Οικονομία

ΔΝΤ: Προβλέπει ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας 3,3% φέτος και 5,4% το 2022

Πού εντοπίζει τους κινδύνους για την ελληνική οικονομία

imf
Αρθρογράφος: vradini
Από vradini

Η αντίδραση της Ελλάδας στην πανδημία ήταν γρήγορη και προληπτική, αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τονίζοντας ότι έδειξε ανθεκτικότητα στην αντιμετώπισή της.

Στην ανακοίνωση με τα συμπεράσματα της αποστολής του ΔΝΤ στην Αθήνα -στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων του άρθρου IV και της τρίτης μετά το πρόγραμμα αξιολόγησης- τα στελέχη του Ταμείου προβλέπουν ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας 3,3% για φέτος και 5,4% για το 2022.

Το Ταμείο σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε 8,2% το 2020, λιγότερο από το αναμενόμενο δεδομένου του υψηλού βαθμού εξάρτησής της από τον τουρισμό.

«Η κυβέρνηση παρείχε δημοσιονομική στήριξη μέσω του προϋπολογισμού που ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ευρωζώνη, η οποία απέτρεψε μία έξαρση της πίεσης στις επιχειρήσεις και κράτησε τους εργαζόμενους στην αγορά εργασίας, αν και η απασχόληση των νέων και των μερικώς απασχολούμενων μειώθηκε πολύ», αναφέρει.

Βασικοί μοχλοί της ανάκαμψης, αναφέρουν τα στελέχη του Ταμείου, θα είναι οι επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης, η ανεκπλήρωτη την περίοδο της πανδημίας κατανάλωση που θα χρηματοδοτηθεί από τις καταθέσεις και η επανέναρξη του τουρισμού. Η μόνιμη απώλεια παραγωγής από την πανδημία προβλέπεται να φθάσει το 3%.

Το Ταμείο επισημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες και καθοδικοί κίνδυνοι. «Αν και ο πλήρης εμβολιασμός προχωρά με ρυθμό πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μία μεγαλύτερη διάρκεια της πανδημίας θα αύξανε σημαντικά τους καθοδικούς κινδύνους για όλους τους τομείς της οικονομίας».

Αντίθετα, η ανάπτυξη μπορεί να είναι ισχυρότερη, αν υλοποιηθεί πλήρως το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το σχέδιο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συνέργειες που θα αντιμετωπίσουν πολλές προκλήσεις. Οι υψηλότερες επενδύσεις, οι οικονομίες κλίμακας από μεγαλύτερες επιχειρήσεις και η αυξημένη εξωστρέφεια «θα διατηρούσαν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υπό έλεγχο και -σε συνδυασμό με την ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του σχεδίου ανάκαμψης- θα ενίσχυαν την αύξηση της παραγωγικότητας, θα οδηγούσαν τη χώρα σε επενδυτική βαθμίδα και θα εμπέδωναν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους».

Η αύξηση της παραγωγής, οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και η ψηφιοποίηση θα διεύρυναν τη φορολογική βάση και θα αποφεύγονταν μία απότομη πτώση όταν θα σταματούσε η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης. Επιπλέον, οι αυξημένες ευκαιρίες χορήγησης δανείων θα στήριζαν τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών και η μείωση των ποσοστών NPE θα τις επέτρεπε να βελτιώσουν οργανικά την ποιότητα των κεφαλαίων τους.

Το δημόσιο χρέος


Δείτε επίσης