«Κύριε Οδυσσέα Ελύτη, κερδίσατε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας»

Ο ποιητής του Αιγαίου έφυγε από τη ζωή πριν από 29 χρόνια, αλλά στα 84 που έζησε, μας χάρισε σπουδαίες ποιητικές συλλογές

οδυσσεας ελυτης, οδυσσέας ελύτης, ελυτης, ελύτης

Ο Οδυσσέας Ελύτης έζησε τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής του από ένα απροσδόκητο τηλεφώνημα στις 18 Οκτωβρίου 1979, όταν λίγο πριν το μεσημέρι, τον κάλεσαν στο τηλέφωνο από τη Στοκχόλμη και του ανήγγειλαν ότι επελέγη για να τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας!

Ήταν μία μεγάλη έκπληξη γι’ αυτόν, αλλά όχι και για τον κόσμο της Ποίησης, που είχε προ πολλού αναγνωρίσει το έργο του.

Στις 18 Οκτωβρίου 1979, τα πρακτορεία ειδήσεων μεταδίδουν ότι μετά τον Σεφέρη, έφερνε Νόμπελ στην Ελλάδα και ο Οδυσσέας Ελύτης, ο «πατέρας» του «Άξιον εστί», ο υμνητής του ήλιου και της θάλασσας του Αιγαίου.

Ιδού η επίσημη ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας:

«Το εφετινό βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας απονέμεται στον Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη για την ποίησή του, η οποία με φόντο την ελληνική παράδοση προβάλλει με αισθησιακή δύναμη και υψηλή πνευματική διορατικότητα τον αγώνα του συγχρόνου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία».

Και αμέσως μετά, συγχαρητήρια και δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου (υπήρξε ο Ελύτης φοιτητής του), του πρωθυπουργού και φίλου του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Βρέθηκα με το φωτογράφο της εφημερίδας «Ακρόπολις» στο διαμέρισμά του, στην οδό Σκουφά 23 στο Κολωνάκι, για να δούμε και να συγχαρούμε το νέο νομπελίστα ποιητή και να του πάρω μία δήλωση για την τεράστια επιτυχία του.

Του ζήτησα να βγάλουμε φωτογραφία να μιλάει στο τηλέφωνο, να δείξουμε την στιγμή της ανακοίνωσης που του κάνει η Ακαδημία, και μου είπε: «Δεν τα πάω καλά με τις φωτογραφίες».

Μου έκανε τη χάρη και μετά του είπα: «Σας έχω συνηθίσει στις φωτογραφίες με το ναυτικό καπέλο…». «Α, λες γι’ αυτό;», και πήρε από το γραφείο της βιβλιοθήκης το καπέλο και μου λέει: «Μια δυο φορές το φόρεσα, στο κάνω δώρο…».

Τον ρώτησα αν περίμενε αυτή τη μεγάλη τιμή. Απάντησε λακωνικά: «Ομολογώ πως όχι, δεν την περίμενα… Και είμαι συγκινημένος για την τιμή που έγινε σε μένα και την πατρίδα μας».

Ήρθαν μετά συνεργεία τηλεοράσεως, με τον Ελύτη χαρούμενο, αλλά και συγκινημένο, να κάνει την ιστορική δήλωση:

«Θέλω να πιστεύω ότι η απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας να τιμήσει στο πρόσωπό μου την ελληνική Ποίηση στο σύνολό της και να επιστήσει την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης σε μία παράδοση που από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα συνεχίζεται αδιάπτωτη μέσα στους κόλπους του Δυτικού Πολιτισμού. Την ευχαριστώ και ως ποιητής και ως Έλληνας».

Τη Δευτέρα 10-12-1979, ο Ελύτης έπαιρνε από τα χέρια του βασιλιά της Σουηδίας Καρόλου-Γουσταύου το βραβείο Νόμπελ, με τον διευθυντή της Ακαδημίας να λέει: «Είμαστε υπερήφανοι για την καταγωγή σας!».

Εκείνος, φανερά συγκινημένος υποκλινόταν στον βασιλιά και το ακροατήριο να χειροκροτεί με ενθουσιασμό και οι σάλπιγγες να ηχούν θριαμβευτικά.

Και αποχωρώντας η φιλαρμονική έπαιζε το «κλέφτικο» του Νίκου Σκαλκώτα…

Την επομένη, σ’ όλη τη Σουηδία ακουγόταν το «Άξιον εστί» σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, με τον Ελύτη, να εκφράζει με την ποίησή του την Ελλάδα και προς το αιώνιο πνεύμα της, που γι’ αυτόν ήταν «άξιον εστί».

Ο Ελύτης γεννήθηκε στις 2-11-1911 στο Ηράκλειο Κρήτης, έκτο παιδί του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά.

Ο πατέρας του καταγόταν από τη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο, όπου ίδρυσε το 1895 εργοστάσιο σαπωνοποιίας.

Φοίτησε στην Αθήνα και εκεί ξεδίπλωσε το πολύπλευρο ταλέντο του στην Ποίηση. Το 1940 εκδίδεται το πρώτο έργο του, «Προσανατολισμοί», με το επίγραμμα: «Πριν από τα μάτια μου ήσουν φως, πριν από τον έρωτα έρωτας κι όταν σε πήρε το φιλί, γυναίκα».

Μόλις εκδόθηκε η συλλογή σήμαναν και οι σειρήνες του πολέμου, και ο Ελύτης, που είχε κάνει τη θητεία του στην Κέρκυρα ως ανθυπολοχαγός, επιστρατεύεται στο Α’ Σύνταγμα Πεζικού και προωθείται στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, όπου ο θάνατος βάδιζε δίπλα του…

Αρρώστησε βαριά από τύφο και μεταφέρθηκε διαδοχικά, στα Γιάννινα, στο Αγρίνιο και έπειτα στην Αθήνα, για νοσηλεία.

Στην Κατοχή έζησε όπως όλος ο λαός το δράμα της πείνας και της στέρησης και έγραψε με το βλέμμα στραμμένο πίσω στο μοιρολόγι του θανάτου και το έπος της ελευθερίας:

«Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», το «Ήλιος πρώτος» και το «Άξιον εστί», που του έφερε το κρατικό βραβείο Ποίησης.

*Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

Διαβάστε επίσης