Σινεμά: Τέσσερις νέες αφίξεις και μία στο δρόμο για τις… Κάννες

Οσκαρικό δράμα, βρετανικό μυστήριο και ψυχεδελικός Μπόουι

Πέντε καινούργιες ταινίες, για όλα τα γούστα και με το δικό τους, μεγαλύτερο ή μικρότερο ενδιαφέρον, έρχονται αυτό το επταήμερο στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Οι φίλοι του σινεμά μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στο δράμα και βραβευμένο με Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας «Drive my Car» του Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, τη βρετανική κωμωδία «Κοίτα τους πώς Τρέχουν!», με τον Σαμ Ρόκγουελ, τη δραματική κωμωδία «Ο Χαμένος Βασιλιάς» του Στίβεν Φρίαρς, το ντοκιμαντέρ «Moonage Daydream», για τη ζωή και το έργο του θρυλικού Ντέιβιντ Μπόουι και το φινάλε της γνωστής σειράς ταινιών τρόμου «Η Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες». Επίσης, στο κινηματογραφικό στέκι του Studio προβάλλονται επτά ταινίες μικρού μήκους νέων Ελλήνων δημιουργών, με τίτλο «Στην Κόψη».

Drive my Car

Δραματική ταινία, ιαπωνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, με τους Χιντεντόσι Νισιζίμα, Τόκο Μιούρα, Μασάκι Οκάντα, Σόνια Γιουάν, Ρίκα Κιρισίμα, Σατόγκο Άμπε κα.

PGRpdiBzdHlsZT0iIiBjbGFzcz0ibW9iaWxlX2Jhbm5lciBiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCgkJCTxkaXYgaWQ9J3ZyYWRpbmlfUFInIGNsYXNzPSJiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCiAgPHNjcmlwdD4NCiAgICBnb29nbGV0YWcuY21kLnB1c2goZnVuY3Rpb24oKSB7IGdvb2dsZXRhZy5kaXNwbGF5KCd2cmFkaW5pX1BSJyk7IH0pOw0KICA8L3NjcmlwdD4NCjwvZGl2PgkJCTwvZGl2Pg==

Με καθυστέρηση ήρθε στη χώρα μας η τελευταία ταινία του Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, που σήκωσε πολύ σκόνη, έπειτα από την προβολή της στις Κάννες, διεκδικώντας τον Χρυσό Φοίνικα και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, προκαλώντας ένα κύμα ενθουσιασμού, στις τάξεις των σινεφίλ και της κριτικής. Ως ένα σημείο δικαιολογημένα, αλλά όπως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει και η υπερβολή. Αν αυτό συνδυαστεί με την ένδεια που παρατηρείται στα αμερικάνικα στούντιο, τότε γίνεται ευκολότερα αντιληπτός ο λόγος για την αποθέωση της ταινίας.

Ο ΧαμαγκούτσιΙστορίες της Τύχης και της Φαντασίας») διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χαρούκι Μουρακάμι, έχοντας ως κεντρικό πρόσωπο έναν θεατρικό ηθοποιό και σκηνοθέτη που έχασε ξαφνικά τη γυναίκα του, μία αναγνωρισμένη σεναριογράφο και αναλαμβάνει το ανέβασμα στο θέατρο της Χιροσίμα τον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ. Μόνο που στη Χιροσίμα δεν θα έχει τη χαρά να οδηγεί το αγαπημένο του αυτοκίνητο, ένα κόκκινο παλαιό Saab 900, καθώς οι παραγωγοί του επέβαλαν, για λόγους ασφαλείας, υποχρεωτικά μία νεαρά για σοφέρ.

Η ταινία διαθέτει αρκετά καλά στοιχεία, καθώς το δράμα αποφεύγει τις παράταιρες κορυφώσεις, τα κλισέ, τις εύκολες ελκυστικές λύσεις και αρκείται στους περίτεχνους διαλόγους, ενός απλού αλλά στοχαστικού σεναρίου, στις μακρές παύσεις, που σκιαγραφούν έναν άνθρωπο που ζει το δικό του δράμα. Αυτό της απώλειας, της μοναξιάς, της διαχείρισης μίας μόνιμης κατάθλιψης, με τη βοήθεια της οδηγού του. Μιας απόμακρης λιγομίλητης κοπέλας που είναι και ο λόγος για να συνεχίσει τη ζωή του, μαζί με την ιαματική επίδραση που έχει πάνω του η τέχνη, σε έναν μαρτυρικό τόπο, που αναγεννήθηκε από τις στάχτες του.

Ο Χαμαγκούτσι, στήνει ένα μηχανισμό που απορροφά τους ψυχολογικούς κραδασμούς, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που μαγνητίζει, αναδεικνύοντας την ανεπιτήδευτη κινηματογραφική γλώσσα του σκηνοθέτη, τη χαμηλόφωνη προσέγγιση ενός δράματος, που παρότι είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τα συνηθισμένα, με τις χολιγουντιανές συνταγές, βλέπεται με αμείωτο ενδιαφέρον ακόμη και από το αμύητο κοινό. Με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι ο θεατής θα μπει μέσα στον συναισθηματικό κόσμο του ήρωα, θα έχει γοητευθεί από το μακρύ ταξίδι της ιστορίας, που ορισμένες φορές μοιάζει χωρίς προορισμό.

Εκεί που η ταινία του Χαμαγκούτσι σκοντάφτει είναι, εκτός από την τρίωρη διάρκειά της, η καταθλιπτική γενική εικόνα της ταινίας, στις σκηνές με τα μακρά αποσπάσματα από την ανάγνωση του έργου του «Θείου Βάνια», με τους ηθοποιούς, αλλά και η εκτεταμένη αυτοαναφορικότητα, που εξαντλεί τον θεατή, καθώς φανερώνει την απόσταση μεταξύ τέχνης και της πραγματικής ζωής και του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Η ερμηνεία του Χιντεντόσι Νισιζίμα αν και φαινομενικά επίπεδη, κρύβει μία εσωτερική δύναμη, που ξεπερνά τις παγίδες και τον υποτονικό χαρακτήρα που υποδύεται και συμβάλει τα μέγιστα στην αίγλη της ταινίας. Ικανοποιητικές είναι και οι υπόλοιπες ερμηνείες, αν και ορισμένες φορές ακατανόητες, αλλά αυτό είναι λογικό για λαούς που βρίσκονται πολύ μακριά από τη Μεσόγειο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δύο χρόνια έχουν περάσει από τον απροσδόκητο θάνατο της συζύγου του και ο Γιουσούκε Καφούκου, αναγνωρισμένος θεατρικός ηθοποιός και σκηνοθέτης, λαμβάνει την πρόταση να σκηνοθετήσει τον Θείο Βάνια για ένα φεστιβάλ της Χιροσίμα. Εκεί θα γνωρίσει τη Μισάκι, μια λιγομίλητη νεαρή που της έχει ανατεθεί από τους διοργανωτές να οδηγεί ως σοφέρ το αγαπημένο του αυτοκίνητο, ένα Saab 900. Καθώς η ημέρα της πρεμιέρας πλησιάζει, οι εντάσεις ανάμεσα στον θίασο ολοένα και οξύνονται, και ειδικά αυτές ανάμεσα στον Γιουσούκε και τον Κότζι, έναν όμορφο τηλεοπτικό αστέρα που όμως συνδέεται επίσης αρνητικά με την εκλιπούσα σύζυγο του σκηνοθέτη. Εξαναγκασμένος να αντιμετωπίσει αλήθειες από το παρελθόν που πονάνε, ο Γιουσούκε ξεκινάει, με τη βοήθεια της σοφέρ του, να αναζητεί εκείνα τα μυστικά που άφησε πίσω του η γυναίκα του και ακόμα τον στοιχειώνουν.

Κοίτα τους πώς Τρέχουν! (“See How They Run”)

Κωμωδία μυστηρίου, βρετανικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Τομ Τζορτζ, με τους Σαμ Ρόκγουελ, Σίρσα Ρόναν, Εϊντριεν Μπρόντι, Ντέιβιντ Ογιελόβο, Ρουθ Γουίλσον κα.

Χαριτωμένη, κομψή, στιλάτη και ελαφρώς παλαιομοδίτικη, βρετανικού τύπου, κωμωδία μυστηρίου που παραπέμπει και σε παρωδία των έργων της Αγκάθα Κρίστι. Ο σχετικά άπειρος σκηνοθέτης Τομ Τζορτζ, δεν τα πάει άσχημα, βασισμένος στα πρότυπα των ταινιών του είδους, αλλά και στο λαμπρό καστ, απ’ το οποίο ξεχωρίζει ο Σαμ Ρόκγουελ – αυτός ο δαιμόνιος πρωταγωνιστής και ρολίστας, που έχει όλα τα εφόδια να εξελιχθεί σε έναν Τζιν Χάκμαν του 21ου αιώνα.

Το μυστήριο κρατάει μέχρι τέλους, ο φρενήρης ρυθμός συμβάλει στην αποδόμηση της θεατρικότητας του φιλμ, οι διάλογοι διαθέτουν την απαραίτητη σπιρτάδα, αν και μερικές φορές ξεφεύγουν προς το εξυπνακίστικο, οι κωμικές στιγμές της ταινίας άλλες φορές λειτουργούν αποτελεσματικά και άλλες όχι, ενώ αρκετές φορές μοιάζουν ως εμβόλιμες, χωρίς να δένουν με το καλογραμμένο σενάριο του έμπειρου Μαρκ Τσάπελ.

Η υπόθεση μας πάει στο West End του Λονδίνου της δεκαετίας του ’50, όπου οι πρόβες ενός θεατρικού έργου διακόπτονται όταν δολοφονείται ένα βασικό μέλος του θιάσου. Ο επιθεωρητής Στόπαρντ και η ενθουσιώδης βοηθός του, μια αρχάρια αστυνομικός, θα προσπαθήσουν να διαλευκάνουν το έγκλημα.

Όσοι έχουν δει το έργο της Αγκάθα Κρίστι «Ποντικοπαγίδα» θα αισθανθούν μια οικειότητα με όσα διαδραματίζονται, ενώ δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες και ορισμένες έξυπνες παρατηρήσεις σχετικά με την τέχνη και την ηθική.

Οι κεφάτες ερμηνείες συμβάλλουν στο συνολικό αποτέλεσμα της ταινίας, η οποία μπορεί να μην μπαίνει στις καλύτερες του είδους, αλλά σίγουρα χαρίζει ένα ευχάριστο – σκάρτο – δίωρο, απ’ αυτά που έχουμε ανάγκη όλο και περισσότερο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στο West End του Λονδίνου της δεκαετίας του 1950, τα σχέδια για την κινηματογραφική μεταφορά ενός επιτυχημένου θεατρικού έργου διακόπτονται απότομα όταν ένα βασικό μέλος του συνεργείου δολοφονείται. Όταν ο αποτραβηγμένος από τον κόσμο επιθεωρητής Στόπαρντ και η πρόθυμη αρχάρια Κόνσταμπλ Στόκερ αναλαμβάνουν την υπόθεση, βρίσκονται μπλεγμένοι σε ένα αινιγματικό παιχνίδι υπόπτων, ερευνώντας τη μυστηριώδη ανθρωποκτονία με δικό τους κίνδυνο.

Ο Χαμένος Βασιλιάς (“The Lost King”)

Δραματική κωμωδία, βρετανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Στίβεν Φρίαρς, με τους Στιβ Κούγκαν, Σάλι Χόκινς, Χάρι Λόιντ, Τζον Πολ Χέρλι, Σινέιντ Μακίνες, Τζέιμς Φλιτ κα.

Και μόνο το στόρι της ταινίας, που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που έχουν να κάνουν με μία ερασιτέχνη ιστορικό, την Φιλίπα Λάγνγκεϊ, μια Βρετανίδα η οποία ανακάλυψε τα λείψανα του Ριχάρδου του Γ’, κάτω από ένα πάρκινγκ στο Λέστερ, είναι αρκετό για να τραβήξει το ενδιαφέρον. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη σκηνοθετική υπογραφή του Στίβεν Φρίαρς («Επικίνδυνες Σχέσεις», «Κλέφτες» κλπ) , που μπορεί να μην βρίσκεται στην ακμή του, αλλά διαθέτει τη δική του ξεχωριστή ματιά, αλλά και την επανένωση της δημιουργικής ομάδας πίσω από την ταινία «Philomena» του 2013, με Κούγκαν, Τζεφ Πόουπ και Φρίαρς, σε τούτη δω τη δραματική κομεντί, είναι σίγουρο ότι δημιουργεί προσδοκίες για κάτι περισσότερο από ένα ενδιαφέρον φιλμ.

Και ως ένα σημείο έτσι είναι, καθώς ο χαρακτήρας της ηρωίδας είναι συμπαθής, με την ανυποχώρητη στάση της και με την ψυχική δύναμη που βρίσκει για να αντιπαρατεθεί με τους ειδικούς και τον περίγυρό της.. Μιας γυναίκας που ξαναβρίσκει τη χαμένη αυτοπεποίθησή της και καταφέρνει να αποδείξει πως ο Ριχάρδος ο Γ’ αξίζει μια καλύτερη υποδοχή της ιστορίας του, από τη μισητή κληρονομιά που του άφησε ο Σέξπιρ, με το ομώνυμο έργο του. Και επιπροσθέτως, γιατί η ταινία αναδεικνύει το δικαίωμα της αλήθειας σε οποιοδήποτε άνθρωπο, που δεν έχει τα «πιστοποιητικά» αναγνώρισης, από αφέντες, ακαδημαϊκούς ή την τηλεόραση.

Εκεί που η ταινία χάνει το ρυθμό της, είναι η επιλογή του Φρίαρς να ζωντανεύει τον Ριχάρδο Γ’ στις αναζητήσεις της ηρωίδας, προσπαθώντας να του δώσει μια διαφορετική μορφή, από την κακή και αποτρόπαια φιγούρα του, με την οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές.

Το φιλμ απογειώνεται στο τρίτο και τελευταίο μέρος της, καθώς είναι συγκινητικό, διαθέτει χάρη και αφηγηματική δύναμη και έρχεται να ανακουφίσει τον θεατή, μετά το δεύτερο και πιο άχαρο μέρος.

Η Σάλι Χόγκινς μοιάζει ιδανική για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Στιβ Κούγκαν, που συνέγραψε το σενάριο με τον Πόουπ, υποδύεται με άνεση τον υποστηρικτικό σύζυγό της, ενώ αξιοπρόσεκτες είναι και οι υπόλοιπες ερμηνείες σε γενικές γραμμές.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 2012, μετά από 500 χρόνια, αποκαλύπτονται σε ένα πάρκινγκ του Λέστερ τα χαμένα λείψανα του Βασιλιά Ριχάρδου Γ’. Η έρευνα οργανώθηκε με πρωτοβουλία της ερασιτέχνη ιστορικού, Φιλίππα Λάνγκλι, της οποίας η ανυποχώρητη στάση δεν έγινε ποτέ κατανοητή ούτε από τον κύκλο της ούτε από τους ειδικούς και τους ακαδημαϊκούς.

Moonage Daydream

Ντοκιμαντέρ, γερμανικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μπρεντ Μόργκεν.

Το φαινόμενο Ντέιβιντ Μπόουι, η θρυλική του μορφή με τις διαφορετικές εκφάνσεις του, ο θρύλος του, η επίδρασή του στην παγκόσμια μουσική σκηνή, δεν είναι εύκολο να αποτυπωθούν, να εξηγηθούν. Ίσως γι’ αυτό ο Μπρετ Μόργκεν, που γεννήθηκε το 1969, όταν για πρώτη φορά ο Βρετανός ερμηνευτής και τραγουδοποιός έγινε παγκόσμια γνωστός με το άλμπουμ “Space Oddity”, δεν ακολούθησε την πεπατημένη στο είδος του μουσικού ντοκιμαντέρ, για να ρίξει φως στη ζωή και την μουσική ιδιοφυία του ανεξάντλητου καλλιτέχνη, αλλά προτίμησε μια καλειδοσκοπική τεχνική, με ψυχεδελικό ύφος, ένα παρακινδυνευμένο σλάλομ, δίχως φρένα, στο άφθονο αρχειακό υλικό που του παρείχε η οικογένεια του Μπόουι.

Το φιλμ, που ξεκινά με καταιγιστικό ρυθμό, κοφτερό σαν μαχαίρι μοντάζ, εισαγάγει τον θεατή στο καλλιτεχνικό σύμπαν του Μπόουι, χωρίς περιττές αναφορές άλλων καλλιτεχνών, επεξηγήσεις, τη στρογγυλοποίηση των ακραίων συμπεριφορών του, αλλά και την ανάδειξη της βαθιάς σκέψης ενός φαινομένου που δεν έχει καμία σχέση με τα ποπ είδωλα του συρμού.

Ο Μόργκεν αφήνει σε όλο το φιλμ τον Ντέιβιντ Μπόουι να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, χρησιμοποιώντας ηχητικά αποσπάσματα με αφηγήσεις του ίδιου του καλλιτέχνη, δίνοντας ως ένα σημείο μια χρήσιμη πρόσβαση στο μυαλό και την καρδιά ενός ανθρώπου που πάντα πάσχιζε να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο, που είχε κατανοήσει ότι δεν μπορούσε να καταλάβει.

Οι φανατικοί του Μπόουι θα λατρέψουν το φιλμ, θα αισθανθούν πολλές φορές ότι είχαν την τύχη να δουν σπάνιες στιγμές του από συναυλίες, ηχογραφήσεις σε στούντιο, παρασκήνια, θα πλημμυρίσουν οι αισθήσεις τους από μουσική, θα νιώσουν μέρος μιας μυσταγωγίας. Ωστόσο, από το φιλμ, λείπει και η κριτική ματιά, η στοιχειώδης αποστασιοποίηση από το μουσικό είδωλο, παρότι ο Μπόουι δεν υπήρξε ποτέ ένα προϊόν της μουσικής βιομηχανίας και ο αντικομφορμισμός του υπήρξε από τα βασικότερα στοιχεία του χαρακτήρα του.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Η Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες (“Halloween Ends”)

Το αιματηρό φινάλε του αποτρόπαιου μανιακού δολοφόνου Μάικλ Μάγιερς, θα ικανοποιήσει τους λάτρεις του κινηματογραφικού τρόμου, αν και για μια ακόμη φορά ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, θα αναλωθεί στα κλισέ του είδους, τις γνώριμε συνταγές, όσο και καλοβαλμένες. Έτσι, η επανεκκίνηση του «κλασικού» slasher horror φτάνει στο τέλος της – αν και ουδείς μπορεί να αποκλείσει στο μέλλον, έστω και χωρίς την Τζέιμι Λι Κέρτις, την επανεμφάνιση του Μάικλ Μάγιερς, η μάσκα του οποίου σε λίγο δεν αποκλείεται να αποκτήσει και μια θέση στο οικογενειακό τραπέζι. Το στόρι λίγο πολύ αναμενόμενο, καθώς η Λόρι Στρόουντ – Λι Κέρτις, που ζει μια ήρεμη φαινομενικά ζωή, καθώς νιώθει πλέον ασφαλής, θα δει την ενήλικη πια εγγονή της να φέρνει σπίτι ένα αμφιλεγόμενο άνδρα από το παρελθόν που θα πυροδοτήσει μια έκρηξη φρίκης. Αμερικάνικη παραγωγή του 2022, με την Τζέιμι Λι Κέρτις και τους Άντι Μάτιτσακ, Τζέιμς Τζουντ Κόρτνεϊ και Κάιλ Ρίτσαρντς και με τη συμμετοχή του Τζον Κάρπεντερ και του γιου του Κόντι στο σάουντρακ!

Στην Κόψη

Επτά ταινίες μικρού μήκους από νέους Έλληνες δημιουργούς, που ενώνουν τις δυνάμεις τους και τις καλλιτεχνικές τους συγγένειες και ανησυχίες. Μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία, που οι σινεφίλ και όσοι αναζητούν νέα ταλέντα και την κοφτερή ματιά τους, μπορούν να βρουν στο Studio, το γνωστό κινηματογραφικό στέκι, κάτω από την Πλατεία Αμερικής. Προβάλλονται τα φιλμ: «Index» (Νικόλας Κολοβός), «Ο Σπόρος» (Ιφιγένεια Κοτσώνη), «À la Carte» (Ταξιάρχης Δεληγιάννης & Βασίλης Τσιουβάρας), «Πρώτο Μπάνιο» (Αλέξανδρος Κωστόπουλος), «Τζαφάρ» (Νάνσυ Σπετσιώτη), «Το Κοφίνι» (Άρης Λεχουρίτης) και «Φοιτητής» (Βασίλης Καλαμάκης).

Ακολουθήστε το vradini.gr στο Google News
Ίσως σας ενδιαφέρουν