Οι «φόροι αμαρτίας» στο τραπέζι της συζήτησης για την καταπολέμηση του καρκίνου
Τσιγάρα, αλκοόλ και γλυκά θα φέρουν 440 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση του συστήματος υγείας και ειδικά για τις ογκολογικές παθήσεις

Στο τραπέζι της συζήτησης για την καταπολέμηση του καρκίνου και την ενίσχυση των ογκολογικών ασθενών, οι αποκαλούμενοι φόροι αμαρτίας.
Αλκοόλ, τσιγάρα, γλυκά, θα φέρουν στον χώρο της υγείας το ποσό των 440 εκατομμυρίων ευρώ τα οποία θα διατεθούν για τις ογκολογικές παθήσεις.
Αυτό τουλάχιστον έδειξε έρευνα που παρουσιάστηκε κατά την διάρκεια του 7ου Ετήσιου Συνεδρίου της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου με την πολιτεία να μην είναι καταρχάς αρνητική.
Το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο κατά του καρκίνου με σκοπό την ενίσχυση του συστήματος υγείας ειδικά για ογκολογικές παθήσεις οι οποίες δυστυχώς τα επόμενα χρόνια θα εμφανίσουν αύξηση, βρίσκεται στο τραπέζι των συζητήσεων της επιστημονικής κοινότητας.
Αν υπάρξει στοχευμένη αξιοποίηση των «φόρων αμαρτίας» σε αγαθά όπως ο καπνός, το αλκοόλ και προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι και ζάχαρη, με τεκμηριωμένη αρνητική επίδραση στην επίπτωση του καρκίνου και με σκοπό τη συγχρηματοδότηση όλων των σταδίων της ογκολογικής φροντίδας, μπορεί να υπάρξει σημαντική χρηματοδότηση στην αντιμετώπιση των ογκολογικών νοσημάτων.
Ο Επίκουρος Καθηγητής Κώστας Αθανασάκης παρουσιάζοντας επιστημονική μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας βασιζόμενη και σε συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας οι οποίες έχουν εκδοθεί τουλάχιστον μια δεκαετία πριν, έδωσε το κρίσιμο τρίπτυχο, το οποίο ωστόσο είναι λίγο ασαφές.
Σύμφωνα λοιποόν με τον κ. Αθανασάκη μέσω της πολιτικής αυτής επιτυγχάνεται:
-Το φορολογικό σύστημα να λειτουργεί «παιδευτικά» μέσω μίας μορφής «συνυπευθυνότητας» για την κατανάλωση αγαθών που επιβαρύνουν την επίπτωση του καρκίνου, με συνδυαστική θέσπιση μειωμένων φόρων «αρετής» για την προαγωγή πιο υγιεινών καταναλωτικών συμπεριφορών.
-Το μέτρο να συνιστά μία έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης της κοινωνίας προς μία από τις πλέον ευάλωτες ομάδες συμπολιτών μας, τους χρόνιους ασθενείς
-Μέσω του Εθνικού Ταμείου Καρκίνου θα απελευθερωθεί πολύτιμος δημοσιονομικός χώρος συνολικά για το σύστημα υγείας.
Βάσει των αποτελεσμάτων της μελέτης αν αποφασίσουμε να αυξήσουμε τον προϋπολογισμό αυτό με την αξιοποίηση και του συγκεκριμένου εργαλείου, περίπου 440 εκατ. ευρώ θα διοχετευθούν επιπλέον στη διαχείριση του καρκίνου.
Συνυπολογίζοντας την τρέχουσα δημόσια δαπάνη για την ογκολογική φροντίδα, ο αρχικός προϋπολογισμός του Εθνικού Ταμείου για τον Καρκίνο θα ανέλθει σε 1,5 δις ευρώ και θα καλύπτει το σύνολο του χρονικού συνεχούς της νόσου, αλλά και την αυξανόμενες ανάγκες πρόσβασης σε νέες, καινοτόμες ογκολογικές θεραπείες.
Ο κ. Χάρης Θεοχάρης ως υπεύθυνος του κυβερνητικού προγράμματος της ΝΔ δήλωσε πως το κόμμα είναι επί της αρχής σύμφωνο να συζητήσει τέτοιου είδους προτάσεις, καθώς η περαιτέρω ενίσχυση του ΕΣΥ βρίσκεται στο επίκεντρο της Νέας Δημοκρατίας για την επόμενη τετραετία. Αναγνώρισε ωστόσο ότι η επιβολή ειδικών φόρων είναι ένα πολύπλοκο θέμα που θα πρέπει προσεγγισθεί με τη δέουσα επιμέλεια.
Ο κ. Τρύφων Αλεξιάδης Βουλευτής Β’ Πειραιά, Αν. Tομεάρχης Οικονομικών ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ πρόταξε την ανάγκη συναίνεση των κομμάτων τουλάχιστον ως προς τις μεγάλες ανάγκες του ΕΣΥ συμφωνώντας ότι η μελέτη παρέχει μία βάση συζήτησης για την αύξηση του δημόσιου προϋπολογισμού για τον καρκίνο, θα πρέπει όμως να συνοδευθεί από απτά αποτελέσματα συνολικά στην εισπραξιμότητα των φόρων.
Η κ. Αθηνά Χριστοπούλου, μέλος της Εταιρίας Ογκολόγων Παθολόγος Ελλάδας ανέδειξε την πρόκληση της χρηματοδότησης των καινοτόμων ογκολογικών φαρμάκων και την ανάγκη να επένδυσης περισσότερο στην πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση για να επιτευχθούν καλύτερες εκβάσεις και εξοικόνομηση πολύτιμων πόρων.
Ο κ. Γιώργος Καπετανάκης, Γραμματέας της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου σημείωσε ότι η ΕΛΛΟΚ είναι έτοιμη να συμμετέχει ενεργά στο δημόσιο διάλογο για τη συγκεκριμένη πρόταση καθώς η υποχρηματοδότηση και τα κενά της ογκολογικής φροντίδας συνιστούν κοινή παραδοχή, πρόσθεσε όμως ένα τέτοιο μέτρο θα πρέπει να εφαρμοστεί με όρους κοινωνικής ευαισθησίας ώστε να διασφαλίσουμε το όφελος και να αποφύγουμε ενδεχόμενες επιβαρύνσεις για τους οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερους.