Οικονομία

Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D): «Παράθυρο ευκαιρίας» για την οικονομία και την προστασία της υγείας

Η πράσινη οικονομία, η ενέργεια, η καινοτομία, η ψηφιοποίηση, από το 2021 μέχρι το 2023 θα τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης

r&d

Η ήδη νομοθετημένη παροχή κινήτρων για δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, ύπαρξη ικανού ανθρώπινου δυναμικού, η γεωπολιτική στήριξη του αμερικανικού παράγοντα, αλλά και η διαμόρφωση ενός επικοινωνιακού κλίματος θετικού στις επενδύσεις έχει κινητοποιήσει μεγάλες εταιρίες ου ήδη «βλέπουν» την Ελλάδα.

Η πράσινη οικονομία, η ενέργεια, η καινοτομία, η ψηφιοποίηση, από το 2021 μέχρι το 2023 θα τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης και ήδη επιχειρήσεις όπως η Microsoft, η Deloitte, η Pfizer και άλλες έχουν ήδη ξεκινήσει τα σχέδιά τους.

Στο φόντο αυτό και με δεδομένη την ανάπτυξη της φαρμακευτικής έρευνας λόγω και της πανδημίας δεν είναι λίγοι εκείνοι που τονίζουν ότι το πεδίο αυτό μπορεί αν δώσει στη χώρα μεγάλη υπεραξία, εφόσον αξιοποιηθεί το μομέντουμ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι με στόχο την ανάπτυξη ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου ή/και θεραπείας κατά του κορωνοϊού, περισσότερες από 1.300 κλινικές δοκιμές είναι ενεργές, ενώ περισσότερες από 450 θεραπείες και 20 εμβόλια τελούν υπό δοκιμή από τις φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως. Δεν είναι όμως μόνο η Έρευνα και Ανάπτυξη με αιχμή την πανδημία που έχει σημασία.

Σύμφωνα, βέβαια, με στοιχεία του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), στην Ελλάδα, η δαπάνη του φαρμακευτικού κλάδου για R&D αντιστοιχεί μόλις στο 5% της συνολικής δαπάνης για R&D (2017), ενώ μέχρι το 2019 διεξήχθησαν 2.811 κλινικές μελέτες (ανεξαρτήτου φάσης ή σταδίου), εκ των οποίων 1.604 έχουν ολοκληρωθεί.

Ωστόσο η δυνατότητα συμψηφισμού των επενδύσεων έρευνας & ανάπτυξης με τις πολύ υψηλές υποχρεωτικές επιστροφές που καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες (clawback) στην Ελλάδα, συνεπάγεται μείωση του ύψους της επιβάρυνσης του ανεξέλεγκτου clawback δημιουργώντας κίνητρα για τις φαρμακευτικές εταιρείες για ενίσχυση της κλινικής έρευνας.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων είναι μια διαδικασία χρονοβόρα (μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 20 έτη) και κοστοβόρα (υπολογίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο 1 δισ. ευρώ ανά φάρμακο) για τις φαρμακευτικές εταιρείες, που ωστόσο καταλήγει στην προάσπιση της δημόσιας υγείας.

Σε συνδυασμό, πάντως, με την άμεση και επαρκή κάλυψη των αναγκών σε απαραίτητα φάρμακα, η φαρμακευτική Έρευνα και Ανάπτυξη αποτελεί το «όχημα» πρόσβασης των ασθενών στις επόμενες γενιές καινοτόμων φαρμάκων και εμβολίων. Επιπλέον τα νέα φάρμακα ενισχύουν την εθνική οικονομία με την εισροή σημαντικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, εισάγοντας ερευνητική τεχνογνωσία και προσφέροντας νέες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, διαρκή εκπαίδευση και αξιοποίηση ταλαντούχου ανθρώπινου δυναμικού. Επίσης, βοηθούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας να εξοικονομήσει πόρους, αντικαθιστώντας συχνά δαπανηρές χειρουργικές επεμβάσεις, νοσηλεία ή μακροπρόθεσμη φροντίδα για τους ασθενείς σε μια σειρά θεραπευτικών κατηγοριών.

Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η ανοσοθεραπεία, το νέο πρότυπο φροντίδας για ασθενείς με καρκίνο, αλλά και νεότερες θεραπείες για την αντιμετώπιση της πολλαπλής σκλήρυνσης, που μπορούν να μειώσουν τα ποσοστά θνησιμότητας των ασθενών και να χαρίσουν πολύτιμα χρόνια ζωής, με καλύτερη ποιότητα.

Δείτε επίσης