Συνεντεύξεις

Π. Ιωακειμίδης για Ελληνοτουρκικά: «Ας αρχίσουμε τη διαπραγμάτευση από τις θαλάσσιες ζώνες»

naytiko_new

Ο Π. Ιωακειμίδης, Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών, μιλά στη «Βραδυνή της Κυριακής» και εξηγεί, γιατί ο χρόνος στα Ελληνοτουρκικά λειτουργεί σε βάρος της Ελλάδας

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

Του Κώστα Μελισσόπουλου

«Τα προβλήματα δεν λύνονται με τους εξοπλισμούς», υποστηρίζει ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Παναγιώτης Ιωακειμίδης, πρώην πρεσβευτής και σύμβουλος του ΥΠ.ΕΞ. και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής των FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. 

Ο κ. Ιωακειμίδης θεωρεί ότι ο χρόνος στα Ελληνοτουρκικά λειτουργεί σε βάρος της Ελλάδας, και εξηγεί το γιατί. Επίσης, θεωρεί ότι η Τουρκία έχει όντως ορισμένες εντελώς απαράδεκτες θέσεις – διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, αλλά, όπως εκτιμά, «υπάρχουν όμως και ορισμένα ζητήματα τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε/ διαπραγματευθούμε ή να τα παραπέμψουμε στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως είναι οι θαλάσσιες ζώνες και τα συναφή με αυτά στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982)».

Κύριε Ιωακειμίδη, πρόσφατα εκφράσατε την άποψη ότι στα Ελληνοτουρκικά ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος μας. Πού εδράζετε αυτή την άποψη; Τεκμηριώνεται αυτό από τα γεγονότα;

«Ενδιαφέρον ερώτημα. Στο πρόσφατο βιβλίο μου “Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης” (Εκδόσεις Θεμέλιο) έχω διατυπώσει την άποψη ότι μία προσεκτική ανάλυση της ιστορίας των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στη σύγχρονη εκδοχή τους όπως για πρώτη φορά διατυπώθηκαν (από) το 1973-74, οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ της Ελλάδας αλλά εναντίον της. Εργάζεται υπέρ της Τουρκίας και των συμφερόντων της. Επομένως, η μάλλον προσφιλής θεωρία που επικρατεί στην Ελλάδα, ότι “ο χρόνος είναι στο πλευρό μας” καλό είναι να εγκαταλειφθεί. Εργάζεται εναντίον μας για αρκετούς λόγους, αλλά δύο είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. 

Πρώτα απ’ όλα, το ισοζύγιο οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος αλλάζει δραματικά υπέρ της Τουρκίας σε ό,τι αφορά π.χ. τον πληθυσμό και το μέγεθος της Oικονομίας παρά τα προβλήματα και δυσκολίες της - η Oικονομία της είναι λ.χ. τέσσερις φορές μεγαλύτερη της ελληνικής, 800 δισ. δολάρια περίπου, και η Τουρκία είναι μέλος του G-20, κ.λπ.

 Δεύτερον, γιατί η Τουρκία διευρύνει τον κατάλογο των θεμάτων και διεκδικήσεων στην agenda εις βάρος μας. Το 1973, όταν ξεκίνησε η τρέχουσα φάση της αντιπαράθεσης, είχαμε δύο θέματα στην agenda –εύρος χωρικών υδάτων, οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας– και σήμερα έχουμε τουλάχιστον δώδεκα, και συνεχώς προστίθενται νέα. Μόλις πρόσφατα η Τουρκία πρόσθεσε ως νέο θέμα την αποστρατικοποίηση των νησιών ως δήθεν προϋπόθεση για την ελληνική κυριαρχία. Απαράδεκτο. Επομένως διαπράξαμε λάθος όταν π.χ. το 2004 εγκαταλείψαμε τη Συμφωνία του Ελσίνκι (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ελσίνκι 1999) για την επίλυση των θεμάτων μέσω διαπραγμάτευσης ή παραπομπής τους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ). Αυτό σημαίνει ότι σταθερά θα πρέπει να αποβλέπουμε στην επίλυση των προβλημάτων με στόχο και τρόπο τέτοιο που να διασφαλίζουν την ελληνική ανεξαρτησία και κυριαρχία και τη δημιουργία συνεργατικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Είμαστε αιχμάλωτοι της γεωγραφίας ως γνωστόν».

Η κούρσα των εξοπλισμών μπορεί να είναι η απάντηση στην τουρκική επιθετικότητα;

«Τελευταία παρατηρείται πράγματι ένταση εξοπλισμών σε Ελλάδα και Τουρκία. Η Ισπανία, μεταξύ άλλων, εξοπλίζει την Τουρκία παραβιάζοντας τη λογική αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την κοινή της θέση για τις πωλήσεις όπλων (944/2008), τις τοποθετήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία, αλλά και τη σοσιαλιστική ηθική. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, όσο περίεργο και αν φαίνεται, να ακολουθήσει η Γαλλία εξοπλίζοντας την Τουρκία είτε απ’ ευθείας με Rafale είτε μέσω Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων - και ενδεχομένως του Κατάρ. Έτσι, ένα νέο κύμα εξοπλισμών φαίνεται να σαρώνει τις δύο χώρες. Καθώς και η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε εξοπλισμούς προκειμένου να ενισχύσει την αποτρεπτική της δύναμη, εκτοξεύοντας τις στρατιωτικές μας δαπάνες στο 3,82% ΑΕΠ (Τουρκία 1,57%), τις υψηλότερες απ’ όλες τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ. Αλλά τα προβλήματα δεν λύνονται με τους εξοπλισμούς. Η στρατιωτική ισχύς πρέπει να λειτουργεί σ’ ένα πολιτικό πλαίσιο και να υπηρετεί πολιτικούς στόχους. Σου επιτρέπει να μη διαπραγματεύεσαι από θέση αδυναμίας, αλλά πάντως να διαπραγματεύεσαι με στόχο να επιλύσεις τα προβλήματα. Καθώς η μη επίλυση εγκυμονεί τον κίνδυνο να καταλήξεις κάποια στιγμή σε ανοιχτή σύγκρουση. Και μπορεί να εκκινάς από μαξιμαλιστικές θέσεις στην αφετηρία μίας διαπραγμάτευσης, αλλά θα πρέπει να κατανοήσεις ότι μοιραίως θα οδηγηθείς σε κάποιους συμβιβασμούς, για τους οποίους καλό είναι να προετοιμάζεις την κοινή γνώμη. Διαφορετικά δεν έχει νόημα η διαπραγμάτευση. 

Να υπενθυμίσω εδώ ότι όταν Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν το 1976 σε ανάλογες καταστάσεις (ένταση εξοπλισμών) ο Κ. Καραμανλής (πρεσβύτερος) απάντησε στην Τουρκία/Ντεμιρέλ με μία πρόταση για τη σύναψη συμφώνου μη επιθέσεως και αποτροπής ανταγωνισμού εξοπλισμών».

Εκτιμάτε ότι μπορεί κάποτε να βρεθεί άκρη με την Τουρκία, χωρίς να απωλέσουμε κάποια κυριαρχικά δικαιώματα;

«Είναι αυτονόητο ότι η Ελλάδα θα –πρέπει να– περιφρουρήσει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Αλλά δεν χρειάζεται να έχουμε μία φοβική αντίληψη για μία διαπραγμάτευση που θα είχε ως στόχο “να βρούμε άκρη” επιλύοντας τα προβλήματα. Η Τουρκία έχει όντως ορισμένες εντελώς απαράδεκτες θέσεις – διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Υπάρχουν όμως και ορισμένα ζητήματα τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε/διαπραγματευθούμε ή να τα παραπέμψουμε στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως είναι οι θαλάσσιες ζώνες και τα συναφή με αυτά στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982). Ας αρχίσουμε με αυτή την agenda. Αλλά για να αρχίσουμε αναγκαίο είναι να δημιουργηθεί κλίμα στοιχειώδους εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο χώρες με, μεταξύ άλλων, την εγκατάλειψη της τοξικής ρητορικής εκατέρωθεν - κυρίως από την Άγκυρα». 

Οι διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία χαρακτηρίστηκαν από τον κ. Δένδια ως «διάλογος κωφών» έτσι όπως γίνονται. Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποιος λόγος να συνεχιστούν;

«Οι “διερευνητικές συνομιλίες”, έστω και ως “διάλογος κωφών”, θα πρέπει να συνεχιστούν. Προσφέρουν ένα δίαυλο – πλαίσιο επαφών που είναι απολύτως αναγκαίο και χρήσιμο. Αλλά επιτακτικό είναι οι συνομιλίες να προσλάβουν ουσιαστικό χαρακτήρα και να πάψουν να είναι διακοσμητικές. Να μπουν δηλαδή στην ουσία. Έχοντας πάντοτε υπόψη ότι δεν συνιστούν τυπική διαπραγμάτευση που θα καταλήξει σε κάποια συμφωνία. Αποβλέπουν στη διερεύνηση προθέσεων, στόχων, δυνατοτήτων, κ.λπ., με έναν άτυπο τρόπο. Και εάν καταλήξουν σε κάποιο understanding, κατανόηση, να ακολουθήσει το επόμενο στάδιο, δηλαδή αυτό της τυπικής διαπραγμάτευσης πάνω σε agenda που θα έχει αμοιβαίως συμφωνηθεί. Και ως τρίτο στάδιο θα ακολουθήσει –εάν χρειασθεί– η προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη - Διεθνές Δικαστήριο Χάγης, ΔΔΧ. Λέγεται πολλές φορές ότι οι 63 γύροι των “διερευνητικών” δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα. Λάθος, οι “διερευνητικές” των πρώτων ετών 2002-2004 κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Απλώς η Αθήνα επέλεξε να μη δώσει τότε  την πρέπουσα συνέχεια...».

Δείτε επίσης