμένα δε δεν λειτουργούσαν τα κινητά φράγματα (μεταλλικές μπάρες), ενώ η φωτεινή - ηχητική ειδοποίηση διέλευσης τρένου ήταν συνεχώς σε λειτουργία, λόγω της προαναφερθείσας βλάβης, γεγονός που γνώριζε ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος, Γ. Π. του Β., καθόσον ενημερώθηκε αρμοδίως και εγκαίρως προς τούτο. Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι στον προαναφερόμενο τόπο (75ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. Θεσσαλονίκης -Έδεσσας), την ίδια ώρα (περί ώρα 17:27' την 6-12-2013), ο Α. Σ. του Π., οδηγώντας το υπ' αρ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, στο οποίο συνοδηγός ήταν ο γιος του, Κ. Σ. του Α. (πρώτος πολιτικώς ενάγων, παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας), έβαινε επί της Ε.Ο. Θεσσαλονίκης - Έδεσσας, με κατεύθυνση προς Έδεσσα, όταν δε προσέγγισε την προαναφερθείσα ισόπεδη διάβαση, προ της οποίας ήταν ακινητοποιημένα στη σειρά δύο (2) οχήματα, λόγω της ηχητικής ειδοποίησης περί διέλευσης αμαξοστοιχίας, προσπέρασε αυτά, θεωρώντας ότι άσκοπα ανέμεναν τη διέλευση αμαξοστοιχίας, καθόσον από προηγούμενες διελεύσεις του από την εν λόγω ισόπεδη διάβαση γνώριζε ότι το αυτόματο σύστημα ισόπεδης διάβασης παρουσίαζε βλάβη, εισήλθε ανέλεγκτα σ' αυτήν (ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση) και επιχείρησε να την διασχίσει κάθετα, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί πλαγιομετωπικά με την προαναφερθείσα διερχόμενη αμαξοστοιχία, μηχανοδηγός της οποίας ήταν ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος, Γ. Π. του Β., και να παρασυρθεί από αυτήν σε απόσταση εκατό εξήντα (160) μέτρων περίπου. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής ήταν ο μεν οδηγός του ως άνω υπ' αρ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, Α. Σ. του Π., να τραυματιστεί θανάσιμα, ειδικότερα δε να υποστεί βαρύτατες εγκεφαλικές κακώσεις, καθώς και πολλαπλές κακώσεις και κατάγματα κεφαλής, σώματος, πνευμόνων, ήπατος και σπλήνας, από τις οποίες επήλθε ακαριαία, ως μόνης ενεργού αιτίας, ο θάνατός του, ο συνοδηγός δε του παραπάνω οχήματος, Κ. Σ. του Α. (πρώτος πολιτικώς ενάγων, παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας), να υποστεί περιτραυματική αμνησία, εξαιτίας της οποίας νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Έδεσσας από 6-12-2013 έως και 9-12-2013. Το παραπάνω δυστύχημα, πέραν της συγκλίνουσας αμέλειας του οδηγού του προαναφερόμενου υπ' αριθμ.κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, Α. Σ. του Π., οφείλεται και σε υπαιτιότητα, με τη μορφή της αμέλειας, του πρώτου εκκαλούντος - κατηγορουμένου, Γ. Π. του Β. Η ως άνω κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στηρίζεται στην εκτίμηση του συνόλου των παραπάνω αποδεικτικών μέσων, κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), από τα οποία με σαφήνεια προέκυψε ότι ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος, Γ. Π., μολονότι ενημερώθηκε εγκαίρως και αρμοδίως, πριν την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας από τον Επιβατικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, με προορισμό την Έδεσσα, ότι στην ισόπεδη διάβαση ... δεν λειτουργούσε το Α.Σ.Ι.Δ. (Αυτόματο Σύστημα Ισόπεδων Διαβάσεων), λόγω ηλεκτρονικής βλάβης, κατά τα προαναφερόμενα, και ενώ όφειλε, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Γενικό Κανονισμό Κινήσεως του Ο.Σ.Ε. (Μέρος Α' Παράρτημα V παράγραφος 22 α'), κατευθυνόμενος προς την προαναφερόμενη ισόπεδη διάβαση, να μειώσει την ταχύτητα της αμαξοστοιχίας και να συνεχίσει την πορεία με μεγάλη προσοχή και με συνεχή σφυρίγματα, να είναι δε έτοιμος να την ακινητοποιήσει, αν αυτό καταστεί αναγκαίο, προ της διάβασης, όταν προσέγγισε τη συγκεκριμένη διάβαση, δεν μείωσε επαρκώς την ταχύτητα της αμαξοστοιχίας, ενόψει των ως άνω ιδιαίτερων συνθηκών, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, δεν προέβη σε έντονα παρατεταμένα συρίγματα, εφιστώντας έτσι την προσοχή των διερχομένων οδηγών των επιβατικών αυτοκινήτων, ώστε να σταματήσουν προ της διάβασης, δεδομένου ότι αυτή ήταν αφύλακτη, ούτε έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να είναι έτοιμος να ακινητοποιήσει την αμαξοστοιχία, εάν αυτό απαιτούνταν για να αποφευχθεί τυχόν σύγκρουση με επιβατικό όχημα, αλλά αντίθετα έβαινε απερίσκεπτα και με αυξημένη για τις επικρατούσες συνθήκες ταχύτητα, που ανερχόταν σε εβδομήντα πέντε χιλιόμετρα ανά ώρα (75 ΚΓΠ/Η), που καθιστούσε αδύνατη την ακινητοποίηση της εν λόγω αμαξοστοιχίας προ οποιουδήποτε εμποδίου, αποτέλεσμα δε της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς του ήταν, όπως ήδη προαναφέρθηκε, να συγκρουστεί πλαγιομετωπικά με το υπ' αρ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Α. Σ. του Π. και να το παρασύρει σε απόσταση τουλάχιστον εκατό εξήντα (160) μέτρων, με τις προαναφερθείσες συνέπειες, συγκεκριμένα δε τον θανάσιμο τραυματισμό του τελευταίου (Α. Σ. του Π.), καθώς και τον τραυματισμό του Κ. Σ. του Α. (πρώτου πολιτικώς ενάγοντος, παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας). Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα, εκτιμώμενα κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, προέκυψε ότι η δεύτερη εκκαλούσα - κατηγορουμένη, Σ. Σ. του Α., Προϊσταμένη του Τμήματος Συντήρησης Γραμμής Έδεσσας του Ο.Σ.Ε., ήταν αρμόδια, μεταξύ άλλων, να μεριμνά, σε περίπτωση ύπαρξης οποιοσδήποτε ανωμαλίας ή βλάβης σε ισόπεδες διαβάσεις που εξασφαλίζονται με Αυτόματο Σύστημα Ισόπεδων Διαβάσεων μετά δρυφράκτων (Α.Σ.Ι.Δ.), στο σιδηροδρομικό δίκτυο του Ο.Σ.Ε., από το ... μέχρι τουλάχιστον και την Έδεσσα, στο οποίο περιλαμβάνεται και η ισόπεδη διάβαση ..., για τη λήψη των απαραίτητων προφυλαχτικών μέτρων, μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης. Ειδικότερα, η δεύτερη εκκαλούσα - κατηγορουμένη, Σ. Σ. του Α., σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Γενικό Κανονισμό Κινήσεως του Ο.Σ.Ε. (Μέρος Α' Παράρτημα V παράγραφος 27 α', β' και γ'), είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, επιβαλλομένη εκ του νόμου, λόγω της προαναφερθείσας ιδιότητάς της, να φροντίσει για την άμεση προσωρινή φύλαξη της παραπάνω ισόπεδης διάβασης, που εμφάνισε βλάβη, δηλαδή την εξασφάλισή της από φύλακα, προκειμένου να πραγματοποιείται με ασφάλεια τόσο η διέλευση των αμαξοστοιχιών όσο και η κυκλοφορία των οχημάτων που διέρχονται κάθετα από αυτήν. Η δεύτερη εκκαλούσα - κατηγορουμένη, Σ. Σ. του Α. όμως, μολονότι την 4-12-2013 ειδοποιήθηκε άμεσα από το Τμήμα Θεσσαλονίκης της Γενικής Διεύθυνσης Δικτύου του Ο.Σ.Ε. για την ηλεκτρονική βλάβη που διαπιστώθηκε τις πρωινές ώρες της ίδιας ημέρας (4-12-2013) στο Αυτόματο Σύστημα Ισόπεδων Διαβάσεων (Α.Σ.Ι.Δ.) στη σιδηροδρομική διάβαση ..., που βρίσκεται στο ... της γραμμής ..., εξαιτίας της οποίας δεν λειτουργούσαν οι μεταλλικές προστατευτικές μπάρες, ενώ η φωτεινή και ηχητική ειδοποίηση διέλευσης αμαξοστοιχίας ήταν συνεχώς σε λειτουργία, και παρά τις συνεχείς έγγραφες ειδοποιήσεις του αρμόδιου Τμήματος Τροχαίας Έδεσσας, δεν φρόντισε με κάθε δυνατό τρόπο για την άμεση προσωρινή φύλαξη της παραπάνω ισόπεδης διάβασης, μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης, δηλαδή για τον έκτακτο ορισμό υπαλλήλου της υπηρεσίας της, προκειμένου να ενημερώνει τους διερχόμενους οδηγούς για τη διέλευση αμαξοστοιχιών, όπως υποχρεούνταν από τον νόμο, αν και γνώριζε ότι η οδός όπου βρισκόταν η συγκεκριμένη ισόπεδη διάβαση ήταν πολυσύχναστη, αλλά προέβη σε ελλιπή και ανεπαρκή μέτρα προφύλαξης, και μάλιστα με καθυστέρηση, δίδοντας εντολή μετά τις μεσημβρινές ώρες της 6-12-2013, για την τοποθέτηση πινακίδων πληροφόρησης σε κάθε ρεύμα κυκλοφορίας της Ε.Ο. Θεσσαλονίκης - Έδεσσας, στο ύφος της παραπάνω ισόπεδης διάβασης, εκατέρωθεν αυτής, στις οποίες αναγράφονταν "ΠΡΟΣΟΧΗ! ΙΣΟΠΕΔΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΕΚΤΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΕΡΝΑΤΕ ΜΕ ΔΙΚΙΑ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ", καθώς και για την τοποθέτηση άνωθεν αυτών παλλόμενου αναλάμποντος φανού, οι οποίες (πινακίδες πληροφόρησης) ωστόσο ήταν ορατές μόνο κατά την προσέγγιση των οχημάτων στην διάβαση και σε απόσταση μόλις δέκα (10) μέτρων από αυτήν, με αποτέλεσμα, εξαιτίας των ανωτέρω παραλείψεων, να καταστεί ιδιαιτέρως επικίνδυνη η κυκλοφορία στον σιδηρόδρομο και στην οδό που διασταυρωνόταν με αυτόν, με μεγάλη πιθανότητα πρόκλησης ατυχήματος, αφού οι οδηγοί διέρχονταν τη διάβαση χωρίς οποιαδήποτε φύλαξη και χωρίς επαρκή σήμανση και προειδοποίηση για τη διέλευση των αμαξοστοιχιών. Αποτέλεσμα της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς της δεύτερης εκκαλούσας - κατηγορουμένης, Σ. Σ. του Α., ήταν να διαταραχθεί η ασφάλεια του σιδηροδρόμου και να προκληθεί κίνδυνος για τους οδηγούς και τους επιβάτες τόσο των διερχόμενων αμαξοστοιχιών του Ο.Σ.Ε. όσο και των διερχόμενων οχημάτων, ο οποίος (κίνδυνος) πραγματοποιήθηκε περί ώρα 17:27' της 6-12-2013 στον ανωτέρω τόπο, οπότε και συνέβη το δυστύχημα που περιγράφεται παραπάνω, που είχε ως συνέπεια τον θάνατο του Α. Σ. του Π. και την πρόκληση σωματικής βλάβης στον Κ. Σ. του Α. (πρώτο πολιτικώς ενάγοντα, παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας). Ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός της δεύτερης εκκαλούσας - κατηγορουμένης, Σ. Σ. του Α., ότι δεν κατέστη δυνατή η εξασφάλιση της παραπάνω ισόπεδης διάβασης με φύλακα, λόγω έλλειψης προσωπικού στην υπηρεσία που προϊστατο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενόψει του ότι ο Γενικός Κανονισμός Κινήσεως του Ο.Σ.Ε. (Μέρος Α' Παράρτημα V παράγραφος 27 α', β' και γ') ρητά προβλέπει ότι σε περίπτωση βλάβης του Α.Σ.Ι.Δ. (Αυτόματου Συστήματος Ισόπεδων Διαβάσεων), για την οποία εγκαίρως είχε ενημερωθεί την 4-12-2013, όφειλε να φροντίσει για την άμεση προσωρινή φύλαξη της προαναφερθείσας ισόπεδης διάβασης, δηλαδή την εξασφάλιση της από φύλακα, σε συνδυασμό με το ότι στο σιδηροδρομικό δίκτυο του Ο.Σ.Ε., που είχε την ευθύνη, υπήρχαν άλλες τρεις (3) ισόπεδες διαβάσεις, που εξασφαλίζονταν με φύλακα, τους οποίους είχε τη δυνατότητα να ορίσει και για την εξασφάλιση της εν λόγω διάβασης, σε κάθε δε περίπτωση να ζητήσει από τους προϊσταμένους της τη διάθεση πρόσθετου προσωπικού, μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης στην παραπάνω ισόπεδη διάβαση, ενέργειες στις οποίες δεν προέβη, από αμέλεια, μολονότι είχε την δυνατότητα. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και τις προαναφερθείσες σκέψεις, κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στοιχειοθετείται στο πρόσωπο των εκκαλούντων - κατηγορουμένων τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων σε καθέναν από αυτούς παράνομων και αξιόποινων πράξεων, ειδικότερα δε στο πρόσωπο του πρώτου εκκαλούντος- κατηγορουμένου, Γ. Π. του Β., οι παράνομες και αξιόποινες πράξεις: α) της ανθρωποκτονίας, από αμέλεια, και β) της σωματικής βλάβης, από αμέλεια, από υπόχρεο, και στο πρόσωπο της δεύτερης εκκαλούσας - κατηγορουμένης. Σ. Σ. του Α., η παράνομη και αξιόποινη πράξη της διατάραξης της ασφάλειας σιδηροδρόμων (ήδη επικίνδυνη παρέμβαση στη συγκοινωνία μέσου σταθερής τροχιάς), από αμέλεια, τελεσθείσα δια παραλείψεως". Στη συνέχεια, το Εφετείο κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα της αξιόποινης πράξεως της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς από αμέλεια, τελεσθείσα δια παραλείψεως και ειδικότερα ότι: "στο 75ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. Θεσσαλονίκης -Έδεσσας, κατά το χρονικό διάστημα από 4-12-2013 έως 15-12-2013, από αμέλειά της, δηλαδή έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψής της και προκάλεσε διατάραξη της ασφάλειας της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος τούτου, συγκεκριμένα δε, ενώ ως προϊσταμένη του Τμήματος Συντήρησης Γραμμής Έδεσσας του Ο.Σ.Ε., ήταν αρμόδια, μεταξύ και άλλων, να μεριμνά, σε περίπτωση ύπαρξης οποιοσδήποτε ανωμαλίας ή βλάβης σε ισόπεδες διαβάσεις που εξασφαλίζονται με Αυτόματο Σύστημα Ισόπεδων Διαβάσεων μετά δρυφράκτων (Α.Σ.Ι.Δ.), στο σιδηροδρομικό δίκτυο του Ο.Σ.Ε., από το ... μέχρι τουλάχιστον και την Έδεσσα, στο οποίο περιλαμβάνεται και η ισόπεδη διάβαση ..., για τη λήψη των απαραίτητων προφυλακτικών μέτρων, μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης, ειδικότερα δε, ενώ σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Γενικό Κανονισμό Κινήσεως του Ο.Σ.Ε. (Μέρος Α' Παράρτημα V παράγραφος 27 α', β' και γ'), είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, επιβαλλομένη εκ του νόμου, ως εκ της προαναφερθείσας ιδιότητας της, να φροντίσει για την άμεση προσωρινή φύλαξη της ισόπεδης διάβασης που εμφανίζει βλάβη, ήτοι την εξασφάλισή της από φύλακα, προκειμένου να πραγματοποιείται με ασφάλεια τόσο η διέλευση των αμαξοστοιχιών όσο και η κυκλοφορία των οχημάτων που διέρχονται κάθετα από τις εν λόγω διαβάσεις, ωστόσο αυτή (δεύτερη εκκαλούσα - κατηγορουμένη, Σ. Σ. του Α.), μολονότι την 4-12-2013 ειδοποιήθηκε άμεσα από το Τμήμα Θεσσαλονίκης της Γενικής Διεύθυνσης Δικτύου του Ο.Σ.Ε. για την ηλεκτρονική βλάβη που διαπιστώθηκε τις πρωινές ώρες της ιδίας ημέρας (4-12-2013) στο Αυτόματο Σύστημα Ισόπεδων Διαβάσεων (Α.Σ.Γ.Δ.) στη σιδηροδρομική διάβαση ..., που βρίσκεται στο ... της γραμμής ..., εξαιτίας της οποίας δεν λειτουργούσαν οι μεταλλικές προστατευτικές μπάρες και η φωτεινή - ηχητική ειδοποίηση διέλευσης αμαξοστοιχίας ήταν συνεχώς σε λειτουργία, και παρά τις συνεχείς έγγραφες ειδοποιήσεις του αρμόδιου Τμήματος Τροχαίας Έδεσσας, δεν φρόντισε με κάθε δυνατό τρόπο για την άμεση προσωρινή φύλαξη της παραπάνω διάβασης, μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης, ήτοι για τον έκτακτο ορισμό υπαλλήλου της υπηρεσίας της, προκειμένου να ενημερώνει τους διερχόμενους οδηγούς για τη διέλευση αμαξοστοιχιών, όπως υποχρεούνταν από τον νόμο, αν και γνώριζε ότι η οδός όπου βρισκόταν η συγκεκριμένη διάβαση ήταν πολυσύχναστη, αλλά προέβη σε ελλιπή και ανεπαρκή μέτρα προφύλαξης, και μάλιστα με καθυστέρηση, δίδοντας εντολή μετά τις μεσημβρινές ώρες της 6-12-2013 για την τοποθέτηση πινακίδων πληροφόρησης σε κάθε ρεύμα κυκλοφορίας της Ε.Ο. Θεσσαλονίκης - Έδεσσας, στο ύφος της παραπάνω ισόπεδης διάβασης, εκατέρωθεν αυτής, στις οποίες αναγράφονταν "ΠΡΟΣΟΧΗ! ΙΣΟΠΕΔΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΕΚΤΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΕΡΝΑΤΕ ΜΕ ΔΙΚΙΑ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ", καθώς και για την τοποθέτηση άνωθεν αυτών παλλόμενου αναλάμποντος φανού, οι οποίες (πινακίδες πληροφόρησης) ωστόσο ήταν ορατές μόνο κατά την προσέγγιση των οχημάτων στην διάβαση και σε απόσταση μόλις δέκα (10) μέτρων από αυτήν, με αποτέλεσμα, εξαιτίας των ανωτέρω παραλείψεων, να καταστεί ιδιαιτέρως επικίνδυνη η κυκλοφορία στον σιδηρόδρομο και στην οδό όπου διασταυρωνόταν με αυτόν, με μεγάλη πιθανότητα πρόκλησης ατυχήματος, αφού οι οδηγοί διέρχονταν τη διάβαση χωρίς οποιαδήποτε φύλαξη και χωρίς επαρκή σήμανση και προειδοποίηση για τη διέλευση των αμαξοστοιχιών, συνέπεια δε της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς της (δεύτερης εκκαλούσας - κατηγορουμένης, Σ. Σ. του Α.) ήταν να διαταραχθεί η ασφάλεια του σιδηροδρόμου και να προκληθεί κίνδυνος για τους οδηγούς και τους επιβάτες τόσο των διερχόμενων αμαξοστοιχιών του Ο.Σ.Ε. όσο και των διερχόμενων οχημάτων, ο οποίος (κίνδυνος) πραγματοποιήθηκε περί ώρα 17:27' της 6-12-2013 στον ανωτέρω τόπο, όταν η υπ' αρ. 739 επιβατική αμαξοστοιχία που χειριζόταν ο Γ. Π. του Β. (πρώτος εκκαλών -κατηγορούμενος) συγκρούστηκε με το υπ' αρ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Α. Σ. του Π., με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του τελευταίου, ο οποίος δεν αντελήφθη ότι πλησίαζε η αμαξοστοιχία, δεδομένου ότι η διάβαση ήταν αφύλαχτη, όπως προαναφέρθηκε και ο ως άνω πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος, Γ. Π. του Β..., δεν προειδοποίησε με συνεχή συρίγματα για την επικείμενη διέλευση της (αμαξοστοιχίας) και έτσι επιχείρησε να διαβεί κάθετα (και από δική του συντρέχουσα αμέλεια με το να μην διακόψει την πορεία του και να μην εκκινήσει πριν βεβαιωθεί ότι δεν πλησιάζει σιδηροδρομικός συρμός) την εν λόγω διάβαση την ώρα που προσέγγιζε η αμαξοστοιχία, ειδικότερα δε ο προαναφερόμενος Α. Σ. του Π. υπέστη βαρύτατες εγκεφαλικές κακώσεις και πολλαπλές κακώσεις και κατάγματα κεφαλής, σώματος, πνευμόνων, ήπατος και σπλήνα από τις οποίες επήλθε, ως μόνης ενεργούς αιτίας, ο θάνατος του, καθώς και την πρόκληση σωματικής βλάβης στον Κ. Σ. του Α. (πρώτο πολιτικώς ενάγοντα, παριστάμενα για την υποστήριξη της κατηγορίας)". Με αυτά που εδέχθη το Εφετείο διέλαβε, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, την κατά την ανωτέρω έννοια ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα εκ της ακροαματικής διαδικασίας προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, θεμελιούντα εξ αντικειμένου και υποκειμένου την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία επείσθη για την ύπαρξη τους, καθώς και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 291 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Συγκεκριμένα, στην προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση ή λογικά κενά: α) Τα κατά νόμο απαραίτητα πραγματικά περιστατικά, που πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εξ αμελείας διαταράξεως της ασφάλειας σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος ζωής ή υγείας ανθρώπου, ο οποίος μάλιστα πραγματώθηκε, για το οποίο κατεδικάσθη η αναιρεσείουσα. β) Όλα εκείνα τα περιστατικά πού θεμελιώνουν τις παραδοχές του ότι η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα δεν κατέβαλε κατ' αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή που όφειλε να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, ότι υπάρχει αντικειμενικά αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψής της και του επελθόντος αποτελέσματος, της ως άνω αναφερθείσης διαταράξεως της ασφάλειας της συγκοινωνίας μέσου σταθερής τροχιάς και τέλος ότι αυτή είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, με αναφορά των κειμένων διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Κινήσεως του ΟΣΕ (Μέρος Α' Παράρτημα V παράγραφος 27 α, β', και γ') από τις οποίες πηγάζει και το επάγγελμά της. Ειδικότερα: όσον αφορά τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας α) για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη ως αβασίμου του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού της, ότι υπήρχε αδυναμία να εξασφαλίσει την φύλαξη της ισόπεδης διάβασης, το Δικαστήριο διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία, παραθέτοντας τα περιστατικά επί των οποίων θεμελιώνεται η σχετική παραδοχή του, όπως προέκυψαν από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, όπως γνώση της αναιρεσείουσας της επικινδυνότητας της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί και επέβαλε την άμεση λήψη μέτρων φύλαξης, τις συνεχείς έγγραφες ειδοποιήσεις του οικείου τμήματος τροχαίας, τη δυνατότητα σωστής σήμανσης για την προειδοποίηση των οδηγών και τη δυνατότητα διάθεσης φύλακα αυτής, β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 15 και 291 παρ.3 ΠΚ, καθόσον δέχτηκε, "ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της φερομένης παραλείψεως μου να εξασφαλίσω τη φύλαξη της διαβάσεως με την τοποθέτηση φύλακα και του επελθόντος αποτελέσματος, διότι εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή η ασφάλεια της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας εξασφαλιζόταν από τη μειωμένη ταχύτητα της αμαξοστοιχίας και την αυξημένη προσοχή του μηχανοδηγού σύμφωνα με το άρθρο 22α του Γενικού Κανονισμού Κινήσεως του ΟΣΕ", στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, ενόψει ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η αμελής συμπεριφορά του συγκατηγορουμένου της αναιρεσείουσας Γ. Π., συνδέεται αιτιωδώς με το θάνατο του οδηγού και τον τραυματισμό του συνοδηγού του με αρ. κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκινήτου, που συγκρούστηκε με την αμαξοστοιχία στην ανωτέρω διάβαση την 6-12-2013, ενώ αντιθέτως, η αξιόποινη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας συνδέεται αιτιωδώς με την διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς από αμέλεια, πράξη για την οποία και καταδικάστηκε, δηλαδή πράξη διαφορετική κατά τα στοιχεία που την θεμελιώνουν, από εκείνη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που καταδικάστηκε ο συγκατηγορούμενός της, γ) ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα επικαλούμενα απ' αυτή αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα 1) την από Σεπτέμβριο του 2017 έρευνα και τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης και ανάλυσης συνθηκών τροχαίου ατυχήματος της "..." 2) την από 6-12-2013 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος της Τροχαίας Έδεσσας και 3) την επ' ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρος Β. Π., ως προς την επάρκεια των μέτρων προφύλαξης που είχε λάβει, είναι αβάσιμες, καθότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, για το σχηματισμό της περί της ενοχής της κατηγορουμένης κρίσεώς του, μνημονεύει όλα τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκθέτει τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, με τα οποία και συνεκτίμησε τα ανωτέρω αναφερόμενα και δεν είχε υποχρέωση αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης μεταξύ τους. Ακολούθως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 298 ΠΚ, που περιλαμβάνεται στο ΙΔ' κεφάλαιο του ΠΚ, "1. Η διάταξη του άρθρου 289 παρ. 1 έχει ανάλογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 των άρθρων 290, 290 Α και 292 και της παρ. 3 του άρθρου 291. 2. Η διάταξη του άρθρου 289 παρ. 2 έχει ανάλογη εφαρμογή και στα εγκλήματα αυτού του κεφαλαίου". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 289 ΠΚ, "1. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 των άρθρων 264, 268, 270, 273, 275, 277 και 286 και της παραγράφου 3 του άρθρων 265, και 279 και της παρ. 4 του άρθρου 285 ο υπαίτιος δεν τιμωρείται αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή του. 2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων του παρόντος κεφαλαίου το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή της". Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προτείνονται από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορο του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί δικαστικής αφέσεως της ποινής, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην απαλλαγή από την ποινή σε περίπτωση συνδρομής των προβλεπομένων, υπό των ως άνω διατάξεων προϋποθέσεων. Προϋποτίθεται όμως ότι η προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού έγινε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και με προφορική του ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη νομική και πραγματική θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους [ΑΠ 636/2019, ΑΠ 294/2019].
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνεται ότι μετά την απαγγελία της απόφασης περί ενοχής των κατηγορουμένων, η συνήγορος της αναιρεσείουσας ζήτησε, "κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 298 ΠΚ, να μην επιβληθεί ποινή σε βάρος της ως άνω εντολέα της". Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με το ακόλουθο σκεπτικό: "..Ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός .... πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη, καθόσον από την εκτίμηση των παραπάνω αποδεικτικών μέσων, κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 παρ. 1 του ΚΠοινΔ ), δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν την παραδοχή του, λαμβανομένου υπόψη ότι όχι μόνο δεν απετράπη ο κίνδυνος που προκλήθηκε στη συγκοινωνία από την προαναφερθείσα αμελή συμπεριφορά της, με ενέργειες της ή αναγγελία της στις αρμόδιες αρχές, αλλά πραγματώθηκε, καθόσον επήλθε ο θάνατος του Α. Σ. του Π. και η πρόκληση σωματικής βλάβης στον Κ. Σ. του Α.....κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της αποφάσεως". Το εν λόγω όμως αίτημα που προβλήθηκε μόνο με την παράθεση-επίκληση της προηγούμενης νομικής διάταξης, χωρίς, παντελώς, να γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών προς θεμελίωσή του, ούτε να προσδιορίζεται αν επρόκειτο για την περίπτωση αποτροπής κινδύνου (άρθρο 289 παρ. 1 ΠΚ) ή για την περίπτωση αποτροπής εξέλιξης του κινδύνου (άρθρο 289 παρ. 2 ΠΚ), ήταν απαράδεκτο, αφού δεν προβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερομένων ουσιαστικών διατάξεων, για το λόγο ότι το Δικαστήριο δέχτηκε ότι απαιτείτο αποτροπή του κινδύνου και όχι αποτροπή της εξέλιξης αυτού, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Σε κάθε περίπτωση με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο και απέρριψε ως αβάσιμο κατ' ουσία τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω αναφερθέντων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, σχετικά με την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από όλα τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).»
Απόφαση 282 / 2013 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για διατάραξη ασφαλείας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία επήλθαν θάνατοι από αμέλεια, και για παράβαση ΚΟΚ. Στοιχεία εγκλημάτων διαταράξεως και ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Έννοια ενδεχομένου δόλου και αμέλειας. Πότε συρρέουν η διατάραξη και η ανθρωποκτονία από αμέλεια. Όταν η πρώτη οφείλεται σε δόλο, απορροφά τη δεύτερη, εφόσον δεν έχει μεσολαβήσει άλλη ανεξάρτητη, αυτοτελής και
μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη εκείνης με την οποία τελέστηκε η διατάραξη, και επιβάλλεται μια ποινή (290 παρ. 1 β ΠΚ) (ΟλΑΠ 4/2010). Όταν οφείλεται σε αμέλεια, τα εγκλήματα συρρέουν αληθινά κατ" ιδέαν και επιβάλλονται χωριστές ποινές (290 παρ. 2, 302 παρ. 1 ΠΚ). Έλλειψη αιτιολογίας ως προς ενδεχόμενο δόλο. Αναίρεση ως προς καταδικαστική διάταξη για τη διατάραξη, αναγκαίως δε και ως προς καταδικαστική διάταξη
για τις ανθρωποκτονίες από αμέλεια, και ως προς τη διάταξη για τον καθορισμό συνολικής ποινής, και παραπομπή.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουνίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 997/2012.
«Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος". Ως διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας νοείται η πράξη που καθιστά τη διεξαγωγή της συγκοινωνίας μη ασφαλή, δημιουργώντας συνθήκες που καθιστούν τη συνέχιση της ασφαλούς κινήσεως αδύνατη ή πολύ δυσχερή, που καθιστούν, δηλαδή, τη συγκοινωνία επικίνδυνη. Στο μέτρο που η κίνηση στους δρόμους ούτως ή άλλως περικλείει κινδύνους, η έννοια της διαταράξεως της ασφάλειας της συγκοινωνίας στοιχειοθετείται όταν η πράξη έχει ως αποτέλεσμα την επαύξηση του συνηθισμένου κινδύνου που ενυπάρχει σε κάθε κίνηση στους δρόμους. Η διάταξη προστατεύει κυρίως την ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας. Πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου δεν αρκεί μόνο η διατάραξη - όταν δηλ. δημιουργούνται συνθήκες κινδύνου, κατά την ανωτέρω έννοια, για την ασφαλή διεξαγωγή της άνω συγκοινωνίας- αλλά πρέπει, επί πλέον, από αυτή να μπορεί να προκύψει κίνδυνος (θανάτου ή σωματικής βλάβης) για άνθρωπο (ή να επήλθε όντως τέτοιος κίνδυνος). Η ελεγχόμενη πράξη διαταράξεως μπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση ή, αντιθέτως, να μην υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξαιτίας της εντάσεως, ποιότητας και μορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Κάθε επικίνδυνη παρατεινόμενη συμπεριφορά οδηγών αυτοκινήτων στους δρόμους (επικίνδυνη οδήγηση, οδήγηση υπό καθεστώς μέθης, υπερβολική ταχύτητα, κ.λπ.) αποτελεί καθαυτή αξιόποινη πράξη διαταράξεως, κατά την ανωτέρω έννοια, γιατί α) θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της συγκοινωνίας της οδού επί της οποίας κινείται το όχημα και β) δημιουργεί με την κίνησή του στους δρόμους έναν εν δυνάμει κίνδυνο για αόριστο αριθμό προσώπων, αφού η οδήγηση οχήματος με υπερβολική ταχύτητα ή υπό το κράτος μέθης, κ.λπ. μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόσκρουση σε άλλα οχήματα ή επί πεζών και την προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αόριστου αριθμού ατόμων. Υποκειμενικώς απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Με άμεσο δόλο, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ.1 του ΠΚ, ενεργεί όποιος επιδιώκει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της πράξεως ή παραλείψεώς του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως ενδεχόμενο το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Η απαιτούμενη κατά τον νόμο πρόθεση πρέπει να καλύπτει, όχι τον θάνατο ή τη σωματική βλάβη, ή ακόμη τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα είτε των επιβατών του οχήματος είτε των χρησιμοποιούντων την οδό, αλλά τη διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας και τη δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου από αυτήν. Ενδεχόμενος δόλος, η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά επιδιώκει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και, παρά ταύτα, προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Για τον προσδιορισμό της εννοίας της αποδοχής του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Ένα από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας, η χρησιμότητά του οποίου ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ένας δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Η "ελπίδα" και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο από αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν εννοίας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο καθ' όσον η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της εννοίας του ενδεχομένου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά ταύτα, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει. Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχομένου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πίστη ότι δεν θα επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτής και ενδεχομένου δόλου, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό στοιχείο και των δύο. Δηλαδή ο ενδεχόμενος δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια μοιάζουν στο γνωστικό ή διανοητικό στοιχείο, αφού και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης πιθανολογεί την επέλευση του αποτελέσματος. Διαφέρουν όμως ριζικά στο βουλητικό στοιχείο, διότι στην ενσυνείδητη αμέλεια ο δράστης αποκρούει εσωτερικά το αποτέλεσμα, ενεργεί όμως, γιατί εσφαλμένα πιστεύει ότι θα το αποφύγει, ενώ στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξεως ή της παραλείψεώς του δεν απώθησε από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και, εντεύθεν, το επιδοκίμασε. Ώστε λοιπόν ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει το αποτέλεσμα ως πιθανό (ενδεχόμενο) και το αποδέχεται, υπό την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή συμβιβάζεται με αυτό, δηλαδή προχωρεί στην επιδίωξη του στόχου του παρά τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του, αδιαφορεί για την τύχη του εννόμου αγαθού, ενώ συγχρόνως δεν έχει λόγους να πιστεύει σε μια επιτυχή έκβαση του πράγματος και στη μη επέλευση του αποτελέσματος. Σε ό,τι αφορά ειδικά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών, για την κατάφαση του δόλου αρκεί να γνωρίζει και να αποδέχεται ο δράστης, έστω και ως ενδεχόμενο, ότι παραβιάζει τους κανόνες ασφαλούς οδηγήσεως, σύμφωνα με τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, και ότι, από την παραβίαση αυτή, μπορεί το αυτοκίνητο να εκτραπεί της πορείας του και να συγκρουσθεί με άλλο όχημα ή να επιπέσει επί πεζών και να δημιουργηθεί έτσι κίνδυνος ανθρώπου. Όταν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, κατά την κατωτέρω έννοια και διακρίσεις αυτής, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος με φυλάκιση.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε κατ' αντικειμενική κρίση την προσοχή που κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός μπορούσε με βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα του τελεσθέντος εγκλήματος. Ακόμη, απαιτείται αντικειμενικώς αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμέλειάς του. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 28 του ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε άνευ συνειδήσεως αμέλεια, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, και σε ευσυνείδητη αμέλεια, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, πιστεύει όμως ότι θα το αποφύγει.
Τέλος, αν από την πράξη της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών επέλθει θάνατος ή σωματική βλάβη, υπάρχει συρροή κατ' ιδέαν του εγκλήματος αυτού και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Αν δε η από πρόθεση διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, με πράξεις ή παραλείψεις οφειλομένων ενεργειών και, γενικότερα, όπως αποδίδεται στον κατηγορούμενο, από μόνη της, χωρίς να μεσολαβήσει άλλη αμελής συμπεριφορά αυτού, ανεξάρτητη, αυτοτελής και μεταγενέστερη εκείνων ή εκείνης, με τις οποίες τελέσθηκε η διατάραξη, είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο, θα εφαρμοσθεί μόνον η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β του ΠΚ, που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη αυτή, και όχι και εκείνη του άρθρου 302 του ΠΚ, που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, το οποίο συρρέει φαινομενικά με εκείνη και απορροφάται από αυτή (Ολομ. ΑΠ 4/2010). Αν, όμως, και η διατάραξη οφείλεται σε αμέλεια, εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 290 του ΠΚ και η συρροή με την ανθρωποκτονία από αμέλεια είναι αληθινή κατ' ιδέαν, οπότε ο δράστης θα τιμωρηθεί και γι' αυτήν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Όταν, όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, η αιτιολογία πρέπει, όπως αναφέρθηκε, να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της προβλέψεως του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του και δη ότι ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξεως ή της παραλείψεώς του δεν απώθησε από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και, εντεύθεν, το επιδοκίμασε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 128, 200, 201/2012 απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών τελεσθείσας με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία επήλθε ο θάνατος των Μ. Μ. και Ε. Π., ο οποίος οφειλόταν σε αμέλεια αυτού, και παραβάσεως του άρθρου 43 παρ. 2 στοιχ. α, β, 4 του ν. 2696/1999, πράξεις που τέλεσε με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά από αυτές, και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών για τη διατάραξη της ασφαλείας των συγκοινωνιών, η οποία απορρόφησε τις ανθρωποκτονίες (μία ενιαία ποινή για τα εν λόγω εγκλήματα που του αποδίδονται) και φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών για την παράβαση του Κ.Ο.Κ. και συνολική καθείρξεως έξι (6) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, όσον αφορά τη διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, ως προς την οποία και μόνο προσβάλλεται η απόφασή του (ενώ δεν προσβάλλεται ως προς το κεφάλαιο της παραβάσεως του Κ.Ο.Κ.), αναγκαίως δε και ως προς τις ανθρωποκτονίες από αμέλεια που συνέχονται με αυτήν, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχτηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ... Παρά δε το γεγονός ότι: α) στερείτο άδειας ικανότητας οδηγήσεως, β) είχε καταναλώσει πιο πριν με τη θέλησή του αλκοολούχα ποτά, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε κατάσταση υπερδιέγερσης και υπερεκτίμησης των ικανοτήτων και δυνατοτήτων του περί το οδηγείν, γ) επρόκειτο να οδηγήσει ένα ογκώδες όχημα που απαιτούσε οδηγική δεξιοτεχνία και εμπειρία για να κινηθεί μέσα σε πόλη και δ) επρόκειτο να κινηθεί νύχτα σε οδούς με αυξημένη κυκλοφορία πεζών και οχημάτων, εντούτοις επιβιβάστηκε στο παραπάνω όχημα και οδήγησε αυτό επί της οδού Απόλλωνος, που είναι διπλής κυκλοφορίας, με κατεύθυνση από τον Λαιμό της Βουλιαγμένης προς την παραλιακή λεωφόρο Ποσειδώνος. Πρέπει να σημειωθεί ότι η οδός Απόλλωνος, που όπως ειπώθηκε είναι διπλής κατευθύνσεως, στο σημείο που εν προκειμένω ενδιαφέρει, ήτοι λίγο πριν από την συνάντηση της με την καθέτως εξικνούμενη οδό Αρμονίας, έχει συνολικό πλάτος οδοστρώματος 8,80μ, ήτοι 4,40μ κάθε ρεύμα κυκλοφορίας ενώ στο προς την Λεωφόρο Ποσειδώνος ρεύμα κυκλοφορίας της εν λόγω οδού Απόλλωνος εφάπτετο πεζοδρόμιο πλάτους 2,20 μ. Στην οδό αυτή και στην πορεία των κινουμένων προς τον Λαιμό Βουλιαγμένης υπήρχε πινακίδα Ρ -3 , που ενημέρωνε τους οδηγούς για σημείο ενάρξεως περιπάτου, (...) ... μόλις επιβιβάστηκε στο παραπάνω όχημα, ανέπτυξε υπερβολική ταχύτητα, που έφθανε τα 100 χλμ. ανά ώρα και πάντως ήταν κατά πολύ υπέρτερη της μεγίστης επιτρεπομένης στο σημείο εκείνο, (50 χ.ω. ως κατοικημένη περιοχή), πραγματοποιούσε διαρκώς αδικαιολόγητους επικίνδυνους ελιγμούς, κατά τρόπο ώστε να προκαλείται φόβος και κίνδυνος στους λοιπούς χρήστες της οδού για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος, ενώ παραβίασε και τον υφιστάμενο στην πορεία του ερυθρό σηματοδότη ... ενώ εκατέρωθεν των δύο αντίθετων ρευμάτων πορείας της εν λόγω οδού υφίστανται πεζοδρόμια για την κίνηση των πεζών, ειδικά δε το πεζοδρόμιο που υπάρχει στη δεξιά πλευρά του ρεύματος πορείας προς την Λεωφόρο Βουλιαγμένης είναι υπερυψωμένο, σε σχέση με το ασφάλτινο οδόστρωμα της οδού Απόλλωνος και διαχωρίζεται από αυτό με ξύλινα κιγκλιδώματα, που έχουν τοποθετηθεί στην εξωτερική του πλευρά (προς το δρόμο) και καθ' όλο το μήκος αυτού, στη δε εσωτερική του πλευρά υπάρχει τσιμεντένιο στηθαίο, που το οριοθετεί από δενδροφυτεμένο χωμάτινο έρεισμα, πλάτους 1,10 μέτρων. Επί του πεζοδρομίου τούτου, που έχει πλάτος 2,20 μέτρα, κινούνταν πεζοί, με κατεύθυνση αντίθετη από εκείνη των οχημάτων, δηλαδή με πρόσωπο προς την κίνηση αυτών, ο Ο. Α., πλησίον του ξύλινου κιγκλιδώματος, δίπλα του η σύντροφος του Μ. Μ. του Γ., ηλικίας τότε 39 ετών και δίπλα σ' αυτήν η Ε. Π. του Γ., ηλικίας τότε 53 ετών. Κατά τη χρονική στιγμή που διερχόταν από το σημείο εκείνο ο εκκαλών κατηγορούμενος, συνέχιζε να οδηγεί με επικίνδυνους ελιγμούς "ζιγκ ζαγκ" και με αμείωτη την ταχύτητα του αυτοκινήτου του, υπερεκτιμώντας προφανώς τις οδηγικές του ικανότητες και τις δυνατότητες του οχήματός του. Στο σημείο αυτό (από) έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει ως μέτρια συνετός οδηγός, σε συνδυασμό προς την ανεπιτηδειότητα περί την οδήγηση, την υπερβολική ταχύτητα, που είχε αναπτύξει, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος που οδηγούσε, με αποτέλεσμα τούτο να εκτραπεί δεξιά της πορείας του, να εξέλθει του οδοστρώματος, να προσκρούσει στα ξύλινα προστατευτικά κιγκλιδώματα του πεζοδρομίου, να σπάσει αυτά σε μήκος 11 μέτρων, να ανέλθει επί του πεζοδρομίου και να διασχίσει αυτό διαγωνίως, να προσκρούσει στο τσιμεντένιο στηθαίο, που οριοθετεί το πεζοδρόμιο από το χωμάτινο δενδροφυτεμένο έρεισμα και ακολούθως να κινηθεί και πάλι διαγωνίως επί του ίδιου πεζοδρομίου σε απόσταση ακόμη 26,50 μέτρων περίπου, παρασέρνοντας με το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του τη Μ. Μ. και την Ε. Π. για αρκετά μέτρα πάνω στο εμπρόσθιο καπό του τζιπ και εκτινάσσοντας εν τέλει αυτές επί του οδοστρώματος, ... . Συνεπεία του προπεριγραφέντος τροχαίου συμβάντος επήλθε αφενός μεν ο αυθημερόν θανάσιμος τραυματισμός της Μ. Μ., λόγω των βαριών κακώσεων κεφαλής, που υπέστη, αφετέρου δε ο σοβαρός τραυματισμός της Ε. Π., η οποία υπέστη, μεταξύ άλλων, βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και υποσκληρίδιο αιμάτωμα αριστερά βρεγματικά. Η τελευταία υποβλήθηκε ... όπου και συνεπεία αποκλειστικά του προπεριγραφόμενου βαρύτατου τραυματισμού της εξέπνευσε, στις 20-2-2008, ήτοι μετά πάροδο 17μήνου περίπου. ... Με βάση τα παραπάνω περιστατικά η συμπεριφορά του εκκαλούντος κατ/νου αξιολογείται ποινικώς ως ακολούθως: Α) Αναφορικά με το έγκλημα της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών: Ο εκκαλών κατηγορούμενος διατάραξε την ασφάλεια της συγκοινωνίας στο δρόμο, καθόσον χωρίς να κατέχει άδεια ικανότητας οδηγήσεως, α) οδηγούσε νύχτα εντός κατοικημένης περιοχής ένα ογκώδες όχημα (τζιπ), για την κίνηση του οποίου απαιτείτο ιδιαίτερη οδική ικανότητα, σε σχέση με τα υπόλοιπα ΙΧΕ αυτοκίνητα, β) ανέλαβε την οδήγηση του αυτοκινήτου, ενώ είχε προηγουμένως καταναλώσει με τη θέληση του αλκοολούχα ποτά, γ) ανέπτυξε υπερβολική σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες που προσέγγιζε τα 100 χλμ/ώρα και πάντως ξεπερνούσε κατά πολύ το όριο των 50 χ.ω, δ) εκτελούσε επικίνδυνους ελιγμούς "ζιγκ ζαγκ", και ε) δεν μετρίασε -ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματός του, αν και εκινείτο σε δρόμο με κατωφέρεια και καμπύλη στην πορεία του. Εξαιτίας των παραπάνω παραμέτρων οδήγησης, ο εκκαλών κατηγορούμενος, από υπαιτιότητά του αδυνατούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματος του και να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς για την αποφυγή ατυχήματος και έτσι δημιουργούσε κινδυνώδη κατάσταση για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα αφηρημένου αριθμού προσώπων, τα οποία χρησιμοποιούσαν είτε πεζοί είτε εποχούμενοι τις οδούς, που χρησιμοποιούσε και εκείνος για την κίνηση του οχήματος του. Ο εκκαλών κατ/νος, λόγω της ηλικίας του, των εμπειρικών του γνώσεων και της επαγγελματικής και κοινωνικής του θέσης (...), γνώριζε με βεβαιότητα ότι υπό τις ανωτέρω συνθήκες οδήγησης ήταν ενδεχόμενο να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας στο δρόμο. Κατά την άποψη που επεκράτησε στο δικαστήριο και σύγκειται από τις ψήφους των τεσσάρων ενόρκων, ο εκκαλών κατ/νος αποδέχθηκε εμπράκτως την κινδυνώδη αυτή κατάσταση. Τούτο σημαίνει, κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο άποψη, ότι διετάραξε την ασφάλεια της συγκοινωνίας στο δρόμο με ενδεχόμενο δόλο, και όχι εξ αμελείας, όπως αβάσιμα υποστήριξε ο κατ/νος με τον προταθέντα αυτοτελή ισχυρισμό για εφαρμογή του άρθρου 290§2 Π.Κ., ο οποίος τυγχάνει απορριπτέος. (Ακολουθεί η άποψη της μειοψηφίας). Β)Ως προς το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή: Κατά την ομόφωνη κρίση του δικαστηρίου ο εκκαλών κατ/νος, κατά την οδήγηση του οχήματός του δεν κατέβαλε το καθήκον της προσοχής, το οποίο κάτω από τις ίδιες περιστάσεις επιβάλλουν σε κάθε μέτρια συνετό οδηγό οι κανόνες που ρυθμίζουν το επάγγελμα του και οι κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, αλλά και μπορούσε να καταβάλλει σύμφωνα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες. Έτσι δεν προέβλεψε, ενώ αν πρόσεχε θα μπορούσε να προβλέψει και αποφύγει, το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα του συνεπεία παρασύρσεως θανάτου των δύο πεζών γυναικών, που τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την παράλειψή του, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά του κατά την κοινή αντίληψη είναι η αμέσως προκαλέσασα το ατύχημα ή τελεί σε σχέση αιτιότητος προς αυτό. Προκειμένης δε διαταράξεως της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, που είχε ως συνέπεια τον θάνατο, κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο άποψη, από ενδεχόμενο δόλο, οπότε τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ, που προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, και ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, που προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημ/τος και αποτελεί το έλασσον, υφίσταται φαινόμενη συρροή με αποτέλεσμα το δεύτερο έγκλημα να απορροφάται από το πρώτο. Και τούτο γιατί ... Επομένως θα εφαρμοσθεί μόνον η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη αυτή και όχι και εκείνη του άρθρου 302 ΠΚ, που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή. (Ακολουθεί η σκέψη για την παράβαση του Κ.Ο.Κ., που δεν προσβάλλεται)". Στο δε διατακτικό, ως προς το κρίσιμο ζήτημα του αν ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, αναφέρεται ότι "ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι με την προπεριγραφείσα οδηγική συμπεριφορά του υπό τις ως άνω κυκλοφοριακές συνθήκες διαταράσσει την ασφαλή κυκλοφορία οχημάτων και πεζών στην εν λόγω οδό και ότι από την διατάραξη αυτή υπήρχε η δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου ζωής για ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν την εν λόγω οδό, αποδέχτηκε δε τον κίνδυνο αυτό ο οποίος επήλθε".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της διαταράξεως της ασφαλείας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία επήλθαν θάνατοι, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 290 παρ. 1 και 302 παρ. 1 του ΠΚ. Συγκεκριμένα, δεν αιτιολογείται α) γιατί ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά την τέλεση της πράξεως της διαταράξεως των συγκοινωνιών, βρισκόταν σε ενδεχόμενο δόλο, όταν αφενός δεν αναφέρεται κάποιο λογικό κίνητρο αυτού προς διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος και αφετέρου και ο ίδιος κατέστη εν δυνάμει θύμα της πράξεώς του, αφού, με την εγκληματική του συμπεριφορά (οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα, κ.λπ.), θα μπορούσε και ο ίδιος να τραυματισθεί από ενδεχόμενη ανατροπή ή πρόσκρουση του οχήματος που οδηγούσε, ανεξαρτήτως των οικονομικών συνεπειών που θα είχε σε βάρος του ένα αυτοκινητικό ατύχημα από υπαιτιότητά του και β) αν αυτός την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξεώς του (της παραβατικής συμπεριφοράς του κατά την οδήγηση) δεν είχε απωθήσει από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα, ότι, δηλαδή, με τον τρόπο που οδηγούσε, θα διατάρασσε την ασφάλεια των συγκοινωνιών, που είχε προβλέψει και, επομένως, το επιδοκίμασε. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την καταδικαστική της διάταξη για τη διατάραξη της ασφαλείας των συγκοινωνιών τελεσθείσα με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία επήλθε θάνατος, αναγκαίως δε και ως προς την καταδικαστική της διάταξη για τις ανθρωποκτονίες από αμέλεια κατά συρροή (αφού, αν κριθεί και πάλι ότι η διατάραξη έγινε με ενδεχόμενο δόλο, οι ανθρωποκτονίες από αμέλεια απορροφώνται και επιβάλλεται μια ποινή κατά το άρθρο 290 παρ. 1 β του ΠΚ, αν, όμως, κριθεί ότι οφειλόταν σε αμέλεια, η πράξη αυτή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, συρρέει αληθώς κατ' ιδέαν με τις ανθρωποκτονίες και θα επιβληθούν οι ανάλογες ποινές κατ' άρθρα 290 παρ. 2 και 302 παρ. 1 του ΠΚ) και ως προς τη διάταξή της για την επιβολή συνολικής ποινής (αφού η ποινή που επιβλήθηκε για την πράξη της παραβάσεως του Κ.Ο.Κ., ως προς την οποία η απόφαση είναι αμετάκλητη, παραμένει), και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές και ενόρκους άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.»
ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΕΜΠΩΝ
Ανάλογης βαρύτητας υπόθεση που συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και αποτελεί ισχυρό νομολογιακό δεδομένο είναι το δυστύχημα των ΤΕΜΠΩΝ το έτος 2004. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν με το υπ ΄ αριθμόν 179/2004 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας με την κακουργηματική μορφή του 290 ΠΚ.
Από την μελέτη όμως του ανωτέρω Βουλεύματος οριοθετείται η έννοια του ενδεχόμενου δόλου σύμφωνα με την οποία αποφαίνεται ότι τους κατηγορουμένους βαρύνει ενσυνείδητη αμέλεια και όχι ενδεχόμενος δόλος, όπως τους αποδόθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών που άσκησε την ποινική δίωξη και από το πρωτόδικο (παραπεμπτικό) βούλευμα. Και τούτο διότι, αν και οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι από την ανωτέρω συμπεριφορά τους ενδέχεται να παραχθεί το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα της θανάτωσης και τραυματισμού άλλων, εν τούτοις από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι αποδέχονταν το αποτέλεσμα αυτό με την έννοια ότι το επιδοκίμαζαν ή πάντως συμβιβάζονταν με αυτό (έστω και αν δεν επιθυμούσαν την επέλευση του), προκειμένου να επιτύχουν κάποιον άλλο σκοπό τους και συγκεκριμένα την οικονομικότερη και ταχύτερη μεταφορά των φορτίων.
Εν προκειμένω συγκριτικά με την παρούσα υπόθεση ακόμα και όλως αδίκως και αβασίμως δεχτούμε ότι ο Επιθεωρητής Σταθμάρχης προέβη σε αυτή την πράξη ( αντικειμενική υπόσταση) από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδοκίμασε ή συμβιβάστηκε με το αποτέλεσμα του κινδύνου (υποκειμενική υπόσταση) .
Συνεπώς δεν εκπληρώνεται ούτε το γνωστικό ούτε το βουλητικό στοιχείο του ενδεχόμενου δόλου .
Ειδικότερα έχοντας την ιδιότητα του Προϊσταμένου του Τμήματος Επιθεώρησης Λάρισας της υπηρεσίας υποστήριξης κυκλοφορίας Κεντρικής και Νοτίου Ελλάδος, της Διεύθυνσης Κυκλοφορίας και διαχείρισης χωρητικότητας του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και έχοντας την ιδιότητα για την κατανομή των βαρδιών του προσωπικού κυκλοφορίας και την κατάρτιση του προγράμματος των υπηρεσιών των εκτελούντων υπηρεσία Σταθμαρχών στο σιδηροδρομικό σταθμό Λάρισας κατήρτισε το πρόγραμμα το τελευταίο πενθήμερο του προηγούμενου ημερολογιακού μήνα που αφορά τον επόμενο και όρισε ως όφειλε ,Σταθμάρχη υπηρεσίας νυχτερινής βάρδιας .
Κατά το επίδικο διάστημα της 28ης -2-2023 από ώρα 10.00 έως 7.00 το πρωί της 1ης -3-2023 τοποθετήθηκε ο Βασίλειος Σαμαράς του Δημητρίου πιστοποιημένος Σταθμάρχης ο οποίος αποδεδειγμένα είχε ολοκληρώσει την θεωρητική και πρακτική του εκπαίδευση και επομένως ήταν σε θέση να αναλάβει καθήκοντα σταθμάρχη .
Από καμία εγκύκλιο ή κανονισμό δεν προκύπτει οιαδήποτε διάταξη που να προβλέπει την τοποθέτηση σταθμαρχών βάσει εμπειρίας ή αρχαιότητας επομένως και σχετική υποχρέωσή μου να καταρτίσω το πρόγραμμα με βάση συγκεκριμένα κριτήρια των σταθμαρχών. Αντιθέτως η εμπειρία έχει δείξει ότι οι βραδινές βάρδιες έχουν τα λιγότερα δρομολόγια .
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας με το υπ’ αριθμό 130/2004 Βούλευμά του, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους να δικασθούν ότι «έγιναν υπαίτιοι ανθρωποκτονίας κατά συρροή, με πρόθεση και ειδικότερα με ενδεχόμενο δόλο, υπό την έννοια ότι ενώ γνώριζαν πως από τις πράξεις τους και τις παραλείψεις τους ενδέχεται να προκληθεί τροχαίο ατύχημα και συνεπεία αυτού θάνατος άλλων, αδιαφόρησαν και συμβιβάστηκαν με το αποτέλεσμα αυτό, ακόμη και αν δεν επιθυμούσαν την επέλευσή του, ελπίζοντας ή ακόμα και ευχόμενοι ότι αυτό δεν θα επέλθει, ενώ είχαν ( ΠοινΔικ. 2004, σελ. 642.) ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να το αποτρέψουν». Ορίζοντας το ανωτέρω βούλευμα την έννοια του ενδεχόμενου δόλου ή του «δόλου αποδοχής του ενδεχομένου», τον προσδιορίζει στις περιπτώσεις εκείνες, όπου «ο δράστης δεν επιδιώκει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει όμως ότι η εκπλήρωση της επιδίωξης του θα έχει ως ενδεχόμενη (πιθανή) συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και παρ’ όλα αυτά προχωρεί στην τέλεση της πράξης του». Στη, γενόμενη δεκτή, εισαγγελική πρόταση αναφέρεται ότι: «ο ενδεχόμενος δόλος ενέχει μια «αποδοχή», που αφορά όχι, σ’ αυτό το ίδιο εγκληματικό αποτέλεσμα, που μπορεί και να το αποδοκιμάζει ο δράστης, αλλά στον κίνδυνο, στο ενδεχόμενο της πραγμάτωσής του. Με την αποδοχή του σοβαρού κινδύνου, ωστόσο, με την εμμονή στην κινδυνώδη ενέργεια, συμβαδίζει κατ’ ανάγκη και μια έμμεση αποδοχή αυτού του ίδιου του αποτελέσματος, στο μέτρο που η επέλευσή του δεν μπορεί ν’ αποκλεισθεί, ώστε αυτή είναι που τελικά εντάσσει την στάση του εμμένοντα στην κινδυνώδη ενέργεια στην περιοχή του ενδεχόμενου δόλου». Στο ανωτέρω Βούλευμα γίνεται μια σύγκριση του ενδεχόμενου δόλου με τα άλλα δύο είδη του δόλου, δηλ. το δόλο επιδίωξης και τον αναγκαίο δόλο και επισημαίνονται οι εξής ιδιαιτερότητες: «α) η επίμαχη συμπεριφορά του δράστη μπορεί να βρίσκεται χρονικά και τοπικά απομακρυσμένη από το εγκληματικό αποτέλεσμα, σε σύγκριση με τα άλλα δύο είδη δόλου που εμφανίζονται συνήθως τη στιγμή που λαμβάνει χώρα η προσβολή του εννόμου αγαθού και β) το βουλητικό στοιχείο στον ενδεχόμενο δόλο, είτε το αντιληφθούμε ως απλή επιδοκιμασία του εγκληματικού αποτελέσματος, είτε ως εσωτερική συμφωνία, ως ένα συμβιβασμό του δράστη όσον αφορά την επέλευσή του, είτε ακόμα περισσότερο αν τον ταυτίσουμε με μία απόλυτη αδιαφορία για το αν θα συμβεί ή όχι αυτό το αποτέλεσμα, έχει ήσσονα ένταση και συνακόλουθα μικρότερη απαξία απ’ ότι ο δόλος επιδίωξης και ο αναγκαίος δόλος. Ο δράστης που ουσιαστικά δεν επιθυμεί να πραγματωθεί το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά απλώς συμβιβάζεται μ’ αυτό, επιδεικνύει μια βουλητική στάση που φανερώνει παθητική ψυχική αντίθεση στις επιταγές του δικαίου ή ακόμα πιο συγκεκριμένα αδιαφορία για την αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος, σε αντίθεση με υπόλοιπες μορφές δόλου, όπου ο δράστης επιδεικνύει ενεργητική ψυχική αντίθεση προς τις προσταγές του δικαίου. Η μειωμένη απαξία του βουλητικού στοιχείου ως προς την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος αναπληρώνεται τρόπον τινά από την επιδίωξη ενός απώτερου αποτελέσματος – στόχου, για χάρη του οποίου ο δράστης συμβιβάζεται με την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος». Σε άλλο σημείο του Βουλεύματος εξηγεί ότι «[…] η «πίστη» σε αντίθεση με την «ελπίδα», χαρακτηρίζει την ενσυνείδητη αμέλεια. Η «ελπίδα» και κατά μείζονα λόγο η «απλή ευχή» ή «επιθυμία» του δράστη περί μη επέλευσης του, από αυτόν, προβλεπομένου ως ενδεχόμενου να επέλθει εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και, όπως προαναφέρθηκε, η αδιαφορία του δράστη για το αποτέλεσμα, εντάσσονται κατά την ορθότερη και μάλλον κρατούσα άποψη, στη νομολογία και στην επιστήμη στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της, συγγενούς προς τον ενδεχόμενο δόλο, έννοιας της «ενσυνείδητης αμέλειας». Και μάλιστα, με αναγωγή στην εισαγγελική πρόταση, γίνεται δεκτό ότι «εκείνος που συνεχίζει την ενέργειά του, παρότι θεωρεί σοβαρά πιθανή την επέλευση του αποτελέσματος, επιδεικνύει μεγαλύτερη εχθρότητα απέναντι στο δίκαιο από εκείνον που επιπόλαια απωθεί μια τέτοια πιθανή έκβαση, διακείμενος έτσι φιλικά προς τα έννομα αγαθά», για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «αυτή η απάθεια προς το εγκληματικό αποτέλεσμα, που υποκρύπτει και ένα είδος εχθρότητας προς το δίκαιο, συγκαταλέγεται στα κριτήρια διάκρισης του ενδεχόμενου δόλου». Με βάση τα παραπάνω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας παρέπεμψε να δικαστούν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο του Εφετείου Λάρισας ο οδηγός και οι συνιδιοκτήτες του ρυμουλκού και ρυμουλκούμενου καθώς και οι ιδιοκτήτες του φορτίου που φορτώθηκε σ΄ αυτό. Η κατηγορία που τους αποδόθηκε ήταν ότι στις 13- 04-2003 και ενώ η ως άνω νταλίκα εκινείτο με κατεύθυνση από τον Έβρο προς τον Πειραιά, μεταφέροντας φορτίο αποτελούμενο από μοριοσανίδες επενδυμένες με μελαμίνη και με δεδομένο ότι: α) το ως άνω όχημα, ρυμουλκό μετά ρυμουλκουμένου δεν ήταν σε καλή κατάσταση και ειδικότερα οι ιμάντες του ήταν παλαιοί και φθαρμένοι, β) η συσκευή καταγραφής της ταχύτητας, ο ταχογράφος του, έφερε ροοστάτη (κλέφτη) κι έτσι μπορούσε να κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα από τη νόμιμη των 70 χλμ. την ώρα, χωρίς αυτή να καταγράφεται, γ) η συσκευασία των παλετών με δυο μεταλλικά τσέρκια, λαμβανομένων υπόψη των διαστάσεων του εμπορεύματος που φορτώθηκε, δεν ήταν επαρκής και αυτές θα έπρεπε να δεθούν με επιπλέον μεταλλικά τσέρκια, έτσι ώστε η συσκευασία τους να είναι ασφαλής, δ) ότι το φορτίο ήταν υπέρβαρο και άρα επικίνδυνο, καθώς και ότι το ύψος του φορτίου που τοποθετήθηκε ήταν πολύ μεγαλύτερο του επιτρεπομένου, λόγω της υπερβολικής ταχύτητας που είχε αναπτύξει ο οδηγός στα Τέμπη και με δεδομένο το στενό του δρόμου και τις πολλές και επικίνδυνες στροφές, μετατοπίσθηκε το κέντρο βάρους του 103 οχήματος, έχασε ο οδηγός τον έλεγχό του, παραβίασε τη διπλή διαχωριστική γραμμή, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε πλαγιομετωπικά με τουριστικό λεωφορείο. Αποτέλεσμα της ως άνω συμπεριφοράς ήταν τα μεταλλικά τμήματα του συρμού και ένα μέρος του φορτηγού να εισέλθουν στο λεωφορείο εγκάρσια πίσω ακριβώς από τη θέση του οδηγού, δηλαδή στο χώρο των επιβατών που κάθονταν στην αριστερή πλευρά του λεωφορείου «με αποτέλεσμα την πρόκληση σε 21 μαθητές πολλαπλών κακώσεων σε διάφορα σημεία του σώματος και κυρίως στο κεφάλι και στη θωρακική χώρα, συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατος τους». Συγκεκριμένα, όλοι οι κατηγορούμενοι, σύμφωνα με το βούλευμα: «Α) ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, έγινα υπαίτιοι ανθρωποκτονίας κατά συρροή με πρόθεση και ειδικότερα με ενδεχόμενο δόλο, υπό την έννοια ότι ενώ γνώριζαν πως από τις πράξεις τους και τις παραλείψεις τους ενδέχεται να προκληθεί τροχαίο ατύχημα και συνεπεία αυτού, θάνατος άλλων, αδιαφόρησαν και συμβιβάστηκαν με το αποτέλεσμα αυτό, αν και δεν επιθυμούσαν την επέλευσή του, ελπίζοντας απλώς ότι αυτό δεν θα επέλθει, ενώ είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψουν το αποτέλεσμα αυτό. […], Β) με πρόθεση και ειδικότερα με ενδεχόμενο δόλο προξένησαν σε άλλους σωματικές κακώσεις και βλάβη της υγείας τους, με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή τους ή βαριά σωματική τους βλάβη. […] Γ) με πρόθεση και συγκεκριμένα με ενδεχόμενο δόλο, διατάραξαν την ασφάλεια των συγκοινωνιών, από την πράξη τους δε αυτή μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο».
Το Βούλευμα του ΣυμβΕφΛαρ 179/2004142
Κατά του ανωτέρω πρωτόδικου βουλεύματος οι κατηγορούμενοι άσκησαν εφέσεις με αποτέλεσμα να εκδοθεί το υπ’ αριθμ. 179/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, στο οποίο η εισαγγελική πρόταση του Αντιεισαγγελέα Εφετών, Γεωργίου Χαλιάσου, δε διαφοροποιείται σε κανένα σημείο και ειδικά στο θέμα της ύπαρξης ενδεχόμενου δόλου ανθρωποκτονίας στα πρόσωπα των κατηγορουμένων, από την αντίστοιχη πρόταση της Αντιεισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας. Η εισαγγελική πρόταση, αναφορικά με την αιτιολόγηση του ενδεχόμενου δόλου στο πρόσωπο του οδηγού της μοιραίας νταλίκας που προξένησε το θανατηφόρο δυστύχημα, αναφέρει ότι αυτός «γνώριζε το υπέρβαρο του φορτίου του οχήματος, αλλά ( ΠοινΔικ. 2004, σελ. 793.) δεν διαμαρτυρήθηκε, διότι φοβόταν ενδεχόμενη απόλυση», για να καταλήξει ότι ο παραπάνω κατηγορούμενος «υπέβαλε ως σημαντικότερο έννομο αγαθό αυτό της εργασίας και της αμοιβής από αυτήν, από το έννομο αγαθό της ζωής και της υγείας». Επίσης, για τους ιδιοκτήτες της νταλίκας η ευθύνη τους επικεντρώνεται στο ότι «αυτοί, έχοντας πλήρη συνείδηση της επικινδυνότητας της συμπεριφοράς τους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων που θα χρησιμοποιούσαν την οδό, στην οποία θα έβαινε ο παραπάνω συρμός, έλαβαν υπόψη τους το ενδεχόμενο να προκληθεί τροχαίο ατύχημα, από το οποίο μπορούσαν να θανατωθούν και να τραυματισθούν τρίτοι, καθώς και να διαταραχθεί η ασφάλεια των συγκοινωνιών, και αφού στάθμισαν το σκοπό που επιδίωκαν, ήτοι την επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους, έκριναν τούτο ως τόσο σημαντικό, ώστε, ακόμη κι αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι’ αυτούς καθ’ εαυτό ευκταίο, ή ήταν και αποδοκιμαστέο, αποφάσισαν να προβούν στις προαναφερθείσες πράξεις και παραλείψεις τους, ελπίζοντας ότι τελικά το αποτέλεσμα αυτό δεν θα επέλθει, γεγονός όμως που δεν ασκεί κατά τα ως άνω επιρροή, διότι ενεργώντας έτσι, είχαν ήδη αποδεχθεί το ζημιογόνο αποτέλεσμα …», όπως και για τους κατηγορούμενους υπεύθυνους της επιχείρησης που ήταν ιδιοκτήτρια του φορτίου που φορτώθηκε κατά αντικανονικό τρόπο στη νταλίκα, ότι αυτοί «είχαν γνώση, λόγω της θέσης και της εμπειρίας τους, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι συνεπεία των παραλείψεων τους ήταν ενδεχόμενο να προκληθεί τροχαίο ατύχημα, με συνέπεια το θάνατο και τον τραυματισμό τρίτων, αλλά και τη διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, αποδέχθηκαν δε αυτά τα εγκληματικά αποτελέσματα, με την έννοια ότι συμβιβάστηκαν με αυτά, έστω κι αν οι ίδιοι δεν τα επιθυμούσαν ή τα αποδοκίμαζαν, ελπίζοντας, γεγονός αδιάφορο κατά τα άνω, ότι δεν θα επέλθουν αυτά τα εγκληματικά αποτελέσματα». Στοιχείο επιβαρυντικό για όλους τους κατηγορούμενους, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση είναι ότι «ενόψει και της μεγάλης απόστασης (από τον Προβατώνα του Έβρου μέχρι τον Πειραιά) που έπρεπε να διανύσει το ζημιογόνο όχημα για να φθάσει στον προορισμό του και του ότι το οδικό δίκτυο σε πολλά σημεία είναι επικίνδυνο» ήταν ιδιαίτερα ενδεχόμενο, συνεπεία των ανωτέρω πράξεων και παραλείψεων τους, «να προκληθεί οδικό τροχαίο ατύχημα με τις παραπάνω εγκληματικές συνέπειες αυτού».
Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμά του, διαφοροποιήθηκε από την εισαγγελική πρόταση, ως προς την υποκειμενική υπαιτιότητα των κατηγορουμένων και ειδικότερα ως προς το θέμα του ενδεχόμενου δόλου και κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: «[…] Τους κατηγορουμένους βαρύνει ενσυνείδητη αμέλεια και όχι ενδεχόμενος δόλος, όπως τους αποδόθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών που άσκησε την ποινική δίωξη και από το πρωτόδικο (παραπεμπτικό) βούλευμα. Και τούτο διότι, αν και οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι από την ανωτέρω συμπεριφορά τους ενδέχεται να παραχθεί το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα της θανάτωσης και τραυματισμού άλλων, εν τούτοις από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι αποδέχονταν το αποτέλεσμα αυτό με την έννοια ότι το επιδοκίμαζαν ή πάντως συμβιβάζονταν με αυτό (έστω και αν δεν επιθυμούσαν την επέλευση του), προκειμένου να επιτύχουν κάποιον άλλο σκοπό τους και συγκεκριμένα την οικονομικότερη και ταχύτερη μεταφορά των φορτίων. […]Για την προσέγγιση του ενδεχόμενου δόλου, στο μέτρο που αυτός αποτελεί μια διαθετική έννοια, δηλαδή μια εσωτερική μη παρατηρήσιμη κατάσταση, είναι αναγκαίο, για την ασφάλεια του δικαίου, ένα ορθά δομημένο σύστημα εμπειρικά παρατηρήσιμων ενδείξεων (ή αντενδείξεων), από τις οποίες θα συνάγεται στον απαιτούμενο κάθε φορά βαθμό δικανικής πεποίθησης (πλήρους για το ακροατήριο και επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή) αν ο δράστης αποδεχόταν πράγματι το προσβλητικό για τα έννομα αγαθά τρίτων αποτέλεσμα που ωστόσο το προέβλεψε ως ενδεχόμενο». Ως ισχυρότερο αντενδείκτη ύπαρξης ενδεχόμενου δόλου το ανωτέρω βούλευμα θεωρεί την «αυτοδιακινδύνευση του ίδιου του δράστη ή συγγενικών και φιλικών του προσώπων καθ’ όσον «στις περιπτώσεις που η επιλογή του δράστη οδηγεί αντικειμενικά στην αυτοδιακινδύνευσή του, κατά κανόνα πρέπει να αποκλειστεί ο ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν αυτός εμφορείται από σκοπό αυτοκτονίας ή έχει λάβει μέτρα αυτοπροστασίας».
Αντίθετα, ως ισχυρότατος ενδείκτης ύπαρξης ενδεχόμενου δόλου θεωρείται «ο σκοπός (συνήθως ιδιοτελείς) που επιδιώκει ο δράστης σε συσχετισμό με το εγκληματικό αποτέλεσμα που προκαταβολικά θυσίασε στο βωμό των συμφερόντων του», με την επισήμανση, όμως, ότι «στις περιπτώσεις που οι περαιτέρω συνέπειες που θα είχε για το δράστη η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος είναι πολύ βαρύτερες σε σχέση με το τυχόν όφελος που αυτός επιδίωκε, αντενδείκνυται αποδοχή του ενδεχόμενου δόλου». Ομοίως, ισχυρότατο ενδείκτη αποδοχής του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί «η υψηλή πιθανότητα κινδύνου από την υποκειμενική σκοπιά του δράστη», ενώ αντίθετα, το ως άνω βούλευμα, θεωρεί ισχυρότατο αντενδείκτη «τις περιπτώσεις χαμηλού πιθανολογούμενου ποσοστού κινδύνου ή όταν ο δράστης έχει συνηθίσει να εκτίθεται και να αντεπεξέρχεται στο συγκεκριμένο, έστω υψηλό, κίνδυνο, η πραγμάτωση του οποίου εμφανίζεται έτσι ελάχιστα πιθανή». Καταλήγει έτσι, στο συμπέρασμα ότι, έστω κι αν ο σκοπός των κατηγορουμένων ήταν ιδιοτελής, το οποιοδήποτε κέρδος από τις ενέργειες και παραλείψεις τους κατά τη φόρτωση του επίμαχου φορτίου, τη συντήρηση του οχήματος και την οδήγησή του «δεν κρίνεται ικανό να ωθήσει τους κατηγορούμενους να υπερνικήσουν τις οποιεσδήποτε αναστολές τους και να συγκατατεθούν, έστω και με την εκδοχή του συμβιβασμού, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποτέλεσμα» και μάλιστα με δεδομένο ότι «αντίκειται στη λογική εμφρόνων ανθρώπων να επιλέξουν μια καταστροφική γι’ αυτούς συμπεριφορά αντί κάποιου κέρδους», αφού «οι συνέπειες από τη θανάτωση και ενός μόνο προσώπου οδηγούν σε αφανισμό της περιουσίας, στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, οικονομικές αποζημιώσεις». Επίσης, ενώ σε ό,τι αφορά το ανθρωποκτόνο αποτέλεσμα, το βούλευμα θεωρεί ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ενσυνείδητη αμέλεια και όχι ενδεχόμενο δόλο, δέχεται ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους ενδεχόμενος δόλος ως προς το αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, υπό την έννοια ότι για το συγκεκριμένο έγκλημα «αρκεί και ενδεχόμενος δόλος που υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από τη συμπεριφορά του ενδέχεται να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας, με συνέπεια τη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο, πλην όμως προβαίνει σ’ αυτήν αποδεχόμενος το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή την πρόκληση κινδύνου για άνθρωπο», η δε αποδοχή, από μέρους όλων των κατηγορουμένων, αυτού του συγκεκριμένου κινδύνου για ανθρώπινες ζωές όσων χρησιμοποίησαν την ίδια οδό μαζί με τη συγκεκριμένη νταλίκα, είχε την έννοια ότι «πίστευαν ότι δεν θα υλοποιηθεί και δεν θα προκύψει τελικά ατύχημα, με την έννοια όχι ότι το επιδοκίμαζαν ή το επιθυμούσαν, αλλά συμβιβάστηκαν με αυτό, προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους: τη μείωση του κόστους φόρτωσης και μεταφοράς, συντομεύοντας ταυτόχρονα το χρόνο παραδόσεως». Τέλος, το παραπάνω βούλευμα επισημαίνει ότι «η αποδοχή αυτού του κινδύνου δεν έρχεται σε αντίθεση με την απουσία ενδεχόμενου δόλου για το τελικό αποτέλεσμα των ανθρωποκτονιών, διότι το αντικείμενο της αποδοχής σε καθένα από αυτά τα αδικήματα είναι διαφορετικό», καθ’ ότι αυτός «ο ενδεχόμενος δόλος αναφέρεται στην αποδοχή του κινδύνου και όχι στην ενδεχόμενη βλάβη του εννόμου αγαθού».
Το 2313/2004 Βούλευμα του ΑΠ.
Κατά του ως άνω βουλεύματος ασκήθηκε αναίρεση από τον συνιδιοκτήτη του 1 (Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2005, σελ. 80. ) συρμού Φ.Κ., από τον αποθηκάριο Μ.Α., από τον γενικό διευθυντή της εταιρίας «Α.Α.Ε.» Δ.Χ. και από τον γενικό διευθυντή του εργοστασίου της «Α. Α.Ε.» Π.Δ, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 2313/2004 Βούλευμα του ΑΠ.
Το εν λόγω βούλευμα, επικύρωσε το εφετειακό, με το σκεπτικό ότι η αποδοχή του κινδύνου της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών από πλευράς των κατηγορουμένων δεν έρχεται σε αντίθεση με την απουσία ενδεχόμενου δόλου ως προς το επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα των ανθρωποκτονιών και των σωματικών βλαβών, που χαρακτηρίστηκαν ως εγκλήματα εξ αμελείας, δεδομένου ότι το αντικείμενο της αποδοχής σε καθένα από τα αδικήματα αυτά είναι διαφορετικό. Και συνεχίζει το ως άνω βούλευμα, δεχόμενο ότι, ο ενδεχόμενος δόλος που αρκεί σ’ αυτή την περίπτωση, υφίσταται στην περίπτωση «κατά την οποία ο δράστης, αν και γνωρίζει ότι από κάποια ενέργειά του ενδέχεται να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας και να δημιουργηθεί η δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου για άνθρωπο, παρά ταύτα προβαίνει σ’ αυτήν, αποδεχόμενος το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή την πρόκληση κινδύνου για άνθρωπο». Περαιτέρω, ο ΑΠ δέχτηκε ότι οι κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν ένα τέτοιο κίνδυνο «γιατί πίστευαν ότι δε θα υλοποιηθεί και δε θα συμβεί τελικώς το ατύχημα, με την έννοια όχι ότι το επιδοκίμαζαν ή το επιθυμούσαν, αλλά ότι συμβιβάστηκαν μ’ αυτό, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους, που ήταν η μείωση του κόστους φορτώσεως και μεταφοράς, συντομεύοντας συγχρόνως και το χρόνο παραδόσεως των εμπορευμάτων», διαφοροποιούμενο ως προς την πίστη των κατηγορουμένων για ενδεχόμενη ή όχι βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής ή της υγείας τρίτων που έχει μεν σχέση με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης κατά συρροή, αλλά είναι αδιάφορη για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της διατάραξης των συγκοινωνιών, δεδομένου ότι στο αδίκημα αυτό ο ενδεχόμενος δόλος αναφέρεται στην αποδοχή του κινδύνου και όχι στην ενδεχόμενη βλάβη του σχετικού εννόμου αγαθού. Έτσι, στη θέση ως σημείου αναφοράς, του ενδεχόμενου δόλου των δραστών του εγκληματικού αποτελέσματος της ανθρωποκτονίας των θυμάτων, τίθεται πλέον ο κίνδυνος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, ένας κίνδυνος που συγκεκριμενοποιείται στη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για τους υπόλοιπους κοινωνούς που χρησιμοποιούν το αυτό οδικό δίκτυο ή την αυτή σιδηροδρομική, υδάτινη ή αεροπορική συγκοινωνία
Με βάση αυτά φαίνεται να ισχυροποιείται ο βασικός αντενδείκτης του ενδεχόμενου δόλου ανθρωποκτονίας κάθε φορά που και ο ίδιος ο δράστης συμμετέχει σ’ αυτήν την εστία κινδύνου που ο ίδιος προκαλεί για τους τρίτους. Στο βαθμό που η «αποδοχή» του περιλαμβάνει τον κίνδυνο που προκαλεί και όχι την υλοποίηση του, είναι πεπεισμένος ότι δεν πρόκειται να επέλθει θανατηφόρο αποτέλεσμα ούτε για τους υπόλοιπους κοινωνούς του δικαίου ούτε πάνω απ’ όλα για τον εαυτό του.
Η Απόφαση ΕΦ (ΜΟΔ)Λάρισας 51/2007
Μετά από ακροαματική διαδικασία τεσσάρων μηνών περίπου, η δικαιοσύνη αποφάνθηκε σε δεύτερο βαθμό για την υπόθεση Τεμπών. Στην εισαγγελική πρόταση της παραπάνω απόφασης παρατηρούμε τα εξής: «[…] αν από την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών επέλθει θάνατος ή σωματική βλάβη έχουμε συρροή κατ’ ιδέα του εγκλήματος αυτού και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο. Πράγματι, η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών από δόλο ή αμέλεια, συνιστά έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης (αφηρημένα συγκεκριμένης) που στρέφεται εναντίον αόριστου αριθμού εννόμων αγαθών, ατόμων δηλ. που χρησιμοποιούν το δρόμο. Εάν από την πράξη αυτή του δράστη προκληθεί θάνατος ή σωματική βλάβη ενός ή περισσοτέρων ατόμων στοιχειοθετούνται επιπλέον τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματα βλάβης του εννόμου αγαθού της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων ατόμων. Η συρροή όμως, ενός εγκλήματος γενικής διακινδύνευσης με ένα έγκλημα βλάβης, είναι πάντα αληθινή εξαιτίας της ετερότητας των προσβαλλομένων εννόμων αγαθών. […] Να σημειωθεί ότι υποστηρίζεται και η άποψη ότι η θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών αποτελεί έγκλημα εκ του αποτελέσματος δηλ. σύνθετο ιδιώνυμο
(Ενδεχόμενος Δόλος – Ενσυνείδητη Αμέλεια, Μία τρίτη μορφή υπαιτιότητας; ό. π., σελ. 17. 145 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS.) έγκλημα και ότι τα εγκλήματα ¨εκ του αποτελέσματος¨, όταν τελούνται, συρρέουν φαινομενικά (και όχι αληθινά) με τα επιμέρους δύο εγκλήματα (δόλου και αμέλειας) που τα αποτελούν. Έτσι, υποστηρίζεται ότι η ανθρωποκτονία από αμέλεια που αποτελεί παράλληλα και αυτοτελές έγκλημα χάνει την αυτοτέλειά της μπροστά στη θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών απορροφούμενη από αυτήν. Η διάταξη που θα εφαρμοστεί είναι αυτή του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ και όχι αυτή του άρθρου 302 ΠΚ, αφού η πρώτη περιλαμβάνει τη δεύτερη και συνεπώς την απορροφά. Φαινομενική ακόμη, υποστηρίζουν ότι είναι η συρροή ανάμεσα στη σωματική βλάβη και στο από το αποτέλεσμα έγκλημα της θανατηφόρας διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών (290 παρ. 1β ΠΚ), δηλ. υποστηρίζουν ότι ο νομοθέτης έχει, ακριβώς λόγω της φύσης του εγκλήματος αυτού, συνεκτιμήσει την επέλευση περισσοτέρων του ενός θανατηφόρων αποτελεσμάτων· συνακόλουθα αν το αποτέλεσμα του κινδύνου από το παραπάνω έγκλημα (και γενικά από τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα) για άλλα πρόσωπα εξελίχθηκε σε θάνατο και για άλλα σε σωματικές βλάβες, οι τελευταίες απορροφώνται από το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο, θανατηφόρο έγκλημα, αφού το έλασσον εμπεριέχεται στο μείζον». Καταλήγοντας σε συμπέρασμα, η εισαγγελική πρόταση, αναφέρει: «από τις δύο απόψεις νομίζω ότι η πρώτη είναι ορθότερη λόγω της ετερότητας των προσβαλλομένων εννόμων αγαθών, όπως ορθά αποφάνθηκε ο Άρειος Πάγος - το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μας που έχει ταχθεί για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και για το ενιαίο της νομολογίας των κατώτερων δικαστηρίων - με την αριθμ. 2313/2004 απόφασή του (σε Συμβούλιο) επί της ένδικης προσφυγής. Την άποψη αυτή ακολουθεί και η Νομολογία των Εφετείων». Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε αναφορικά με το έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας (290 ΠΚ) ότι «η διατάραξη συμπεριλαμβάνει κάθε ενέργεια που δημιουργεί ανώμαλη κατάσταση, από την οποία προκαλείται δυνατότητα κινδύνου για άνθρωπο, χωρίς να είναι αναγκαία η επέλευση αυτού (ΑΠ 2313/2004, ΑΠ 1055/2005). Ειδικότερα, η έννοια της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στοιχειοθετείται κυρίως όταν η πράξη ή η παράλειψη είναι παρατεταμένη και έχει ως αποτέλεσμα την επαύξηση του κινδύνου που ενυπάρχει σε κάθε κίνηση στους δρόμους. […] Για την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, απαιτείται δόλος δηλαδή γνώση και θέληση για διατάραξη της ασφάλειας, με συνείδηση ότι από την πράξη ή την παράλειψη (εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρ. 15 ΠΚ) μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος [..] η έννοια του δόλου είτε άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα εν λόγω δύο στοιχεία είναι ισότιμα και στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν πράξεις ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλλει σε ενδεχόμενο δόλο μια βαριά ή ελαφρά, αδιάφορο, παραβίαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος, κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξης ή παράλειψης του, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του, εκ των ενεργειών αυτών, προβλεφθέντος ως δυνατόν να επέλθει, εγκληματικού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Έτσι, ¨αποδέχομαι¨ τον κίνδυνο επέλευσης του αποτελέσματος σημαίνει σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, επειδή αυτό μου είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικά το αποτέλεσμα. Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή ευχή αποφυγής του (μη επέλευσης του) η οποία πεποίθηση ή ελπίδα ή ευχή αποτελεί κατά το άρθρο 28 του ΠΚ στοιχείο της εν συνειδήσει (ενσυνείδητης) αμέλειας αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο (ΑΠ 1101/2006 σε Συμβούλιο). Η διάκριση του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, αποτελεί ένα από τα λεπτότερα και περισσότερο αμφισβητούμενα ζητήματα τόσο της νομολογίας όσο και της ποινικής θεωρίας, είναι δε εξαιρετικά δυσχερής η διάγνωση της συνδρομής ή μη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, του βουλητικού στοιχείου για τη στοιχειοθέτηση ή μη του ενδεχόμενου δόλου. Χρήσιμα κριτήρια (ενδείκτες) για τη διάγνωση του βουλητικού στοιχείου του δράστη είναι: α) το ποσοστό επικινδυνότητας και β) η εμμονή του δράστη στην κινδυνώδη δράση και μάλιστα από ιδιοτελείς σκοπούς. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, αν από τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας επήλθε θάνατος από αμέλεια του δράστη η πράξη χαρακτηρίζεται ως κακούργημα και επιβάλλεται κάθειρξη (290 παρ. 1β και 29 ΠΚ). Η διάκριση (ενδεχόμενου) δόλου βλάβης του εννόμου αγαθού και (ενδεχόμενου) δόλου διακινδύνευσης αυτού είναι νοητή. Δηλαδή είναι δυνατόν ο δράστης να αποδέχεται το ενδεχόμενο κινδύνου για το έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας (επί εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης) και να μην αποδέχεται αυτή καθ’ εαυτή την βλάβη του εννόμου αγαθού. Τούτο είναι νοητό υπό την έννοια ότι το αντικείμενο της αποδοχής σε καθένα από τα εγκλήματα ¨διακινδύνευσης¨ και ¨βλάβης¨ είναι διαφορετικό, αφού στο μεν έγκλημα διακινδύνευσης με ενδεχόμενο δόλο ο δράστης αποδέχεται τη δυνατότητα κινδύνου και όχι τη βλάβη του εννόμου αγαθού ενώ στο έγκλημα βλάβης αποδέχεται τη βλάβη αυτού ». Σε άλλο σημείο της απόφασης αναφέρεται ότι «αν κατ’ άρθρο 290 παρ. 1 ΠΚ από την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών επέλθει θάνατος ή σωματική βλάβη έχουμε αληθή κατ’ ιδέα συρροή του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών (290 παρ. 1 ΠΚ) και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (302 παρ. 1 ΠΚ) ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια (314 παρ. 1 ΠΚ) (ΑΠ 2313/2004 σε Συμβούλιο επί της ένδικης υπόθεσης) και ως εκ τούτου κανένα από τα ανωτέρω εγκλήματα δεν απορροφάται από το άλλο». Είναι αλήθεια πως για ακόμη μια φορά συναντάμε στην παρούσα ¨το κέρδος¨ ως ενδείκτη για τη στοιχειοθέτηση του ενδεχόμενου δόλου. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην απόφαση ότι οι κατηγορούμενοι και ειδικότερα οι τρεις πρώτοι και ο πέμπτος, γνώριζαν «ως ενδεχόμενο να καταστεί επικίνδυνη για άνθρωπο η οδήγηση του ανωτέρω οχήματος – συρμού και η μεταφορά του φορτίου υπό συνθήκες που προαναφέρθηκαν και αποδέχθηκαν ένα τέτοιο κίνδυνο. […] Η ανυποχώρητη εμμονή τους στην ανωτέρω κινδυνώδη κατάσταση είχε ως κίνητρο το κέρδος. […] Πρέπει να σημειωθεί ότι η αποδοχή αυτού του κινδύνου δεν έρχεται σε αντίθεση με την απουσία ενδεχόμενου δόλου για το τελικό αποτέλεσμα των ανθρωποκτονιών και των σωματικών βλαβών που στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε εξαιτίας της διατάραξης της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας … και οι οποίοι θάνατοι και τραυματισμοί οφείλονταν σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέλειά τους (ενσυνείδητη) και τούτο διότι το αντικείμενο της αποδοχής σε καθένα από τα αδικήματα αυτά είναι διαφορετικό. Η πίστη τους για την ενδεχόμενη ή όχι βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής ή της υγείας τρίτων, έχει μεν σχέση με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης κατά συρροή, αλλά είναι αδιάφορη για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 ΠΚ, διότι στο εν λόγω άρθρο ο ενδεχόμενος δόλος αναφέρεται στην αποδοχή του κινδύνου και όχι στην ενδεχόμενη βλάβη του εννόμου αγαθού». Αξίζει να σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο την άποψη της μειοψηφίας στη συγκεκριμένη απόφαση για την υποκειμενική υπαιτιότητα του εγκλήματος της 112 διατάραξης της συγκοινωνίας (άρ. 290 παρ. 1 ΠΚ), σύμφωνα με την οποία «[…] όταν το έγκλημα τελείται από δόλο, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής του υποστάσεως απαιτείται γνώση και θέληση του δράστη για διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας, με συνείδηση ότι από την πράξη ή την παράλειψη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης, αν και γνωρίζει ότι από κάποια ενέργειά του ενδέχεται να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας και να δημιουργηθεί η δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου για άνθρωπο, παρά τούτο προβαίνει σ’ αυτήν, αποδεχόμενος το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή την πρόκληση κινδύνου για άνθρωπο. Ειδικότερα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει, ως δυνατό, το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Κατά το προσδιορισμό της μορφής αυτής υπαιτιότητας, ο Ποινικός Κώδικας ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία προς ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου πρέπει να διακριβωθεί, το μεν, ότι ο δράστης προέβλεψε, ως δυνατό, το εγκληματικό αποτέλεσμα, συνεπεία της ενέργειας ή της παράλειψης του, το δε, ότι το αποδέχθηκε. Η συνδρομή, όμως, του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από το βαθμό της πιθανότητας, με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση, ότι ο δράστης, μολονότι προείδε τούτο, ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του, δίχως να λάβει υπόψη του μια τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου, είτε άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα εν λόγω δυο στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα και ισότιμα μεταξύ τους, οπότε και δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, από τυχόν παραλείψεις του δράστη ή ελλείψεις ενός πράγματος, για να μεταβάλλει σε ενδεχόμενο δόλο μία βαριά ή ελαφρά, αδιακρίτως, παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας. Αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση, ότι ο υπαίτιος, κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Με βάση τα προδιαληφθέντα, δεν συντρέχει περίπτωση ενδεχόμενου δόλου, όταν δεν μπορεί κατ’ αντικειμενική κρίση να καταφαθεί και το βουλητικό στοιχείο της πρόθεσης, όπως συμβαίνει όταν δεν προκύπτει κάποιο λογικό κίνητρο του υπαιτίου προς διάπραξη ενός σοβαρού εκ δόλου εγκλήματος ή όταν ο δράστης καθίσταται και ο ίδιος εν δυνάμει 113 θύμα, ενδεχομένως, της σχετικής εγκληματικής πράξης ή παράλειψης του (ΑΠ 1661/2004, ΑΠ 500/2003)». στ. Η Απόφαση ΑΠ 1527/2010146 Ολοκληρώνοντας την επισκόπηση της υπόθεσης του δυστυχήματος στα Τέμπη, κρίνεται σκόπιμη μια αναφορά στην απόφαση 1527/2010 η οποία έκρινε τις αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων επί των αποφάσεων του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, μεταξύ αυτών και επί της υπ’ αριθμό 51/2007 απόφασης του ΑΠ. Είναι χαρακτηριστικό ότι και σ’ αυτή την απόφαση επικυρώνεται η θέση περί αληθινής συρροής του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας (290 ΠΚ) με αυτά της ανθρωποκτονίας (302 ΠΚ) και της σωματικής βλάβης από αμέλεια (314 ΠΚ). Συγκεκριμένα στην απόφαση αναφέρεται ότι: «α) αν η από πρόθεση διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, με πράξεις ή παραλείψεις οφειλομένων ενεργειών, από μόνη της, χωρίς όμως να μεσολαβήσει άλλη πλημμελής συμπεριφορά αυτού, ανεξάρτητη, αυτοτελής και μεταγενέστερη εκείνων ή εκείνης με τις οποίες τελέσθηκε η διατάραξη, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ή τους θανάτους και τις σωματικές κακώσεις, θα εφαρμοσθεί μόνο η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη αυτή και όχι εκείνες των άρθρων 302 και 314 ΠΚ, που προβλέπουν και τιμωρούν τα εγκλήματα των ανθρωποκτονιών και των σωματικών βλαβών από αμέλεια, τα οποία συρρέουν φαινομενικά με εκείνη και απορροφώνται από αυτή, β) όταν όμως οι θάνατοι και οι σωματικές βλάβες προκλήθηκαν κατόπιν αυτοτελούς, ανεξάρτητης και πέραν εκείνης που προκάλεσε τη διατάραξη, αμελούς συμπεριφοράς, κατά την ανωτέρω έννοια, μετά της οποίας, όπως και με την προκαλέσασα την από δόλο διατάραξη, τελούν σε αιτιώδη συνάφεια, τότε υφίσταται αληθινή συρροή μεταξύ της πράξεως που προβλέπει και τιμωρεί η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β και εκείνων που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, λόγω της αληθινής κατ’ ιδέα συρροής των ανωτέρω εγκλημάτων, θα τύχουν εφαρμογής όλες οι ανωτέρω διατάξεις, κατά τις οποίες θα τιμωρηθεί ο δράστης χωρίς να συντρέχει, κατά τα προλεχθέντα, περίπτωση διπλής τιμώρησης της αυτής πράξης. Το πότε υπάρχει τέτοια αμελής συμπεριφορά και σε ποίες πράξεις ή παραλείψεις συνίσταται αυτή, που τη διαφοροποιούν, με τρόπο ώστε να μην εντάσσεται στην συμπεριφορά που προκάλεσε τη διατάραξη, είναι ζήτημα που ( Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS) πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι αξιόποινες πράξεις της κρινόμενης κάθε φορά υπόθεσης». Και σε αυτή την απόφαση, σημαντική και ορθότερη κρίνεται η άποψη της μειοψηφίας, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, σύμφωνα με την οποία «[…] μεταξύ της πράξης της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών στους δρόμους από την οποία επέρχεται θάνατος (πράξη τιμωρούμενη με κάθειρξη) και των πράξεων της εξ αμελείας ανθρωποκτονίας και σωματικής βλάβης, υφίσταται φαινομένη συρροή. […] Ειδικότερα, στη περίπτωση τέλεσης του κακουργήματος του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ, το φερόμενο ως τελούμενο ταυτόχρονα, κυρίως από τις αυτές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά του αυτού προσώπου απορροφάται από το πρώτο (κακούργημα), αφού και στις δύο αυτές περιπτώσεις προσβάλλεται το ίδιο έννομο αγαθό, ήτοι η ανθρώπινη ζωή, η οποία άπαξ μπορεί να νοηθεί στάδιο εγκληματικής συμπεριφοράς, έστω και ηπιότερης μορφής, κατά της ζωής του ίδιου προσώπου, το τέλος της οποίας επέρχεται με τη διάπραξη του βαρύτερου εγκλήματος του άρθρου 290 παρ. 1β του ΠΚ. Δήλον ότι με την παραδοχή ότι ο δράστης τέλεσε το έγκλημα του άρθρου 290 παρ.1β ΠΚ και κηρυχθεί ένοχος από το αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο για την πράξη αυτή δεν μπορεί ταυτόχρονα να κηρυχθεί ένοχος και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια με θύμα τον ίδιο άνθρωπο και στην περίπτωση που έχει ασκηθεί δίωξη συγχρόνως και για τα δύο ως άνω εγκλήματα, πρέπει το Δικαστήριο ορθά εφαρμόζοντας το νόμο να δεχθεί ότι το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απορροφάται από το κακούργημα της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους από την οποία επήλθε θάνατος, για το οποίο και μόνο θα καταδικάσει τον δράστη αυτόν. Έτσι δεν χωρεί διπλή ποινική αξιολόγηση από την προσβολή του ίδιου εννόμου αγαθού του ίδιου ανθρώπου, με το ίδιο αποτέλεσμα. Τα ανωτέρω ισχύουν και επί ταυτόχρονης δίωξης και καταδίκης του αυτού δράστη για το κακούργημα του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ και του πλημμελήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρο 314 ΠΚ) που επέρχεται σε άλλα πρόσωπα εκτός του θανάτου ή θανάτων από την ίδια πράξη της με πρόθεση διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους. Αντιθέτως, υπάρχει αληθής κατ’ ιδέα συρροή μεταξύ των πράξεων που προβλέπουν και τιμωρούν οι διατάξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ και της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών από αμέλεια».
Υπόθεση της Ρικοµέξ
Με το υπ.αριθµ 2512/2002 βούλευµα του Συµβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέµφθηκε γι’ ανθρωποκτονία εκ προθέσεως µε ενδεχόµενο δόλο και απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή ο συνιδρυτής και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας Ρικοµέξ καθώς και τον πολιτικό µηχανικό και αρχιτέκτονα του κτηρίου αυτού. Ιδιαίτερα σηµαντικό είναι το µέρος εκείνο του βουλεύµατος που αναφέρεται στην υπαιτιότητα του συνιδρυτή και συνιδιοκτήτη της εταιρίας: « ο κατηγορούµενος έχοντας πλήρη συνείδηση της επικδυνότητας της δράσης του για τη σωµατική ακεραιότητα και τη ζωή των εργαζοµένων στο εργοστάσιό του, έλαβε υπόψη του και το ενδεχόµενο να σκοτωθούν εργαζόµενοι στο εργοστάσιό του από το σεισµό και αφού το στάθµισε µε ό, τι επιδίωκε µε τη δράση του, δηλ. τη µεγιστοποίηση του επιχειρησιακού κέρδους, έκρινε το τελευταίο ως τόσο σηµαντικό, ώστε ακόµη κι αν το αξιόποινο αποτέλεσµα δεν ήταν γι’ αυτόν καθεαυτό αποδεκτό ή ήταν ακόµη αποδοκιµαστέο, αποφάσισε ωστόσο να προχωρήσει στις προαναφερθείσες πράξεις και παραλείψεις του, ελπίζοντας – ευχόµενος στην καλύτερη περίπτωση –ότι το αποτέλεσµα αυτό τελικά δε θα επέλθει. (…) το γεγονός ότι ένας ή περισσότεροι εκ των µετόχων (της εταιρίας) και των συγγενών τους έχασαν τη ζωή τους από την κατάρρευση του κτηρίου, όσο σηµαντικό και λυπηρό και αν είναι, δεν είναι αποφασιστικό στοιχείο και δεν αρκεί από µόνο του να οδηγήσει σε διαφορετική παραδοχή.» - πολύ σηµαντική ιδίως η τελευταία σκέψη. Η εισαγγελική πρόταση στο ίδιο βούλευµα ήταν αντίθετη και στηριζόταν ακριβώς σε αυτό που το ως άνω βούλευµα δεν προέκρινε ως «αποφασιστικό στοιχείο», δηλ. είπε τα εξής ο Εισαγγελέας: « δοθέντος ότι στο εργοστάσιο εργάζονταν ή το επισκέπτονταν τακτικά οι περισσότεροι από τους κατηγορουµένους, θα ήταν εκτός πάσης λογικής να δεχθούµε ότι ούτοι είχαν προβλέψει την κατάρρευση του εργοστασίου, η οποία αναπόφευκτα θα προκαλούσε και το θάνατο των ιδίων, µε συνέπεια να θεωρείται ότι ο ενδεχόµενος δόλος των κατηγορουµένων πρέπει να αποκλεισθεί παντελώς». Ο ΑΠ µε το υπ. Αριθµ. 1304/2003 βούλευµά του επικύρωσε το εφετειακό βούλευµα. (Ποινική ∆ικ. 8-9/2009 (έτος 12ο), σελ.887 επόµενα.)
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, αναντίρρητα διερωτώμαι πώς από τη συμπεριφορά μου, με την πράξη στην οποία προέβην (τοποθέτηση κ. Σαμαρά στη βραδινή βάρδια) γνώριζα ότι ενδέχεται να παραχθεί το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα της θανάτωσης και περαιτέρω του τραυματισμού άλλων. Από το σύνολο των κατεθέσων τόσο των έτερων κατηγορουμένων όσο και των μαρτύρων , από πουθενά δεν προέκυψε ότι αποδέχθηκα το αποτέλεσμα αυτό με την έννοια ότι το επιδοκίμασα ή πάντως συμβιβάστηκα με αυτό. Ως προιστάμενος επιθεώρησης εκτέλεσα τα καθήκοντά μου τηρώντας πάντοτε τους οικείους κανονισμούς. Δεν απείχα άλλωστε ποτέ των καθηκόντων του σταθμάρχη αφού η πρωταρχική μου θέση από το έτος 1984 είναι και παραμένει αυτή.
Γ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΗ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ.
Σύμφωνα με το άρθρο 283 ΚποινΔ οι κυριότεροι λόγοι που δικαιολογούν την επιβολή προσωρινής κράτησης είναι οι ακόλουθοι:
α) ο κίνδυνος φυγής (causa arresti). Αυτή η προϋπόθεση πληρείται εφόσον ο κίνδυνος φυγής προκύπτει από το γεγονός ότι ο δράστης δεν έχει μόνιμη ή γνωστή διαμονή ή υπήρξε φυγόποινος ή έστω φυγόδικος στο παρελθόν ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής. Απαιτείται ρητή αιτιολόγηση του σκοπού φυγής του κατηγορουμένου γεγονός που υποδηλώνει, αφενός ότι δεν αρκεί μόνο η διαπίστωση των λοιπών προϋποθέσεων για την επιβολή προσωρινής κράτησης, αφετέρου ότι εναρμονίζεται με τους σκοπούς του άρθρου 296 ΚΠΔ. Δηλαδή ΔΕΝ αρκεί το ένταλμα προσωρινής κράτησης να αναφέρει αυτόν τον λόγο αλλά να αιτιολογεί (παρουσιάζει) κιόλας αν πράγματι υπάρχει κίνδυνος φυγής, π.χ. η σύλληψη κατηγορουμένου έγινε στο αεροδρόμιο πριν διαφύγει στο εξωτερικό.
Ειδικότερα στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος έχει σταθερή εργασία, οικογένεια, σταθερή κατοικία, ακίνητη περιουσία και γενικότερα σταθερούς δεσμούς με το κοινωνικό περιβάλλον πρέπει να αφήνεται ελεύθερος και απαγορεύεται η προσωρινή κράτηση. Προσκομίζεται πληθώρα εγγράφων από τα οποία προκύπτει η μόνιμη και σταθερή διαμονή μου στο Βόλο επί της οδού Οικονόμου αριθ. 34.
β) Ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων. Αυτός ο λόγος ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδος προληπτικής προσωρινής κράτησης ώστε να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των τελούμενων εγκλημάτων. Ειδικότερα, ο εν λόγω κίνδυνος που παλαιότερα συνδεόταν με τον αξιολογικό και αόριστο όρο του «ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη» και είχε οδηγήσει στην διατύπωση του κριτηρίου των «ειδικώς μνημονευόμενων πραγματικών περιστατικών της προηγούμενης ζωής» του δράστη, πλέον (άρθρο 24 του Ν. 3811/2009) αναδιατυπώνεται και αντικαθίσταται με από μία ασφαλέστερη προϋπόθεση: τη διαπίστωση «προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών για κακούργημα». Έτσι ως πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης ζωής του δράστη δεν επιτρέπεται να αξιολογούνται συμπεριφορές συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες από κοινωνικά μοντέλα , αλλά μόνο ειδικά περιστατικά που έχουν ποινική απαξία και είναι πραγματικά, αφού αποτυπώνονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Τονίζεται δε ότι για την ορθή εφαρμογή του κριτηρίου, δεν αρκεί η απλή διαπίστωση της ύπαρξης προηγούμενων αμετάκλητων αποφάσεων, αλλά επιπλέον απαιτείται να διαλαμβάνεται σε ειδική πάντα αιτιολογία η αξιοποίηση των αιτιακών όρων, που συνδέονται με το ως άνω ποινικό παρελθόν και δικαιολογούν την εγγύζουσα τη βεβαιότητα κρίση για τη συνέχιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και στο μέλλον.
γ) Ο κατηγορούμενος για να γίνει επιβολή προσωρινής κράτησης πρέπει να διώκεται για κακούργημα ή για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή και να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Οι σοβαρές ενδείξεις – ή ορθότερα υπόνοιες– ενοχής δεν ταυτίζονται με τις επαρκείς, αλλά απαιτούν ισχυρότερη πιθανολόγηση, όπως άλλωστε απαιτεί η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων. Στο ένταλμα προσωρινής κράτησης πρέπει υποχρεωτικά να παρουσιάζονται αυτές οι σοβαρές ενδείξεις. Ωστόσο όσον αφορά τις ανθρωποκτονίες από αμέλεια κατά συρροή που εισάχθηκαν με τον ν. 3346/2005 δημιουργούνται προβλήματα.
Όσον αφορά τώρα τους απόκρυφους λόγους επιβολής προσωρινής κράτηση «praeter legem» αποτελούν λόγους ΔΕΝ αποτελούν σε καμία περίπτωση νόμιμο λόγο επιβολής προσωρινής κράτησης τουλάχιστον για τα δεδομένα του Ελληνικού ΚποινΔ και έτσι παράνομα στερείται η ελευθερία από τους κατηγορούμενους. Αποτέλεσμα; Καταδίκη της χώρας μας σε αποζημίωση από ΕΔΔΑ. Αυτοί οι απόκρυφοι λόγοι είναι:
α) Η βαρύτητα του εγκλήματος που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τελέστηκε παρόλο που ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΡΗΤΑ από τον Ελληνικό ΚποινΔ και την νομολογία ΕΔΔΑ. Η Ελληνική νομολογία καταφάσκει δυστυχώς τον κίνδυνο τέλεσης νέων εγκλημάτων ή τον κίνδυνο φυγής του κατηγορουμένου επικαλούμενη αντίστοιχα τη βαρύτητα του εγκλήματος ή την αναμενόμενη ποινή κύρωσης.
β) Κοινή γνώμη που επηρεάζει τον ανακριτή κατά την επιβολή της προσωρινής κράτησης. Όσον αφορά την επιβολή προσωρινής κράτησης λόγω του κινδύνου συσκότισης της υποθέσεως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει περίπτωση, εφόσον ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος, να επιχειρήσει να καταστρέψει ή να αλλοιώσει τα ίχνη του εγκλήματος του, να αφαιρέσει επιβαρυντικά για εκείνον στοιχεία από τους ανακριτικούς υπαλλήλους να χρησιμοποιήσει αθέμιτα μέσα (λόγω χάρη απειλή ή εξαπάτηση) προκειμένου να αναγκάσει τυχόν συγκατηγορουμένους του, μάρτυρες ή πραγματογνώμονες να προβούν σε ψευδή κατάθεση ή τέλος να εξωθήσει τρίτους στη διενέργεια αντίστοιχων πράξεων.
Εντασσόμενος στα εναλλακτικά μέτρα υποκαταστήσεως της ποινής του εγκλεισμού στις φυλακές, ο κατ’ οίκον περιορισμός, προσφάτως υιοθετηθείς από την σωφρονιστική θεωρία και πρακτική και συχνά συνδυαζόμενος με την ηλεκτρονική επιτήρηση, αναφέροντάς το εκ προοιμίου, χαρακτηρίζεται από μία πολυμορφία και πολλαπλή ορολογική χρήση. ο θεσμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο κατά την ποινική προδικασία, ως εναλλακτικό μέτρο αντί για την προσωρινή κράτηση του υποδίκου, όσο επίσης σε συνδυασμό με την καταδίκη για έκτιση της στερητικής ποινής της ελευθερίας, π.χ. σε συνδυασμό με την υφ’ όρον απόλυση ή την υφ’ όρον αναστολή εκτέλεσης της ποινής, ή επίσης κατά την έκτιση της ποινής, μέσω των αδειών κρατουμένων.
Σε περίπτωση που το παρόν αίτημά μου γίνει δεκτό και μου επιτρέψετε να αφεθώ ελεύθερος μέσω της ηλεκτρονικής επιτήρησης θα παραμείνω στην οικία μου στο Βόλο επί της οδού Οικονόμου αριθ. 34 (σχετ. ) με αριθμό σταθερής τηλεφωνικής σύνδεσης 2421080651(σχετ.35) ως απαιτείται, αντίγραφο του οποίου Σας προσκομίζεται, όπου διαβιώ μαζί με την οικογένειά μου. (σχετ. 36)
ΜΕΤΑ ΤΑΥΤΑ
Επειδή, τα ανωτέρω επιβεβαιώνω ως αληθή και βάσιμα.
Επειδή, ανά πάσα ώρα και στιγμή ευρίσκομαι στη διάθεση των Αρχών.
Επειδή, έχω μόνιμη και σταθερή διαμονή.
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Όπως γίνει δεκτό το παρόν.
Όπως αφεθώ ελεύθερος με οιονδήποτε όρο κρίνετε ότι πρέπει να μου επιβληθεί.
Πληρεξούσιους και αντίκλητους διορίζω το δικηγόρο Πειραιά Γλύκα Ιωάννη, κάτοικο Πειραιά οδός Γρ. Λαμπράκη 138 και το δικηγόρο Λάρισας Κατσαβό Κωνσταντίνο.
Λάρισα, 30/03/2023
Ο υπογράφων