Η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια παρά το τραπεζικό «τσουνάμι»
«Ανθεκτικός ο τραπεζικός τομέας της Ευρωζώνης», τονίζει, αλλά ξεκαθαρίζει πως η εργαλειοθήκη της είναι εξοπλισμένη για να παρέχει ρευστότητας, εάν χρειαστεί

Κατά 50 μονάδες βάσης αυξάνει τα επιτόκια η ΕΚΤ παρά το τραπεζικό «τσουνάμι» που έχει προκαλέσει στις διεθνείς αγορές τόσο η κατάρρευση της Silicon Valley Bank όσο και ο «τυφώνας» της Credit Suisse.
Ειδικότερα, μετά την αύξηση, το βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ διαμορφώνεται στο 3% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης των τραπεζών στο 3,5%.
Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη την αναταραχή, το Δ.Σ. της ΕΚΤ απέφυγε να δεσμευθεί για νέες αυξήσεις επιτοκίων.
Η ΕΚΤ σημειώνει ότι «παρακολουθεί τις τρέχουσες εντάσεις στενά και είναι έτοιμη να αντιδράσει, όπως είναι αναγκαίο, για να διατηρήσει τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη».
Το σκεπτικό της απόφασης - Τι αναφέρει η ΕΚΤ
Οπως αναφέρει η κεντρική τράπεζα, «ο πληθωρισμός αναμένεται, σύμφωνα με τις προβολές, να παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με την αποφασιστικότητά του να διασφαλίσει την έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Το αυξημένο επίπεδο αβεβαιότητας ενισχύει τη σημασία μιας προσέγγισης που εξαρτάται από τα στοιχεία για τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου όσον αφορά τα επιτόκια πολιτικής. Αυτές οι αποφάσεις θα καθορίζονται από την αξιολόγησή του όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων, από τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και από την ένταση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί προσεκτικά τις τρέχουσες εντάσεις στις αγορές και είναι έτοιμο να λάβει μέτρα όπως κρίνεται απαραίτητο για να διαφυλάξει τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ.
Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός, διαθέτοντας ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη πολιτικής που διαθέτει η ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για την παροχή στήριξης σε ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ αν χρειαστεί και για τη διαφύλαξη της ομαλής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Οι νέες μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ ολοκληρώθηκαν στις αρχές Μαρτίου πριν από την πρόσφατη εμφάνιση εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ως εκ τούτου, αυτές οι εντάσεις συνεπάγονται πρόσθετη αβεβαιότητα για τις αξιολογήσεις του βασικού σεναρίου όσον αφορά τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη. Πριν από αυτές τις τελευταίες εξελίξεις, η πορεία του βασικού σεναρίου για τον γενικό πληθωρισμό είχε ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, κυρίως επειδή η συμβολή των τιμών της ενέργειας ήταν μικρότερη από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως.
Οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ θεωρούν τώρα ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 5,3% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,1% το 2025. Ταυτόχρονα, οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές. Ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής εξακολούθησε να αυξάνεται τον Φεβρουάριο και οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ αναμένουν ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 4,6% το 2023, σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι προβλεπόταν στις προβολές του Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τις προβολές, θα υποχωρήσει σε 2,5% το 2024 και 2,2% το 2025, καθώς οι ανοδικές πιέσεις από τις προηγούμενες διαταραχές στην πλευρά της προσφοράς και την επανεκκίνηση της οικονομίας θα εξασθενούν και η πιο περιοριστική νομισματική πολιτική θα συγκρατεί ολοένα περισσότερο τη ζήτηση.
Οι προβολές του βασικού σεναρίου για την ανάπτυξη το 2023 έχουν αναθεωρηθεί προς τα πάνω κατά μέσο όρο σε 1,0% ως αποτέλεσμα τόσο της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας όσο και της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της οικονομίας στο δύσκολο διεθνές περιβάλλον. Οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ αναμένουν στη συνέχεια ότι η ανάπτυξη θα ανακάμψει περαιτέρω, σε 1,6%, τόσο το 2024 όσο και το 2025, υποβοηθούμενη από την ισχυρή αγορά εργασίας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, η ανάκαμψη της ανάπτυξης το 2024 και το 2025 θα είναι ασθενέστερη σε σχέση με τις προβολές του Δεκεμβρίου, λόγω της άσκησης περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.