Όλο και μακρύτερα η λύση της Χάγης για τα Eλληνοτουρκικά

Πληροφορίες της «Βραδυνής της Κυριακής» φωτίζουν και την αθέατη πλευρά της ελληνικής διπλωματίας

κυριακος μητσοτακης ρετζεπ ταγιπ ερντογαν, μητσοτακης ερντογαν, μητσοτάκης ερντογάν, ρετζέπ ταγίπ ερντογάν μητσοτάκης

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

Την περαιτέρω βελτίωση του κλίματος μεταξύ των δύο χωρών θα επιδιώξει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αύριο, Δευτέρα (13/05) στην Άγκυρα.

Οι δύο ηγέτες θα συμφωνήσουν κατ’ αρχάς πού διαφωνούν και θα εστιάσουν στα θέματα που υπάρχει συναντίληψη, παραπέμποντας στην επόμενη συνάντησή τους τη συζήτηση των θεμάτων που καίνε…

Υπό αυτές τις συνθήκες η προσφυγή στη Χάγη για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν είναι κάτι που μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Και η όποια επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα προκύψει πιθανότατα από τις συζητήσεις των δύο χωρών, είτε υπό την εποπτεία κάποιου Οργανισμού, είτε κάποιας ισχυρής χώρας, είτε της Ε.Ε.

Αυτό συνάγεται από πληροφορίες της «ΒτΚ» από έμπειρους απόμαχους διπλωμάτες που επί τουλάχιστον μία 20ετία, ασχολήθηκαν με ζητήματα που αφορούν το συνυποσχετικό και ενεπλάκησαν σε συνομιλίες με Τούρκους ομολόγους τους, με αντικείμενο τη διατύπωση ενός κειμένου που θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεκτό ως ένας μίνιμουμ κοινός τόπος μεταξύ των δύο χωρών.

Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών επιμένει στην πάγια θέση του ότι ο στόχος είναι μόνο η Χάγη, και απορρίπτει το ενδεχόμενο απευθείας συνομιλιών για επίλυση διαφορών.

Η αδυναμία σύνταξης ενός τέτοιου κειμένου, άλλωστε, οδήγησε το υπουργείο Εξωτερικών στη δημιουργία δύο ομάδων τεχνοκρατών και διπλωματών, που ασχολούνται με το θέμα του συνυποσχετικού, κάτι που υποδηλώνει την προσήλωση του ΥΠ.ΕΞ. στη επιλογή της Χάγης, όπου θα εξαντλήσει κάθε περιθώριο.

Όμως, αφυπηρετήσαντες διπλωμάτες που ασχολήθηκαν στο παρελθόν εκτενώς με το θέμα, αναφέρουν στη «ΒτΚ» ότι οι επιλογές δεν ήταν, ούτε είναι, υπέρ της Χάγης, αλλά υπέρ της απευθείας συνεννόησης Ελλάδας και Τουρκίας, προκειμένου να επιλυθούν δια παντός τα μείζονα προβλήματα.

Κάτι που προϋποθέτει, όμως, δύσκολες αποφάσεις και για τις δύο πλευρές, για τις οποίες σήμερα δεν είναι έτοιμος κανείς.

Από την περίοδο Σημίτη είχε γίνει ορατή η αδυναμία συμφωνίας συνυποσχετικού και είχε καλλιεργηθεί η ιδέα μίας απευθείας συνεννόησης.

Το κλίμα στην κοινωνία όμως, δεν το επέτρεπε, ενώ επί Καραμανλή αγνοήθηκε εντελώς το θέμα, και στη συνέχεια επί Παπανδρέου επανήλθε δειλά.

Επί Σαμαρά εγκαταλείφθηκε, ενώ επί Τσίπρα η κυβέρνηση ήταν έτοιμη να ξεκινήσει ένα διάλογο με την Τουρκία, αλλά δεν πρόλαβε. Τώρα, οι συνθήκες και το κλίμα είναι διαφορετικά από πριν, και –σύμφωνα με τις πηγές της «ΒτΚ»– θα είναι πιο γόνιμο το έδαφος εάν βελτιωθεί περαιτέρω το διμερές κλίμα. Οι επιλογές είναι μετρημένες, σύμφωνα με τους ίδιους.

Η πρώτη, να συμφωνήσει η Τουρκία με την πάγια ελληνική θέση για προσφυγή στη Χάγη, μόνο για το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Κάτι που η Τουρκία έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν αποδέχεται.

Η δεύτερη, να αποδεχθεί η ελληνική πλευρά τις τουρκικές απαιτήσεις για τις οποίες θα αποφανθεί η Χάγη, κάτι το οποίο απορρίπτει κατηγορηματικά η Αθήνα.

Η τρίτη, να μην υπάρξει στο ορατό μέλλον συνυποσχετικό, και απλώς να συζητούν οι δύο χώρες θέματα «βατά», προκειμένου να μην υπάρχει ένταση.

Η τέταρτη και η πιθανότερη, σύμφωνα με έμπειρο διπλωμάτη και πρώην αξιωματούχο του ΥΠ.ΕΞ., να μην υπάρξει καμία εμπλοκή της Χάγης, και να βρεθούν ενώπιος ενωπίω οι δύο ηγέτες με τους συνεργάτες τους και να καθορίσουν έναν οδικό χάρτη αντιμετώπισης των δύσκολων θεμάτων.

Ο ίδιος εξηγεί ότι η Χάγη εμπεριέχει ρίσκο, και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι τελεσίδικες και δεν υπάρχει περιθώριο διορθώσεων.

Αντίθετα, η διμερής συνεννόηση αφήνει περιθώρια για αμοιβαία βήματα προς τα πίσω από τις δύο χώρες, ενώ δεν θα υπάρχει θέμα παρερμηνείας.

Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών πάντως, δεν επιβεβαιώνει αυτό το σενάριο, αντιθέτως το θεωρεί ανέφικτο, και θεωρεί μόνη αξιόπιστη λύση την προσφυγή στη Χάγη.

Η αλήθεια είναι πως οι επιτελείς του ΥΠ.ΕΞ., με πρώτο τον Γ. Γεραπετρίτη και τους συνεργάτες του, είναι «σφίγγες» και αλλάζουν θέμα συζήτησης όταν έρχεται η συζήτηση σε αυτά τα θέματα, ειδικά λίγες ημέρες πριν τη συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη – Ερντογάν.

Η τουρκική λογική του Χότζα

Η Τουρκία δείχνει να είναι ανυποχώρητη στις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της, αλλά το ίδιο αποφασιστική είναι και η στάση της Ελλάδας, η οποία απορρίπτει με κατηγορηματικό τρόπο τα όσα θέτει η Άγκυρα κατά καιρούς στο τραπέζι, και κρίνονται απαράδεκτα από την Αθήνα.

Οι επιτελείς του υπουργείου Εξωτερικών ξεκαθαρίζουν προς πάσα κατεύθυνση ότι τα όσα ζητά κατά καιρούς η Τουρκία δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτά ως θέματα συζήτησης, και εκτιμούν ότι οι Τούρκοι κινούνται με τη λογική του Χότζα.

Θέτουν πολλά ζητήματα, με προοπτική να αφαιρέσουν κάποια στη συνέχεια, ώστε να φανούν διαλλακτικοί, ελπίζοντας ότι θα περάσουν κάποια από τα υπόλοιπα.

Σήμερα, η Άγκυρα με τις navtex που βγάζει κατά καιρούς, υπενθυμίζει διαρκώς στην Αθήνα ότι η κυριαρχία στο Αιγαίο αμφισβητείται. Τακτική που δεν φαίνεται να σκοπεύει να εγκαταλείψει στο μέλλον.

Οι Τούρκοι θεωρούν «ελληνοτουρκικές διαφορές» το εύρος των χωρικών υδάτων, τις «γκρίζες ζώνες» με τις οποίες διεκδικούν εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας, τα θέματα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, την αποστρατικοποίηση των νησιών, το εύρος του εναέριου χώρου, τις ζώνες αλιείας και το δικαίωμα έρευνας και διάσωσης της Ελλάδας στο Αιγαίο.

Από την πλευρά της, η Αθήνα θεωρεί διμερείς διαφορές την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και της ΑΟΖ, ενώ θα θέσει και το Μεταναστευτικό και τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Αναγνωρίζουμε μόνο την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και της ΑΟΖ, ως διαφορά, την οποία παραπέμπει στη Χάγη. Εμείς διατηρούμε το δικαίωμα επέκτασης στα 12 ν.μ., αλλά αυτό επί του πρακτέου είναι αδύνατο, αφού «κλείνει» την Τουρκία, κάτι που έχουν επισημάνει και οι ξένοι συνομιλητές μας. Όλα τα άλλα απορρίπτονται κατηγορηματικά.

Κατ’ αρχάς, η αποστρατικοποίηση νησιών δεν είναι εφικτή, από τη στιγμή που η Τουρκία απειλεί με casus belli την Ελλάδα, όπως λένε στη «ΒτΚ» πηγές του Πενταγώνου, που επισημαίνουν ότι οι στρατιωτικοί δεν θέλουν ούτε να ακούν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Όταν και εφόσον έρθει το πλήρωμα του χρόνου και η Τουρκία δεν συνιστά απειλή τότε, θα μπορούμε να το δούμε, λένε οι ίδιες πηγές, που παραπέμπουν όμως στις… επόμενες γενιές!

Αναφορικά με τις «γκρίζες ζώνες» τα πράγματα είναι δυσκολότερα, αφού μετά τα Ίμια, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης, το 1997 επί Σημίτη, η Ελλάδα αναγνώρισε ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, και επάνω σε αυτή τη βάση η Άγκυρα χτίζει τις διεκδικήσεις της για τα μικρά νησιά και τις βραχονησίδες που θέλει.

Πάντως, η Αθήνα δεν αλλάζει ρότα και επιμένει στις θέσεις της, που εδράζονται στις διεθνείς συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο. Αναφορικά με την μουσουλμανική μειονότητα τα πράγματα είναι πιο σοβαρά, γιατί η Άγκυρα θέλει να ελέγξει τους Έλληνες μουσουλμάνους, κάτι που έχει καταφέρει σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι στο βαθμό που επιθυμεί.

Η Τουρκία, εξάλλου, φέρνει κατά καιρούς το θέμα της εκλογής του μουφτή από τον κόσμο, κάτι που δεν προβλέπεται από καμία συνθήκη. Αντίθετα, όλες οι συνθήκες ορίζουν ρητά ότι ο μουφτής ορίζεται από την Πολιτεία. Επίσης, η Άγκυρα θέλει να εισχωρήσει βαθιά στη Θράκη απαιτώντας να ονομάζονται «Τούρκοι» οι μουσουλμάνοι και να ιδρύουν «τουρκικούς» συλλόγους.

Κάτι που εμποδίζεται διαρκώς από τις αποφάσεις των δικαστηρίων, που στηρίζονται όμως στη Συνθήκη της Λωζάννης. Τέλος, ο εναέριος χώρος των 10 ν.μ. και η ταύτισή του με τα χωρικά ύδατα των 6 ν.μ. είναι ένα αδύναμο σημείο για την Ελλάδα, και η προσφυγή στη Χάγη δεν θα βοηθήσει ιδιαίτερα.

Από τη «μάχη του Έβρου», στην «ειρήνη»

Πάντως, όποιος το Μάρτιο του 2020, ή το καυτό καλοκαίρι του ίδιου έτους, εκτιμούσε ότι θα φτάσουμε σε ένα σημείο που οι Τούρκοι επί μήνες δεν θα παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο και θα ελέγχουν τις μεταναστευτικές ροές τηρώντας τις συμφωνίες με την Ευρώπη, θα θεωρούσαν ότι βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου.

Και όμως, με υπομονή, φρόνηση, σύνεση και, κυρίως, αποφασιστικότητα για συνεννόηση, τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική κυβέρνηση έφτασαν σε ένα σημείο όπου οι δύο ηγέτες, Μητσοτάκης και Ερντογάν, συναντώνται σε τακτά χρονικά διαστήματα, και οι υπουργοί Εξωτερικών Γεραπετρίτης και Φιντάν βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία, για όλα τα ζητήματα, φροντίζοντας να σβήνουν «φωτιές» πριν αυτές φουντώσουν.

Όλα ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2020, όταν ο Ταγίπ Ερντογάν, αφού είχε συναντήσει ήδη δύο φορές τον Έλληνα πρωθυπουργό, επέλεξε να ωθήσει δεκάδες χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες στα χερσαία σύνορα του Έβρου.

Η σθεναρή αντίδραση των ελληνικών Αρχών, του Στρατού και της Αστυνομίας εμπόδισε το κύμα προσφύγων να «εισβάλει» στη χώρα.

Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε από την Αθήνα ως «εχθρική ενέργεια της Άγκυρας» και ενεπλάκησαν οι μεγάλοι διεθνείς «παίκτες» για να πέσουν οι τόνοι.

Η ρητορική μεταξύ των δύο ηγετών είχε μπει σε επικίνδυνες ατραπούς, με αποκορύφωμα το «Μητσοτάκης γιοκ» του Ταγίπ Ερντογάν. Και από το «Μητσοτάκης γιοκ» φτάσαμε στην περίοδο της –φαινομενικά τουλάχιστον– αμοιβαίας κατανόησης και συνεννόησης.

Ο δρόμος όμως ήταν μακρύς, και μεσολάβησε το καλοκαίρι του ’20, όταν οι δύο χώρες έφτασαν σχεδόν στο χείλος της σύγκρουσης στο Αιγαίο.

Η ψύχραιμη στάση της κυβέρνησης εκτόνωσε την κατάσταση, αλλά η συνέχεια δεν ήταν αισιόδοξη.

Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε λειτουργικό τζαμί ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, και η Ελλάδα κατήγγειλε την Τουρκία σε όλα τα διεθνή fora. Η αλλοπρόσαλλη στάση του Ταγίπ Ερντογάν και η προσέγγιση με τη Μόσχα έφεραν την Τουρκία στη θέση του παρία της Δύσης. Μέχρι που ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία, και η Άγκυρα κατάλαβε ότι δεν μπορεί μόνη της να παίξει το παιχνίδι που θα την κάνει περιφερειακή υπερδύναμη, όπως επιθυμεί ο Ταγίπ Ερντογάν.

Η ασφυκτική πίεση της Δύσης στον Τούρκο πρόεδρο, για σταθερότητα στην περιοχή, αλλά και η ενθάρρυνση στον Έλληνα πρωθυπουργό να κάνει τολμηρά βήματα, έφεραν αποτελέσματα.

Στην κατ’ ίδιαν ανεπίσημη συνάντηση που είχαν στο πλαίσιο ενός γεύματος αποφάσισαν να πάρουν οι ίδιοι τα ηνία των συνομιλιών, σε συνεργασία πάντα με τους υπουργούς Εξωτερικών.

Οι εν συνεχεία μεταξύ τους συναντήσεις εξομαλύναν την κατάσταση, και ο καταλύτης ήταν η κατανόηση αμφοτέρων, ότι θέλουν να εκτονωθεί η κατάσταση επ’ αμοιβαία ωφελεία. Ενδιαμέσως, υπήρξαν στιγμές έντασης, αλλά σε επίπεδο ηγετών είχε αποφασιστεί να μην δίνεται συνέχεια, και να λύνονται τα ζητήματα σε επίπεδο υπουργών. Χωρίς ψευδαισθήσεις, όμως.

Και η επαναλαμβανόμενη φράση του κ. Μητσοτάκη «θέλουμε τη συνεννόηση, αλλά δεν είμαστε και αφελείς», μαρτυρά του λόγου το αληθές. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μπροστά μας, αν και έχει διανυθεί περισσότερος από ποτέ άλλοτε…

Ακολουθήστε το vradini.gr στο Google News
Ίσως σας ενδιαφέρουν