Νίκος Ξανθόπουλος: Από τις φτωχογειτονιές στον Παράδεισο
Το «Παιδί του λαού» πέρασε στην αιωνιότητα για πάντα...
Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»
Ο Νίκος Ξανθόπουλος ο μεγάλος αυτός ηθοποιός, τραγουδιστής, οικογενειάρχης και ΑΝΘΡΩΠΟΣ, «το παιδί του λαού», το καμάρι των Ελλήνων που τον θαύμαζαν όταν πρωταγωνιστούσε σε ταινίες και στο θέατρο και μάγευε το κοινό με τα τραγούδια του, αναπαύεται στους αιώνιους παραδείσους μετά τη δίμηνη ταλαιπωρία του από ασθένειες που αφού τον καθήλωσαν σε κρεβάτια κλινικής και νοσοκομείου, τον οδήγησαν μετά, εξουθενωμένο, να αφήσει την τελευταία του πνοή.
Την Τρίτη που μας πέρασε, ο Νίκος Ξανθόπουλος έδωσε την τελευταία του παράσταση στο κοινό που τον αγαπούσε, με την επιμνημόσυνη δέηση στο Α’ Κοιμητήριο της Αθήνας, όπου μαζί με τα συγγενικά του πρόσωπα τον έκλαψαν και τον αποχαιρέτησαν πολλοί φίλοι του στο μεγάλο ταξίδι του στους αιώνιους παραδείσους.
Ο Νίκος, όπως τον γνώρισα, ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, προσιτός στον καθένα, πονόψυχος και ευεργέτης, χριστιανός και πατριώτης. Συναντηθήκαμε άπειρες φορές, από το 1970 έως πρόσφατα, και πολλές φορές μού διηγήθηκε τα του βίου του.
Γεννήθηκε στις 14-3-1934 σ’ ένα μικρό σπιτάκι φτωχογειτονιάς της Νέας Ιωνίας. Η μητέρα του Μαρία δούλευε σ’ ένα υφαντουργείο και ο Κερασούντιος πατέρας του Παναγιώτης σε τσαγκαράδικο, όπου τον βοηθούσε και ο Νίκος, που είχε δύο αδελφές, την Παρθένα και την Ιωάννα. Για να βοηθήσει την οικογένειά του να αντιμετωπίσει τη φτώχεια έκανε μόνος του διάφορες δουλειές.
Πωλούσε τα απογεύματα, μετά το σχολείο, τσιγάρα, μοίραζε φέιγ βολάν στους κινηματογράφους και έκανε άλλες μικροδουλειές. Στα 17 του χρόνια κατηφόρισε από τη γειτονιά του, πήγε στο γήπεδο της ΑΕΚ, υπέγραψε δελτίο στην ομάδα στίβου και άρχισε προπονήσεις στα άλματα και στους δρόμους μετ’ εμποδίων. Μάλιστα, στους Πανελληνίους Αγώνες το 1952 βγήκε τρίτος πίσω από τους μεγάλους, μετά, αθλητές Δεπάστα και Σκούρτη!
Ένας καθηγητής του, του συνέστησε να διαβάζει στον ελεύθερο χρόνο του βιβλία ιστορικά και λογοτεχνικά, και έτσι μπήκε στο μαγικό κόσμο των κλασικών συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, και ξενυχτούσε διαβάζοντας. Πήγαινε μετά έξω από κέντρα διασκεδάσεως, άκουγε λαϊκά τραγούδια του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Καλδάρα, του Τσαουσάκη…
Παρ’ όλα αυτά, τον συγκινούσε πολύ το επάγγελμα του ηθοποιού και αποφάσισε να το ακολουθήσει. Ύστερα από συστάσεις μπήκε στη Δραματική Σχολή, με συμμαθητές τον Κώστα Κακαβά, τον Θάνο Λειβαδίτη, τον Γιώργο Μπέλο, με διαπρεπείς καθηγητές όπως ο Ροντήρης, ο Τερζάκης, ο Μελάς, η Παξινού κ.ά.
Έμενε από νεαρή ηλικία σε δρομάκια γύρω από την πλατεία Βικτωρίας και την Πατησίων, και σύχναζε συχνά στα ρεστοράν και τις καφετέριες, κυρίως του Μίμη Δομάζου. Εκεί γνώρισε τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Εριφύλη, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Της πρόσφερε με ιδιαίτερο τρόπο μία ανθοδέσμη λέγοντάς της πόσο όμορφη και γοητευτική είναι, και εκείνη έλεγε το ίδιο όταν τον έβλεπε στην καφετέρια του Δομάζου.
Από τη στιγμή εκείνη τα βλέμματά τους ενώθηκαν, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. Εκεί έμενα και εγώ, εκεί τον γνώρισα, το 1970, τον Νίκο Ξανθόπουλο. Όταν κάποιος εκεί με χτύπησε κατά λάθος με το καρότσι που έσερνε, του είπα στα ποντιακά: «Σιγά ρε σέφτελε!». Γύρισε ο Νίκος και μου λέει: «Είσαι Πόντιος;».
Όταν απάντησα καταφατικά, γύρισε, με πήρε στην αγκαλιά του και λέει «Νέπαι, τ’ εμέτερον είσαι; Μπράβο!». Από πού είναι η καταγωγή των γονιών σου, από Αργυρούπολη και Κερασούντα, και εγώ από εκεί είμαι, πουλαντζαχλούς! Από τότε γίναμε φίλοι για πάνω από 50 χρόνια…
Στο Θέατρο, για πρώτη φορά βγήκε στη σκηνή σε παράσταση του Άμλετ με τον Μινωτή, μετά σε αρχαία τραγωδία, και θα ακολουθήσουν συμμετοχές του με μικρούς ρόλους σε ταινίες, όπου διέπρεψε. Από το 1957 και για μία δεκαπενταετία τον κέρδισε ο Κινηματογράφος.
Μεγάλοι παραγωγοί τού ανέθεσαν μεγάλους ρόλους σε ταινίες, στις οποίες έβαλε τη σφραγίδα του ταλέντου του μαζί με άλλους μεγάλους ηθοποιούς την εποχή εκείνη, όπως τους Αυλωνίτη, Κατράκη, Ρίζο, Στρατηγό, Μορίδη, Ζερβό, Βελέντζα, Άντζελα Ζήλεια Μιράντα Μυράτ κ.ά.
Αρκετές ταινίες του, όπως οι «Φτωχογειτονιά αγάπη μου», «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», «Η σφραγίδα του Θεού», «Απόκληροι της κοινωνίας», «Προδομένες καρδιές», «Αγάπησα και πόνεσα» κ.ά. συγκινούσαν τον κόσμο, έτρεχαν να δουν τις ταινίες του και έφευγαν από τους κινηματογράφους με δακρυσμένα μάτια. Διέπρεψε και στο εξωτερικό με τα τραγούδια, με τα οποία άρχισε να ασχολείται και να συγκινεί τον κόσμο. Όπου πήγαινε και τραγουδούσε σε ελληνικές πόλεις, οι πλατείες και οι αίθουσες ήταν πάντα γεμάτες. Το ίδιο συνέβαινε και στο εξωτερικό, Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία…
Η φιλία μας κράτησε πάνω από 50 χρόνια. Τον επισκεπτόμουν όταν μετακόμισε στη Φιλοθέη, και μετά στην Παιανία, όπου με τη σύζυγό του ασχολούντο και με τη γεωργία. Τους άρεσε να καλλιεργούν και να παράγουν διάφορα λαχανικά, φρούτα και πολύ καλό κρασί!
Μια μέρα μού λέει: «Τάσο, θα γίνουμε συνάδελφοι! Άρχισα να γράφω την αυτοβιογραφία μου, να αφήσω πίσω την ιστορία μου όταν θα φύγω από τη ζωή…».
Και πράγματι, ύστερα από λίγο καιρό εξέδωσε το βιβλίο του «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», από τις Εκδόσεις «Άγκυρα». Κάναμε μαζί δύο παρουσιάσεις στην Αθήνα, και μετά μου λέει, πάμε στη Βόρεια Ελλάδα. Το παρουσιάσαμε στη Θεσσαλονίκη, μετά Ξάνθη, Καβάλα, Κομοτηνή, και ο κόσμος που συγκεντρωνόταν να τον δει, να τον ακούσει και να προμηθευτεί το βιβλίο, ήταν αμέτρητος!
Ο άνθρωπος αυτός, που αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον ελληνικό πληθυσμό, και κυρίως τον ποντιακό, έφυγε στα 89 του χρόνια για το μεγάλο ταξίδι στους αιώνιους παράδεισους, αφήνοντας πίσω την αγαπημένη του Εριφύλη, τα παιδιά του Πάνο, Μαρία, Γιώργο, Νίκο και τα πέντε εγγόνια του.
Καλό Παράδεισο, φίλε Νίκο!