Πολιτισμός

Ο Αλέκος Φασιανός «ελεύθερος» στους ουρανούς

fasianos1

Ο οικουμενικός μας καλλιτέχνης άφησε πίσω του μία τεράστια κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας, όχι μόνον στην Τέχνη αλλά και σαν άνθρωπος

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

Της Εσμεράλδας Αγαπητού

Ήταν 16 Ιανουαρίου όταν η ψυχή του Αλέξη, όπως τον φώναζαν, πέταξε για άλλους κόσμους. Εκεί που βασιλεύουν η αγάπη, η ελευθερία, το χρώμα, που σ΄ όλη τη ζωή του λάτρεψε. Κοντά του η αγαπημένη του γυναίκα Μαρίζα και τα καμάρια του, ο γιος του Νίκος και η κόρη του Βικτώρια. Τυχεροί όσοι τον γνώρισαν. Γιατί εκτός από τεράστιο ταλέντο, τεράστιο ήταν και το μεγαλείο της ψυχής του. Μ’ όλη τη δόξα που γνώρισε, παρέμεινε ένας απλός, αισιόδοξος, δοτικός, σεβαστικός άνθρωπος, ένα ονειροπόλο παιδί.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης το 1935, στο σπίτι του, πνιγμένο στα δειλινά, δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου ιερουργούσε και ο παππούς του, κάτω από τον Ιερό Βράχο. Με τα βορινά δωμάτια βαμμένα κόκκινα, για να κρατάνε τη ζέστη(γιατί τότε δεν υπήρχαν καλοριφέρ), και τα δυτικά γαλάζια, για να κρατάνε τη δροσιά, γι αυτό και οι πίνακές του πάντα είχαν αυτά τα δύο χρώματα. Η φιλόλογος μητέρα του, Ελένη, του έμαθε ν’ αγαπά τον αρχαίο ελληνικό κόσμο μέσα από επισκέψεις σε μουσεία και την Ακρόπολη. Ο πατέρας του, μουσικός, και δάσκαλος του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και άλλων, του έμαθε βιολί, που όμως δεν τον συγκίνησε. Από μικρός έγινε, χάρη στον παππού, παπαδοπαίδι με γαλάζια στολή. Τον βοηθούσε άλλοτε κρατώντας το θυμιατό, άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο, άλλοτε στους Αγιασμούς και στα Ευχέλαια, που τότε ακόμη έκαναν συχνά στα σπίτια. Στο ιερό τού πήγαινε το ζέον για τη Θεία Κοινωνία και συγκλονιζόταν που έβλεπε όλο το τελετουργικό, αισθανόταν πως επικοινωνούσε με τον Θεό. Περιέφερε τα εξαπτέρυγα και ένιωθε πως ήταν κάποιος, πως ήταν μαζί με το Θεό, και Εκείνος τον προστάτευε. Περισσότερο, όμως, τον είλκυαν οι εικόνες, οι βυζαντινές ή οι λαϊκές. Όταν στην ταράτσα, όπου έπαιζαν με ξύλινα σπαθιά, ο αδερφός του, του τραγουδούσε το «αεροπόρος θα γενώ», στη στροφή που λέει «θα πάρω του χάρου το φιλί μέσα στ’ αεροπλάνο» συγκινούνταν και έκλαιγε! Μία φορά στο χωριό της μάνας του είδε τον Άρη Βελουχιώτη – που όλοι τον φοβόντουσαν γιατί ήταν αυστηρός– στην πλατεία της Σπερχειάδας, την ίδια ώρα πέρασε κι ένας γάιδαρος από εκεί και άρχισε να γκαρίζει. Έπιασαν τα γέλια τον Άρη, άρχισαν να γελάνε και οι χωριανοί, κι «έσπασε» ο πάγος. Άγγελοι με φτερά, άγιοι καβαλάρηδες με φωτοστέφανα και πύρινα σπαθιά που σκότωναν δράκους, αρχαϊκά αγγεία, κυκλαδικά ειδώλια με μονοκόμματο σώμα και ίσια πόδια, το καλυμμαύχι των ιερέων και οι γενειάδες τους,το μουστάκι του Βελουχιώτη, φιγούρες από τον Καραγκιόζη, ξύλινα παιδικά παιχνίδια της εποχής! Πηγή αισθήσεων, μνήμης και εμπειρίας τα βιώματα αυτά, τον ακολούθησαν τον στήριξαν, τον διαμόρφωσαν και επηρέασαν τον μετέπειτα κόσμο του.

Νεανικά χρόνια και Παρίσι

Μέχρι τα 17 του ζωγράφιζε μόνος του. Η μητέρα του ήθελε να γίνει φιλόλογος και να ζωγραφίζει τα Σαββατοκύριακα, ευτυχώς, όμως, απέτυχε στις εξετάσεις και έτσι πήγε στην Καλών Τεχνών. Πάντα στο μάθημα φορούσε ένα κασκόλ, που το διατήρησε μέχρι το θάνατό του, ήταν χαρακτηριστικό του, και πολλές φορές το… φόραγε και στους ήρωές του. Θαύμαζε και πριν και κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο τους Έλληνες, που όλοι, τότε, ήταν πραγματικοί πατριώτες. Από τον πόλεμο και τον Εμφύλιο επηρεάστηκε και η ζωγραφική του, τανκς, στρατιώτες, αξιωματικοί, στολές, πηλίκια και γαλόνια, φιγουράριζαν στα ταμπλό του. Κερδίζοντας υποτροφία από το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας ταξίδεψε στο Παρίσι, σπούδασε στην Ecole des Beaux Arts και έμεινε 35 χρόνια. Εκεί, γνώρισε και συναναστράφηκε σπουδαίους πολιτικούς, καλλιτέχνες, διανοούμενους… συγκινήθηκε με την ποίηση. Ποτέ, όμως, δεν ακολούθησε το εικαστικό ρεύμα της εποχής, γιατί δεν ήθελε καταπίεση, ήθελε να είναι ελεύθερος να εκφραστεί όπως ένιωθε. Μολονότι τον συγκινούσε η γιαπωνέζικη και η ινδική Τέχνη, ζωγράφιζε πλάσματα από τη φαντασία του, στο καβαλέτο του ή ξαπλωμένος στο πάτωμα, σαν τα παιδιά. Ο λόγιος Λουίς Αραγκό στο Παρίσι που είχε έργα του, του είπε πως είναι «ο τελευταίος μεσογειακός ζωγράφος», γιατί τα έργα του είναι γεμάτα φως και χρώμα. Όταν η Μερκούρη τον είχε αποκαλέσει «εθνικό μας ζωγράφο» ο Μιτεράν απάντησε ότι είναι δικός τους ζωγράφος.

Η Μαρίζα και τα παιδιά

Ο Αλέκος Φασιανός δεν άντεχε τον περιορισμό. Ταξίδευε όποτε ήθελε από το ατελιέ του στο Παρίσι, στην Αθήνα, στην Κέα και ζωγράφιζε. Πήγαινε στις Εκθέσεις του, ζούσε χωρίς καταπίεση. Σκεφτόταν, λοιπόν, ότι αν έκανε οικογένεια θα περιοριζόταν και ήταν κάτι που δεν ανεχόταν. Έγινε ζωγράφος για να είναι ελεύθερος. Η Ζωγραφική ήταν η αναπνοή του, η απόλυτη προτεραιότητά του. «Με κανόνες δεν μπορεί να λειτουργήσει ο άνθρωπος», πρέσβευε. Όμως, γνωρίζοντας τη Μαρίζα, του άλλαξε γνώμη το χιούμορ, η πνευματικότητά της, η διακριτικότητα, η ευγένειά της. Μετά ήρθαν τα παιδιά, ο Νίκος αρχιτέκτονας, και η Βικτώρια που υπηρετεί την Τέχνη. Μαζί τους ξανάγινε παιδί, με τα παιχνίδια, τα διαβάσματα, τη Ζωγραφική, στο σπίτι και στη Φύση. Τα έμαθε ν’ αγαπούν τη Φύση και τα δίδαξε να σέβονται, να εκτιμούν, να αξιολογούν και να έχουν το θάρρος της γνώμης τους.

Το έργο του

Ζωγράφιζε ό,τι τον άγγιζε γύρω του. Κυρίαρχα η Φύση και η ανθρώπινη φιγούρα, η οποία αποδίδεται αρχικά με μία ηθελημένη απλοϊκότητα, και με τον καιρό εξελίσσεται και αποκτά μία κυρίαρχη παρουσία. Όμως, εκτός από τη Ζωγραφική, έφτιαχνε ό,τι έπιαναν τα χέρια του. Ξύλινα έπιπλα, μαχαίρια, πιρούνια, φωτιστικά, χύτευε σε μπρούντζο, έπλαθε με πηλό. Όλα τα θεωρούσε συμπλήρωμα της τέχνης του. Ακόμη, έραβε τα ρούχα του με πατρόν που έφτιαχνε, μαντάριζε. Ήταν σκηνογράφος, ενδυματολόγος, εικονογραφούσε βιβλία, γραμματόσημα, έγραφε. Για το σύνολο της δουλειάς του γυρίστηκαν τέσσερις ταινίες για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες που αναφέρονται στο έργο του. Το 1999 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ σε τιμητική θέση. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Ο πολυπράγμων πρεσβευτής της Ελλάδας στην Τέχνη, τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση τρεις φορές με ύψιστα παράσημα. Ευχόταν να αναδειχθεί το Μουσείο του Πειραιαά με τα πέντε μοναδικά στον κόσμο χάλκινα αγάλματά του. Θεωρούσε σπουδαίο γεγονός την επιστροφή του Καραμανλή, που όταν τον συνάντησε, του ζήτησε να τον ζωγραφίσει… «Μα, αυτός ζωγραφίζει φιγούρες πάνω σε ποδήλατα», του είπαν, «έ, να με κάνει κι εμένα πάνω σε ποδήλατο», απάντησε ο Εθνάρχης.

Έλεγε:

«Να σέβεσαι τη Θρησκεία, γιατί σου αποκαλύπτει πράγματα που δεν μπορείς να φανταστείς».

«Αγαπάτε αλλήλους, για να εισπράξεις αγάπη, γιατί μόνο μ’ αυτό μπορείς να ζήσεις».

«Το ταλέντο είναι πιο σηµαντικό, γιατί και να δουλεύεις για ώρες, αν δεν έχεις ταλέντο… δεν παράγεται τίποτα».

«Είναι κάποια πράγματα που συμβαίνουν αναπόφευκτα, σα να έχουν προγραφεί από παλιά. Πολλές φορές έκλαιγα, κρυφά, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι Ζωγραφική. Μου άρεσε, όμως, να απλώνω ένα χρώμα έντονο, ένα κόκκινο ή ένα μπλε, σε μια μεγάλη επιφάνεια που να παριστάνει κάτι».

«Όταν μαγειρεύεις σπίτι σου, δεν μαγειρεύεις καλύτερα από τα εστιατόρια; Κάπως έτσι κάνω και εγώ. Το ατελιέ μου είναι σαν κουζίνα. Μαγειρεύω και φτιάχνω μοναδικές συνταγές».

«Με τον μύθο αναπτερώνεσαι, βγάζεις φτερά και πετάς, σαν τον Δαίδαλο που έβγαλε φτερά για να φύγει από τη φυλακή. Ο μύθος σε οδηγεί προς την ελευθερία. Ο μύθος σε εμπνέει να γίνεις δυνατός και να φτάσεις στον σκοπό σου, όπως, ας πούμε, ο Οδυσσέας. Εγώ έχω τον μύθο στο μυαλό μου και έτσι ελευθερώνομαι. Ο μύθος σε βγάζει από την καταπίεση, τη φυλακή σου. Και γίνεσαι άλλος άνθρωπος, ελεύθερος. Είναι μεγάλο πράγμα η ελευθερία. Και βεβαίως η ελευθερία στην Τέχνη, που δεν είναι τίποτε άλλο από το να πραγματοποιείς το δικό σου όραμα».

Δείτε επίσης