Μαρία Κολοβού στη «ΒτΚ»: «Το Θέατρο στην υπηρεσία των φυσικών επιστημών»
Η διακεκριμένη καθηγήτρια πανεπιστημίου και συγγραφέας σε μία αποκλειστική συνέντευξη μιλάει για την σχέση επιστημών, τέχνης και πολιτισμού

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»
Η Μαρία Κολοβού γεννήθηκε στην Ελλάδα, πήρε πτυχίο από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας στη Βιολογία, δίδαξε για 13 χρόνια στην Ελλάδα, επίσης στην Αγγλία και την Αμερική, έχει μάστερ στο «Το θέατρο στην εκπαίδευση» από το Trinity College του Δουβλίνου, και ολοκληρώνει τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο στο Μαϊάμι. Βλέποντας τους μαθητές της να βαριούνται τις φυσικές επιστήμες προσπάθησε να αναπτύξει μεθόδους που θα τραβούσαν το ενδιαφέρον τους. Έχει δώσει διαλέξεις, δημοσιεύσει έρευνες και συνεχίζει την πορεία της σε ένα Κέντρο Έρευνας όπου επιστήμονες και καλλιτέχνες συναντιούνται με σκοπό να «επικοινωνήσουν» τις επιστήμες μέσω των Τεχνών. Έχει πάρει το Α' Βραβείο για θεατρικούς συγγραφείς, από το υπουργείο Πολιτισμού το 2007, και δύο χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για θεατρικές δουλειές με τους μαθητές της.
Κυρία Κολοβού, μόλις γυρίσατε από το Σικάγο, όπου παρουσιάσατε εκεί τη δουλειά σας σε δύο Συνέδρια, τα μεγαλύτερα στο χώρο της Έρευνας στην Εκπαίδευση.
«Ναι. To AERA είναι ένα διεθνές ετήσιο συνέδριο, το μεγαλύτερο όσον αφορά την Έρευνα στην Εκπαίδευση, και το NARST είναι το αντίστοιχο διεθνές συνέδριο, συγκεκριμένα για την Έρευνα στην Εκπαίδευση σε σχέση με τις φυσικές επιστήμες».
Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για τις ομιλίες που δώσατε εκεί;
«Συμμετείχα ως ομιλητής συνολικά σε τρεις παρουσιάσεις και μίλησα για τρεις από τις πιο πρόσφατες έρευνες μου σε σχέση με τη χρήση θεατρικών τεχνικών για τη διδασκαλία φυσικών επιστημών».
Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Μας εξηγείτε λίγο περισσότερο πώς χρησιμοποιείτε αυτές τις τεχνικές;
«Υπάρχουν διάφορες μεθοδολογίες που ανήκουν σε μία παιδαγωγική που ονομάζεται “Dramain Education”, που είναι και ο τίτλος του μεταπτυχιακού μου. Το διαφορετικό που κάνω εγώ είναι ότι ανέπτυξα ένα μοντέλο δημιουργίας μαθημάτων όπου οι μαθητές δεν μαθαίνουν απλά επιστημονικές έννοιες, αλλά βιώνουν το ιστορικό πλαίσιο και τις συνθήκες που οδήγησαν σε επιστημονικές ανακαλύψεις. Μπαίνουν σε μία διαδικασία όπου μεταφέρονται στην εποχή μίας ανακάλυψης, για παράδειγμα στη δεκαετία του ’50, όπου οι Watson και Crick πρότειναν το μοντέλο για τη δομή του DNA. Η διαδικασία ξεκινάει όπως κάθε θεατρικό έργο, ή κάθε ιστορία-αφήγηση θα έλεγα, με ένα σημαντικό γεγονός, στην περίπτωση των Watson και Crick τη συνάντησή τους και την απόφασή τους να δουλέψουν μαζί. Στην πορεία, μέσω διάφορων θεατρικών τεχνικών, αναδιπλώνεται η ιστορία, πολλά κομμάτια της οποίας τα δραματοποιούν οι μαθητές: τα εμπόδια, τις αποτυχίες, τα ηθικά διλήμματα, τα νέα στοιχεία και τις νέες πληροφορίες που έρχονται από άλλους επιστήμονες (π.χ., σε μορφή γράμματος, άρθρου, ή συνάντησης με τον δάσκαλο που “παίζει” το ρόλο αυτού του επιστήμονα, κ.ο.κ.). Μαζεύοντας στοιχεία με τη σειρά που έγιναν την εποχή που έγιναν, οι μαθητές αρχίζουν να βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα. Όλα μοιάζουν με ένα παζλ. Μαζεύουν τα κομμάτια και είναι ζήτημα χρόνου πότε θα τα βάλουν σε μία σειρά και θα ολοκληρώσουν οι ίδιοι την εικόνα».
Οι μαθητές ανακαλύπτουν μόνοι τους ή σχεδόν μόνοι τους, εννοείτε;
«Ήμουν καθηγήτρια για 13 χρόνια στην Ελλάδα, έχω δουλέψει και στην Αγγλία και τα τελευταία χρόνια στην Αμερική, μέσω του Πανεπιστημίου στο Μαϊάμι. Πιστέψτε με, όταν οι μαθητές αρχίζουν να συνειδητοποιούν την ανθρώπινη διάσταση της επιστήμης, ξαφνικά μοιάζει να έχει ανάψει κάποια φλόγα μέσα τους. Υπάρχει τεράστια διαφορά με το να κάθονται σε ένα θρανίο και να κρατάνε σημειώσεις για πληροφορίες που μοιάζουν “στεγνές” για αυτούς, χωρίς ουσία».
Στη μέθοδο που χρησιμοποιείτε, δεν κάθονται σε θρανία;
«(γέλιο) Θα προτιμούσα όχι. Αστειεύομαι… Μπορεί να κάθονται σε θρανία όταν δουλεύουν στις ομάδες τους και προσπαθούν να φέρουν εις πέρας μία από τις επιστημονικές τους έρευνες, αλλά έχουν μπει σε ένα κλίμα όπου ξέρουν ότι μπορούν να κινηθούν ελεύθερα στο χώρο. Μπορούν να σκέφτονται και όρθιοι ξέρετε, ή καθισμένοι στο πάτωμα. Και φυσικά, υπάρχουν και οι δραστηριότητες όπου δραματοποιούν και χρησιμοποιούν κενό χώρο στην αίθουσα σαν να είναι σε θεατρική σκηνή».
Ακούγεται συναρπαστικό αλλά και πολύ δύσκολο, από τη μεριά του καθηγητή.
«Είναι πάρα πολύ δύσκολο και την ίδια στιγμή πάρα πολύ εύκολο. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι αλλαγή στη νοοτροπία τού πώς θέλουμε να είναι οι μαθητές σε μία τάξη, οι σχέσεις μαθητών - καθηγητή σε μία τάξη, το πώς πιστεύουμε ότι μαθαίνουν οι άνθρωποι. Έχω δει καθηγητές που το πιστεύουν αυτό, να αλλάζουν το κλίμα της τάξης και να απογειώνουν το ενδιαφέρον των μαθητών τους μέσα σε μία εβδομάδα».
Είπατε... «το πώς πιστεύουμε ότι μαθαίνουν οι άνθρωποι». Μπορείτε να εξηγήσετε τι εννοείτε;
«Υπάρχει μια παγιωμένη ιδέα, ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν στο “κεφάλι”. Δηλαδή μέσω του εγκεφάλου, ότι αυτό είναι το όργανο που εισάγει και επεξεργάζεται τις πληροφορίες. Αυτή η ιδέα μεταφράζεται σε μία εικόνα όπου οι μαθητές είναι όσο το δυνατό πιο ακίνητοι, εισάγοντας όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες στον “πολύτιμο” εγκέφαλο. Υπάρχει και μία πιο σύγχρονη άποψη, ότι μαθαίνουμε με όλο μας το σώμα, ότι η κίνηση και τα συναισθήματα, οι σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, με τα αντικείμενα γύρω μας, και με το περιβάλλον, όλα μαζί συνεισφέρουν στο να “μάθουμε”, να κατανοήσουμε τον κόσμο. Σκεφθείτε, αυτή η θεωρία, που ονομάζεται embodied cognition theory, πώς μεταφράζεται στο χώρο της Εκπαίδευσης».
Νομίζω ότι μεταφράζεται σε ανθρώπους ελεύθερους να κινηθούν, να συνεργαστούν, να δοκιμάσουν, και να αποτύχουν.
«Συμφωνώ απόλυτα. Όλα αυτά είναι κομμάτια της ζωής μας και του τι σημαίνει να είναι κάποιος άνθρωπος και να έρχεται σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Για αυτό το λόγο επέλεξα να χρησιμοποιήσω τεχνικές Θεάτρου, γιατί προσφέρουν μία ολιστική εικόνα, όπου οι επιστημονικές ανακαλύψεις αποκτούν άλλο νόημα, παύουν να είναι στεγνές εξισώσεις και έχουν λόγο ύπαρξης. Υπάρχει κάποιος λόγος που τη συγκεκριμένη εποχή, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι-επιστήμονες είχαν την ανάγκη να μάθουν, να ερευνήσουν, να ανακαλύψουν, να συμπληρώσουν ο ένας την έρευνα του άλλου, να βοηθήσουν στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών μέσω της επιστημονικής γνώσης που παρήγαγαν. Και όχι γιατί οι επιστήμονες είναι κάποια “φυτά” με γυαλιά, απομονωμένοι από τον έξω κόσμο – αναφέρω στερεότυπα τώρα, που συχνά φέρουν οι άνθρωποι για τους επιστήμονες. Αλλά το ακριβώς αντίθετο, γιατί ήταν άνθρωποι αυτού του κόσμου. Και η επιστήμη πάντα κινήθηκε βάσει των αναγκών της εποχής της. Αυτό είναι ένα πολύ ωραίο μάθημα για τους μαθητές».