Ακρίβεια και κρίση «έφαγαν» 6 δισ. από την Οικονομία
Με τον πληθωρισμό να βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά, το μεγάλο πρόβλημα του οικονομικού επιτελείου είναι πώς θα βοηθήσει στοχευμένα όσους έχουν πραγματικά μεγάλο
Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»
Η αύξηση των τιμών σε προϊόντα και η ενεργειακή κρίση έχει «ροκανίσει» την οικονομία, και αυτό χωρίς να έχει λήξει ακόμη η κρίση που περνά όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και η παγκόσμια οικονομία. Με τον πληθωρισμό να βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά, παρά τη μικρή υποχώρηση και τον Νοέμβριο, η τάση δεν έχει σταθεροποιηθεί ακόμη, και το μεγάλο πρόβλημα του οικονομικού επιτελείου είναι πώς θα βοηθήσει στοχευμένα όσους έχουν πραγματικά μεγάλο πρόβλημα.
Περίπου μισή.. καραντίνα έχει κοστίσει στην ελληνική οικονομία η ακρίβεια από την αρχή του έτους. Ο πρώτος λογαριασμός για την ενεργειακή κρίση έχει αποσταλεί στο υπουργείο Οικονομικών και τα προσωρινά στοιχεία αποτυπώνουν ότι η άνοδος των τιμών κόστισε 5 με 6 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 3% του ΑΕΠ.
Το δύσκολο έτος της υγειονομικής κρίσης, όταν δηλαδή επιβλήθηκαν τα πιο αυστηρά μέτρα καραντίνας, η οικονομία είχε καταγράψει απώλειες κοντά 12,7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την ΤτΕ, το οικονομικό κόστος των περιοριστικών μέτρων, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, για το σύνολο της Οικονομίας το 2020, εκτιμάται σε 7,7%, όταν το ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές διαμορφώθηκε σε 165,8 δισ. ευρώ.
Για τα εισοδήματα οι απώλειες στην αγοραστική δύναμη μπορεί να φτάνουν και τα 300 ευρώ το μήνα, αφού τα ελληνικά νοικοκυριά βρίσκονται σε διπλό κλοιό, τουλάχιστον έως και τα μέσα του 2023. Καλούνται να αντιμετωπίσουν τόσο τον επιτοκιακό κίνδυνο, άρα και τα αυξημένα κόστη για τα δάνειά τους, όσο και τις πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημά τους λόγω του υψηλού πληθωρισμού και των αυξημένων βασικών δαπανών.
Οικονομία
Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, η άνοδος των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου, καυσίμων κ.λπ. κόστισε στο ΑΕΠ εφέτος περίπου 5-6 δισ. ευρώ. Ακόμα δεν υπάρχει το τελικό αποτέλεσμα, όμως από το υπουργείο Οικονομικών αναφέρουν ότι αν, για παράδειγμα, η ανάπτυξη ήταν 0%, θα καταγραφόταν μία ύφεση της τάξεως 2%-3% παράλληλα με τον πληθωρισμό. Από την κυβέρνηση αναφέρονται στα αναχώματα, τα οποία έφεραν και αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης, που οφείλεται στην πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης.
Αναχώματα
Οι επενδύσεις και τα μέτρα στήριξης αποτελούν το σωσίβιο για το ΑΕΠ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, οι επενδύσεις την τριετία 2020, 2021, 2022 αυξήθηκαν περίπου κατά 30% και οι δημόσιες επενδύσεις θα είναι του χρόνου 12 δισ. ευρώ. Επίσης, ο κρατικός προϋπολογισμός έχει μέτρα ύψους 8,3 δισ. ευρώ: 3,5 δισ. ευρώ για νοικοκυριά και 4,8 δισ. ευρώ για επιχειρήσεις, με στόχο την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Εισοδήματα
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 1,7% το β’ τρίμηνο του 2022 έναντι του β’ τριμήνου του 2021, αλλά το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε. Ο πληθωρισμός το ίδιο τρίμηνο αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 11,2% και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε το β’ τρίμηνο του 2022 κατά -9,5%, με τετραπλάσιο ρυθμό από το πρώτο τρίμηνο. Κατά τους οικονομολόγους, όπως και της Τράπεζας της Ελλάδος, οι πιέσεις αναμένεται να συνεχιστούν τους πρώτους μήνες του 2023.
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η επίδραση της αύξησης των τιμών στα πολύ χαμηλά εισοδήματα των νοικοκυριών (κάτω των 750 ευρώ τον μήνα) εκτινάσσει την απώλεια αγοραστικής δύναμης έως 40%, δηλαδή έχουν έξτρα απώλεια έως 300 ευρώ το μήνα. Για παράδειγμα, ένα μέσο εισόδημα της τάξης των 1.100 ευρώ το μήνα καταγράφει απώλεια 9% και 14%, άρα 99-154 ευρώ επιπλέον το μήνα. Στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι κάτω του 11%.
Ένας στους δύο αγοράζει λιγότερα τρόφιμα
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Καταναλωτών οι Έλληνες έχουν κάνει σημαντικές αλλαγές στις καταναλωτικές τους συνήθειες το τελευταίο διάστημα, ενώ οι περικοπές αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στις ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών. Το πρώτο ποιοτικό στοιχείο είναι ότι καταρχάς είναι ξεκάθαρη μία τάση των καταναλωτών για εξοικονόμηση χρημάτων για τις αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών, και δευτερευόντως για τη διαχείριση χρημάτων. Όπως φαίνεται, μεγαλύτερη είναι η πίεση στη μείωση των δαπανών για βασικές υπηρεσίες και λιγότερο για βασικά αγαθά.
Πιο αναλυτικά, τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας αποκαλύπτουν ότι:
* Το 80% του κοινού δηλώνει ότι έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η Εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.ά.
* Το 66% δηλώνει ότι έχει μειώσει την κατανάλωση ρεύματος.
* Το 62% του κοινού δηλώνει ότι έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο.
* Το 55% δηλώνει ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου.
* Το 25% δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του.
* Το 20% έχει αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεων του.
* Το 15% δηλώνει ότι έχει αυξήσει το χρόνο εργασίας ή έχει βρει δεύτερη εργασία προκειμένου να αυξήσει το εισόδημά του.
* Το 10% έχει αυξήσει τη χρήση πιστωτικών καρτών για να καλύψει τις αγορές του.
* Αντίθετα, μόλις 9% του κοινού δηλώνει ότι δεν έχει λάβει κανένα απολύτως μέτρο για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων.
Το πόσο έντονη είναι η στροφή του αγοραστικού κοινού στην εξοικονόμηση χρημάτων αποτυπώνεται στα στοιχεία για την προτεραιότητα που δίνουν διαχρονικά οι καταναλωτές την τελευταία 4ετία σε σχέση με την επιλογή τροφίμων.
Συνολικά, τον τελευταίο χρόνο από τον Ιούλιο και μετά, η χρηματική δαπάνη αποτελεί το βασικό κριτήριο, αλλά ειδικά στις τελευταίες μετρήσεις η ένταση είναι εντυπωσιακή. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια το ποσοστό του αγοραστικού κοινού που αγόραζε με βασικό κριτήριο τα χρήματα κινούνταν περί το 30% και σε ίδια επίπεδα με τα ποιοτικά κριτήρια, σήμερα το ποσοστό αυτό ξεπερνάει το 60%. Το στοιχείο αυτό, δείχνει πόσο έντονη είναι η ανησυχία του κοινού και την αλλαγή στην αγοραστική συμπεριφορά.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.000 καταναλωτών την εβδομάδα 9-11 Νοεμβρίου 2022 και αφορούσε, ανάμεσα σε άλλα θέματα, και την αντιλαμβανόμενη επίδραση των ανατιμήσεων, του πολέμου στην Ουκρανία και της πανδημίας COVID-19 στις καταναλωτικές συνήθειες στην Ελλάδα.