Αύξηση τζίρου, αλλά πτώση πωλήσεων, στα σούπερ μάρκετ
Με βάση πρόσφατα στοιχεία της Nielsen IQ σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή χρονική περίοδο, το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων είναι πάνω 9,1%

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»
Με αύξηση του τζίρου, αλλά με πτώση του όγκου πωλήσεων «έκλεισε» το πρώτο τετράμηνο του έτους για τα σούπερ μάρκετ. Ειδικότερα, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Nielsen IQ (έως 30 Απριλίου 2023) και έχοντας πλέον στα τέλη Απριλίου ξεπεράσει την επίδραση της εποχικότητας του Πάσχα, σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή χρονική περίοδο, το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων συνεχίζει τη θετική του πορεία, στο +9,1%, ωστόσο η ανάπτυξη αυτή εξακολουθεί να είναι πληθωριστική, με τους όγκους να υποχωρούν, γύρω στο -3,5%. Σε επίπεδο κατηγοριών την ανάπτυξη αυτή οδηγούν τα τρόφιμα και ποτά, τόσο τα φρέσκα (+8,9%) όσο και τα τυποποιημένα (+9,3%), κυρίως λόγω της σημαντικής συνεισφοράς τους στο μέσο καλάθι του ελληνικού νοικοκυριού, σε σχέση με τις κατηγορίες του μη τροφίμου.
Μέσα σε αυτό το έντονα πληθωριστικό περιβάλλον, και όπως προκύπτει από πρόσφατα ευρήματα των ερευνών της Nielsen IQ, οι Έλληνες καταναλωτές φαίνεται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία (97% των ερωτηθέντων), να έχουν ξεκάθαρα αντιληφθεί την αύξηση στις τιμές των προϊόντων που πωλούνται μέσα από τα σούπερ μάρκετ.
Προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν σε αυτό, δηλώνουν σε ποσοστό 68% ότι θα κόψουν τις περιττές δαπάνες και τις πολυτέλειες και θα αγοράζουν μόνο τα βασικά, ενώ, ταυτόχρονα, 1 στους 3 δηλώνει ότι θα επιλέγει, πλέον, φθηνότερες μάρκες.
Τις παραπάνω δηλώσεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία πωλήσεων της Nielsen IQ, καθώς αφενός καταγράφεται μείωση των πωλήσεων σε κατηγορίες δευτερευούσης σημασίας, όπως είναι για παράδειγμα τα στοματικά διαλύματα (-8,2%) ή τα προϊόντα φροντίδας για τα έπιπλα (-5,1%).
Την ίδια στιγμή, το μερίδιο σε αξία των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας συνεχίζει να κινείται σε ανοδική τροχιά, φτάνοντας σε σύνολο αγοράς στο ιστορικά υψηλό ποσοστό του 25%, με τους καταναλωτές να δηλώνουν ότι επιλέγουν τα Private Labels όχι μόνο για την σχετικά χαμηλή τους τιμή (58% των ερωτηθέντων), αλλά και γιατί είναι εξίσου ποιοτικά με τα επώνυμα, σε ποσοστό άνω του 75%.
Επικεντρώνοντας περαιτέρω την ανάλυση στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, άξιο λόγου αποτελεί το γεγονός ότι ενώ μεσοσταθμικά έχουν αυξήσει την τιμή τους υπερδιπλάσια σε σχέση με τα επώνυμα προϊόντα, την ίδια στιγμή έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν τους πωλούμενους όγκους τους χωρίς να παρουσιάσουν απώλειες, γεγονός που αποδεικνύει την στροφή των καταναλωτών, σε πολλές περιπτώσεις, σε εναλλακτικές χαμηλού κόστους, που θα τους ελαχιστοποιήσουν το συνολικό «out of pocket».