Η πυρκαγιά του 1917 που έκαψε το ένα τρίτο της Θεσσαλονίκης
Η αρχική αδράνεια των κατοίκων και κυρίως η έλλειψη νερού είχαν ως αποτέλεσμα να εξαπλωθεί γρήγορα η φωτιά
Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»
Οι συγκλονιστικές εικόνες που ζήσαμε με τις πυρκαγιές στους ανατολικούς δήμους της Αττικής θύμιζαν εκείνες της Θεσσαλονίκης, τέτοιες ημέρες, τέλη του Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου του 1917.
Εξερράγη τότε μεγάλη πυρκαγιά, και λόγω του σφοδρού ανέμου εξαπλώθηκε με ταχύτητα σε μεγάλη έκταση προκαλώντας τεράστια καταστροφή στην πόλη, που μόλις πέντε χρόνια πριν, είχε απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό.
Ήταν απόγευμα Σαββάτου, με το παλιό ημερολόγιο παραμονή του Σωτήρος, όταν εκδηλώθηκε η πυρκαγιά.
Ξεκίνησε στην Άνω Πόλη από το σπίτι ενός πρόσφυγα, στην οδό Ολυμπιάδος 3 στον οικισμό Μεβλανέ, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Ολύμπου και Ίωνος Δραγούμη.
Από την κουζίνα του σπιτιού η φωτιά πέρασε σε διπλανή αποθήκη με άχυρο, και από τον ισχυρό άνεμο μεταδόθηκε στα διπλανά σπίτια, και σύντομα σε όλη τη Θεσσαλονίκη!
Η αδιαφορία των κατοίκων και, κυρίως, η έλλειψη νερού για την κατάσβεση της φωτιάς είχαν ως αποτέλεσμα να εξαπλωθεί παντού.
Γύρω στα μεσάνυχτα έφτασε στον Ναό της Αγίας Σοφίας και συνέχισε προς την οδό Εθνικής Αμύνης (την παλιά Χαμιντιέ).
Το διάστημα εκείνο, η Θεσσαλονίκη στερείτο πυροσβεστικών μέσων και η σκέψη όλων στρεφόταν στην επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ, οι οποίες, βεβαίως, ενδιαφέρονταν πρώτα να προστατέψουν τις στρατοπεδευμένες μονάδες τους.
Μάλιστα, με την εξάπλωση της πυρκαγιάς ένα γαλλικό τμήμα ανατίναξε με δυναμίτιδα τρία σπίτια που βρίσκονταν κοντά στο Διοικητήριο, με σκοπό να δημιουργήσει ζώνη ασφαλείας!
Την επομένη μέρα, δύο βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες σταμάτησαν την πυρκαγιά κοντά στον Λευκό Πύργο, ενώ Γάλλοι στρατιώτες έσωσαν το κτίριο του Τελωνείου.
Ωστόσο, οι συμμαχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων τους, ώστε να εξοικονομηθεί νερό για την πυρόσβεση.
Πάντως, η διαγωγή τους, κυρίως των Γάλλων στρατιωτών, δεν ήταν η πρέπουσα. Κάποιοι, αντί να σπεύσουν να βοηθήσουν στην πυρόσβεση και την περίθαλψη των πυροπαθών, λεηλατούσαν σπίτια και καταστήματα και εμπόδιζαν τους ιδιοκτήτες να περισώσουν τις περιουσίες τους, για να μπορούν στη συνέχεια να τις κλέψουν.
Η συμπεριφορά τους αυτή καταγγέλθηκε από Θεσσαλονικείς και ο επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη στρατηγός Σαράιγ διέταξε την εκτέλεση δύο στρατιωτών του που συνελήφθησαν να πωλούν κλεμμένα κοσμήματα.
Αντίθετα, οι Βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, ιδιαίτερα με τη μεταφορά πυροπαθών με στρατιωτικά φορτηγά προς καταυλισμούς για πρόσφυγες, σε αντίθεση με τους Γάλλους που ζητούσαν φιλοδωρήματα…
Τους 72.500 πυροπαθείς έσπευσε να βοηθήσει η κυβέρνηση. Τα θύματα της φωτιάς ήταν και από τις τρεις κοινότητες της Θεσσαλονίκης. Εβραίοι 50.000, Ορθόδοξοι Χριστιανοί 12.500 και Μουσουλμάνοι 10.000.
Τις επόμενες ημέρες, περίπου, 5.000 μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε Θεσσαλία και Αττική, ενώ πολλοί Εβραίοι που καταστράφηκε η περιουσία τους έφυγαν και αυτοί.
Όσοι έμειναν πίσω εγκαταστάθηκαν σε παραπήγματα και καταυλισμούς στην Καλαμαριά, στην Τριανδρία στο Ντουντουλάρ, αλλά και σε σπίτια που δεν είχαν καεί, καθώς και σε σχολεία, μαγαζιά, εργαστήρια και αποθήκες.
Παράλληλα, ελήφθησαν μέτρα ιατρικής περίθαλψης για τις περίπου 28.000 πυροπαθείς οικογένειες, που σιτίζονταν δωρεάν.
Αργότερα, ιδρύθηκαν δύο δημόσια Πρατήρια Τροφίμων, που παρείχαν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης σε τιμές διατίμησης, στις πιο άπορες οικογένειες, τους δημοσίους υπαλλήλους και τις οικογένειες επιστράτων.
Κατά τους ειδικούς, η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 1 εκατ. τ.μ., και κάλυπτε την περιοχή μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού και Εθνικής Αμύνης, προκαλώντας ζημιές 8 εκατ. χρυσών λιρών.
Κάηκαν το Δημαρχείο, το Ταχυδρομείο, τράπεζες, ο Ναός του Αγίου Δημητρίου και άλλες δύο εκκλησιές, το Σαατλή τζαμί και άλλα 11 τεμένη, η αρχιραββινεία και 16 από τις 33 συναγωγές.
Επίσης, καταστράφηκαν γραφεία και τυπογραφεία πολλών εφημερίδων, 4.096 καταστήματα από τα 7.695 (το 55%), δημιουργώντας ανεργία στο 70% των εργαζομένων. Νεκροί ήταν μόνο κάποιοι Γάλλοι στρατιώτες που παγιδεύτηκαν σε καπηλειό και κάηκαν ζωντανοί.