Το Στρατιωτικό Κίνημα της 21ης Απριλίου 1967

Παράλληλα με την κίνηση των στρατιωτικών τμημάτων, 68 ομάδες συλλήψεως έθεσαν υπό κράτηση τα σημαντικότερα πολιτικά και στρατιωτικά πρόσωπα της χώρας

«Ἀνεμένετο καὶ ἐγένετο».

Τὸ σχόλιο τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου (Αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου, πρώην πρωθυπουργού), στὸν ἀξιωματικὸ ποὺ τὸν συνέλαβε στὴν οἰκία του στό Καστρί, τὴν 02:30 τῆς 21ης Ἀπριλίου 1967.

Το Τηλεφώνημα

Την 20η Απριλίου 1967, στις 08:00 το πρωί, η σύζυγος του Αντισυνταγματάρχου των Τεθωρακισμένων (ΤΘ) Ιωάννη Λάζαρη, Διευθυντού του Επιτελικού Γραφείου του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), Αντιστρατήγου Γρηγορίου Σπαντιδάκη, δέχθηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα. Ο άγνωστος τής είπε: «Απόψε το βράδυ ομάδες αξιωματικών θα κινηθούν και θα χτυπήσουν τον αρχηγό του ΓΕΣ και τον άνδρα σου».

Όταν ο Λάζαρης πληροφορήθηκε το συμβάν, ενημέρωσε τον Αρχηγό του ΓΕΣ και τον Διευθυντή του 2ου Επιτελικού Γραφείου Ταξίαρχο Πανουργιά Πανουργιά, ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος για θέματα ασφάλειας. Η εντύπωση όλων ήταν ότι η προειδοποίηση του αγνώστου ήταν απίθανο να συμβεί.

Την περίοδο εκείνη είχαν γίνει δέκτες παρόμοιων καταγγελιών περί επικειμένου στρατιωτικού πραξικοπήματος, οι οποίες όμως δεν είχαν επαληθευτεί. Ο Σπαντιδάκης κάλεσε στο γραφείο του τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού (ΠΒ) Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος υπηρετούσε στο ΓΕΣ και ζήτησε από τον Πανουργιά να καλέσει τον Ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό, Διοικητή του ΚΕΤ (Κέντρου Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων) που είχε έδρα στου Γουδή, προκειμένου να τον ρωτήσει εάν γνωρίζει κάτι επί του θέματος.

Ο Παπαδόπουλος διαμαρτυρήθηκε εντόνως, όταν ο Σπαντιδάκης του κοινοποίησε το συμβάν, θεωρώντας ότι τίθεται θέμα εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του και του ανέφερε την πρόθεση να υποβάλλει αμέσως την παραίτηση του. Ο Παττακός από την πλευρά του έπεισε τον συμμαθητή από την Σχολή Ευελπίδων Πανουργιά να μην ανησυχεί, γιατί δεν πρόκειται να συμβεί απολύτως τίποτα.

Ο Πανουργιάς για να αποτρέψει το ενδεχόμενο εκδηλώσεως πραξικοπήματος διέταξε να τεθούν σε κατάσταση επιφυλακής οι μονάδες του Λεκανοπεδίου Αττικής. Η ενέργεια αυτή διευκόλυνε τους κινηματίες, διότι αύξησε την ετοιμότητα των μονάδων για ανάληψη δράσεως. Ζήτησε επίσης να τεθεί υπό τις άμεσες διαταγές του ο ένας από τους δύο Λόχους της ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία), η οποία του δόθηκε «τύποις», γιατί επί της ουσίας υπάκουε στις διαταγές του μυημένου στο κίνημα Διοικητού της ΕΣΑ, Συνταγματάρχου (ΠΖ) Ιωάννη Λαδά. Ο Σπαντιδάκης πείσθηκε ότι το ανώνυμο τηλεφώνημα ήταν φάρσα.

Η Τελευταία Σύσκεψη

Την 18η Απριλίου, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας, είχε εκλεγεί παμψηφεί αρχηγός των συνωμοτών. Το απόγευμα της 20ης Απριλίου συγκεντρώθηκαν στην οικία του Αντισυνταγματάρχου Μιχαήλ Μπαλόπουλου στην Νέα Σμύρνη, για την τελική συντονιστική σύσκεψη 14 μέλη των κινηματιών, τα οποία συγκροτούσαν την ομάδα διαταγών (στην στρατιωτική οργάνωση μάχης είναι επιφορτισμένη για την υλοποίηση της διαταγής επιχειρήσεων). Παρόντες στην σύσκεψη, εκτός της τριανδρίας, ήσαν άλλοι 11 αξιωματικοί κυρίως αντισυνταγματάρχες, ενώ απουσίαζαν τρεις.

Κατά την διάρκεια της συναντήσεως ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Ζωιτάκης, Διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού (Θεσσαλονίκη) ζήτησε να συναντηθεί με το Μακαρέζο προκειμένου να του γνωστοποιήσει μία σημαντική εξέλιξη, η οποία μπορούσε να οδηγήσει στην αναβολή του πραξικοπήματος. Ο Ζωιτάκης πληροφόρησε τον Μακαρέζο ότι ο Σπαντιδάκης το πρωί είχε καλέσει στο γραφείο του 6 αντιστράτηγους, για να συζητήσουν τους κινδύνους που εγκυμονούσε το εκρηκτικό πολιτικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί, πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 28ης Μαΐου. Οι 6 αντιστράτηγοι εξουσιοδότησαν τον Σπαντιδάκη να παρουσιασθεί στον Βασιλέα, προκειμένου να τού εκφράσει τις ανησυχίες του στρατεύματος για την κατάσταση της χώρας. Η συνάντηση θα πραγματοποιείτο την Δευτέρα 24 Απριλίου.

Από την συνάντηση αυτή δημιουργήθηκε το μύθευμα για την πρόθεση πραξικοπήματος εκ μέρους των στρατηγών. Ο Βασιλεύς και η ηγεσία του στρατεύματος αποτελούσαν θεσμούς της χώρας. Η προσδοκώμενη παρέμβαση από τον ανώτατο πολιτειακό παράγοντα την συγκεκριμένη περίοδο, δεν υπήρχε περίπτωση να είχε την μορφή στρατιωτικού κινήματος. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος στο Β΄ Τόμο του βιβλίου του “Βασιλεύς Κωνσταντίνος Χωρίς Τίτλο” (σελ 248), γράφει ότι δεν γνώριζε τίποτα για την πρόθεση του Σπαντιδάκη. Τα κινήματα προϋποθέτουν συνωμοτική οργάνωση, με την οποία δεν είχαν ασχοληθεί οι στρατηγοί. Την διστακτικότητα που δημιούργησε στους κινηματίες η πληροφορία του Ζωιτάκη, διέλυσε η αποφασιστικότητα του Παττακού, ο οποίος δήλωσε ότι θα προχωρούσε σύμφωνα με τις αποφάσεις που είχαν λάβει, έστω και μόνος του, γιατί πλέον είχαν εκτεθεί.

Το Κίνημα

Την 02:00 της 21ης Απριλίου 1967, 122 άρματα μάχης, 50 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και 200 φορτηγά πλήρη στρατιωτών, εξέρχονταν από την πύλη του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων (ΚΕΤ). Η ίδια κατάσταση επικρατούσε στα περισσότερα στρατόπεδα του Λεκανοπεδίου Αττικής.

Τα στρατιωτικά τμήματα είχαν ως αποστολή την κατάληψη των κυβερνητικών κτιρίων του διοικητικού κέντρου της πρωτευούσης και τον πλήρη έλεγχο του οδικού δικτύου. Το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης καταλήφθηκε την 02:30 από την 2η Μοίρα Αλεξιπτωτιστών και τεθωρακισμένα. Οι σκοποί είχαν εξουδετερωθεί εκ των έσω, από άνδρες της στρατονομίας. Σε όλα τα στρατιωτικά δίκτυα επικοινωνιών επιβλήθηκε σιγή.

Την 03:00 οι κινηματίες έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την Αθήνα και διέκοψαν όλα τα δίκτυα του ΟΤΕ. Το σχέδιο του κινήματος προέβλεπε την προληπτική σύλληψη πολιτών, βάσει καταλόγων οι οποίοι είχαν συνταχθεί από το 1961. Παράλληλα με την κίνηση των στρατιωτικών τμημάτων, 68 ομάδες συλλήψεως έθεσαν υπό κράτηση τα σημαντικότερα πολιτικά και στρατιωτικά πρόσωπα. Επικεφαλής των ομάδων ήσαν Αξιωματικοί και αριθμός οπλιτών κυρίως από προσωπικό της ΕΣΑ.

Υπεύθυνος των συλλήψεων είχε ορισθεί ο Συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς. Συνελήφθησαν 6.500 πολίτες, εκ των οποίων οι 6.135 (5.900 άνδρες και 235 γυναίκες) εκτοπίσθηκαν σε νησιά. Ο Πρωθυπουργός της κυβερνήσεως Κανελλόπουλος μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ενώ οι λοιποί στο ΚΕΤ.

Ο Αρχηγός του ΓΕΣ

Ο Αρχηγός του ΓΕΣ Αντιστράτηγος Γρηγόριος Σπαντιδάκης «συνοδεύτηκε» στο επιτελείο, χωρίς να έχει άλλη επιλογή, όπου συνάντησε την τριανδρία του κινήματος. Ο Παττακός του ζήτησε να συνταχθεί μαζί τους, για την αποφυγή αιματοχυσίας μεταξύ των στρατιωτικών. Ο Σπαντιδάκης αποδέχθηκε το αίτημα τους. Η προσχώρησή του στο κίνημα υπήρξε γεγονός κομβικής σημασίας για την επικράτησή του. Ο Σπαντιδάκης ήταν ο μόνος που ήταν εξουσιοδοτημένος να διατάξει την εφαρμογή του Σχεδίου «Προμηθεύς» σ’ όλη την επικράτεια. Η εκπόρευση των διαταγών από τον αρχηγό του ΓΕΣ, νομιμοποίησε τις ενέργειες των κινηματιών και απέτρεψε την αντίδραση των μη μυημένων.

Η Επικράτηση

Την 06:30 ο ραδιοφωνικός σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων μετέδωσε την ανακοίνωση: «Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας».

Στην συνέχεια άνευ της εγκρίσεως του Βασιλέως εκφωνήθηκε η απόφαση αναστολής άρθρων του Συντάγματος, με τα οποία περιοριζόντουσαν ελευθερίες και δικαιώματα των πολιτών. Η απόφαση αυτή έδινε την δυνατότητα λειτουργίας εκτάκτων στρατοδικείων και τη διενέργεια συλλήψεων χωρίς δικαστικό ένταλμα, ενώ απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις πολιτών, η λειτουργία των σωματείων, η ελευθερία του λόγου και καταργείτο το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.

Βάσει των παραπάνω απαγορεύθηκαν «μέχρι νεωτέρας διαταγής»:

* Η κυκλοφορία πεζών και οχημάτων.
* Η ανάληψη τραπεζικών καταθέσεων, αγορά συναλλάγματος και χρυσών λιρών.
* Η λειτουργία όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όλων των βαθμίδων.

Ο Βασιλεύς

Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και η Βασίλισσα Άννα Μαρία την νύκτα εκείνη βρισκόταν στο Τατόι. Ένα στρατιωτικό τμήμα με την κωδική ονομασία «ΑΕΤΟΣ», αποτελούμενο από τεθωρακισμένα και πεζικό, περικύκλωσε το βασιλικό ανάκτορο. Για την ασφάλεια του άνακτος διατίθετο φρουρά αποτελούμενη από χωροφύλακες και σμηνίτες.

Την 06:30 η τριανδρία μετέβη στο ανάκτορο της Δεκελείας, του εξήγησε τους λόγους για τους οποίους κινήθηκαν για την κατάληψη της εξουσίας και ζήτησε από τον Βασιλέα να ορκίσει την «Επαναστατική Κυβέρνηση». Σε περίπτωση αρνήσεώς του επεσήμαναν το κίνδυνο εμφυλίου σπαραγμού. Στον Κωνσταντίνο δόθηκε ιδιόχειρη επιστολή του Αντιστράτηγου Σπαντιδάκη, στην οποία ανέφερε την προσχώρησή του στο κίνημα.

Ο Βασιλεύς στη πρώτη συνάντηση αρνήθηκε συμπράξει με τους κινηματίες και διέταξε τον αρχηγό του ΓΕΣ να παρουσιασθεί σ’ αυτόν. Στις 09:00 επανήλθαν στην Δεκέλεια οι Παπαδόπουλος, Μακαρέζος και Σπαντιδάκης. Τελικά ο Κωνσταντίνος την 12:00 προσήλθε στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και εγκαταστάθηκε στο γραφείο του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, όπου συνάντησε τον Πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο ανώτατος άρχοντας προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, σε μια προσπάθεια αναζητήσεως εκείνων των προσώπων που παρέμεναν πιστά στο πρόσωπό του και τα οποία θα μπορούσαν να αναγκάσουν τους στασιαστές να επιστρέψουν στα στρατόπεδα. Ζήτησε να συναντηθεί με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλους ανώτατους αξιωματικούς.

Από τους Αρχηγούς των Επιτελείων, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Αντιναύαρχος Σπυρίδων Αυγέρης και ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Αντιναύαρχος Κωνσταντίνος Εγκολφόπουλος δεν είχαν προσχωρήσει στο κίνημα, σε αντίθεση με τον Αρχηγό της Αεροπορίας Αντιπτέραρχο Γεώργιο Αντωνάκο. Ο Κωνσταντίνος διεπίστωσε ότι ο Παπαδόπουλος και η ομάδα του έλεγχαν τα πάντα, ενώ του ζητούσαν επίμονα να ορκίσει κυβέρνηση. Σε παρόμοιες καταστάσεις είχαν βρεθεί στο παρελθόν και ο παππούς του Κωνσταντίνος Α΄ και ο προπάππους του Γεώργιος Α΄. Το απόγευμα διέρρευσε μια πληροφορία για σχηματισμό οικουμενικής κυβερνήσεως, η οποία αποτέλεσε την αιτία «εξάψεως των πνευμάτων», κυρίως κατώτερων αξιωματικών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν ένοπλοι στους διαδρόμους του ΓΕΕΘΑ, απαιτώντας «εδώ και τώρα» ορκωμοσία «Επαναστατικής Κυβερνήσεως». Προ αυτής της καταστάσεως, ο Κωνσταντίνος ενέδωσε στις απαιτήσεις των κινηματιών, θέτοντας ως όρο την θέση του Πρωθυπουργού να αναλάβει πρόσωπο δικής του επιλογής.

Η Πρώτη Κυβέρνηση

Στις 19:30 της 21ης Απριλίου ορκίσθηκε στα ανάκτορα της Ηρώδου του Αττικού ο κορμός της πρώτης κυβερνήσεως μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος. Πρωθυπουργός: Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας (Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου), Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εθνικής Αμύνης: Ο Αντιστράτηγος Γρηγόριος Σπαντιδάκης (Αρχηγός ΓΕΣ), Υπουργός Συντονισμού: Ο Συνταγματάρχης ΠΒ Νικόλαος Μακαρέζος, Υπουργός Εσωτερικών και Προσωρινός Δημοσίας Τάξεως: Ο Ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός, Υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως: Ο Συνταγματάρχης ΠΒ Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Μετά την ορκωμοσία ο πρωθυπουργός απηύθυνε ραδιοφωνικό διάγγελμα, το οποίο υπέγραφε ο Κόλλιας, αλλά είχε συνταχθεί από τους Παπαδόπουλο και Μακαρέζο. Τα κύρια σημεία του διαγγέλματος ήσαν :

* Η στρατιωτική επέμβαση, παρότι αποτελεί συνταγματική εκτροπή, κρίθηκε επιβεβλημένη δια τη σωτηρία της Πατρίδος.
* Οποιοδήποτε και ένα ήτο το αποτέλεσμα των εκλογών η Ελλάδα θα οδηγείτο στην αιματοχυσία και το χάος.
* Η επέμβαση του στρατού απέτρεψε το διχασμό και την αλληλοσφαγή προς την οποίαν μας κατηύθυναν «Κακοί Έλληνες».
* Κήρυξη συναδέλφωσης. Δεν υπάρχουν, Δεξιοί, Αριστεροί και Κεντρώοι, υπάρχουν μόνο Έλληνες.
* Επαναφορά του κοινοβουλευτισμού επί υγιούς βάσεως, μετά τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών.
* Η κήρυξη στρατιωτικού νόμου αποσκοπεί στην αποτροπή του διχασμού και της εμφύλιας συρράξεως.
* Βασικός στόχος είναι η κοινωνική δικαιοσύνη και και η δίκαιη κατανομή του εισοδήματος.

Το διάγγελμα ήταν ένα γενικόλογο κείμενο, χωρίς τεκμηρίωση των κινδύνων που αναφέρονταν και χωρίς χρονοδιάγραμμα των προθέσεων που επαγγέλλονταν. Στο διάγγελμα δεν ονομάζονται ποιοι είναι οι κακοί Έλληνες, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των 6135 συλληφθέντων αφορούσε τους χαρακτηρισμένους, ως «Επικίνδυνους Κουμουνιστές Γ΄ Κατηγορίας. Δεν προσδιορίζεται επίσης σαφώς ο χρόνος επιστροφής στο κοινοβουλευτισμό.

Τις επόμενες ημέρες ορκίσθηκαν τα υπόλοιπα μέλη της κυβερνήσεως. Στην κυβέρνηση συμμετείχαν 7 στρατιωτικοί, 6 δικαστικοί, 4 οικονομολόγοι, 2 δικηγόροι, 1 διπλωμάτης 1 καθηγητής, 1 έμπορος και 1 πολιτικός.

Το Διά Ταύτα

Η 21η Απριλίου 1967 επιβεβαίωσε το κανόνα που ίσχυσε σε όλα τα προηγούμενα πραξικοπήματα, πλην του κινήματος της ‘Εθνικής Άμυνας (17 Αύγουστου 1916), ότι ο έλεγχος της πρωτεύουσας εξασφαλίζει την επικράτησή του.

Το κίνημα επικράτησε για τους εξής λόγους:

* Υπήρξε συστηματική προετοιμασία, συντονισμός και τήρηση της μυστικότητος, εκ μέρους των συνωμοτών.
* Εκπονήθηκε λεπτομερές σχέδιο ενεργείας, το οποίο «πάτησε» στο σχέδιο «Προμηθεύς», για την κινητοποίηση όλων των μονάδων σ’ όλη την επικράτεια. Ο συντάκτης και των δύο σχεδίων υπήρξε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
* Η μετάπτωση των Μονάδων σε κατάσταση επιφυλακής διευκόλυνε τους κινηματίες, γιατί δεν είχαν το δικαίωμα να διατάξουν την κήρυξή της.
* Η απόφαση του Σπαντιδάκη να παρουσιασθεί στον Βασιλέα την Δευτέρα 24 Απριλίου, για να εκφράσει τις ανησυχίες της ηγεσίας του στρατεύματος για την έκρυθμη πολιτική κατάσταση, καθησύχασε όσους ανησυχούσαν για στρατιωτική επέμβαση, πιστεύοντας ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα μέχρι την συνάντηση του Κωνσταντίνου με τον Α/ΓΕΣ.
* Η προσχώρηση του Αρχηγού ΓΕΣ, Αντιστράτηγου Γρηγορίου Σπαντιδάκη στο κίνημα, έδωσε την νομιμοποίηση εφαρμογής του Σχεδίου «Προμηθεύς» το οποίο μόνο αυτός μπορούσε να διατάξει να εφαρμοσθεί.
* Η αναστολή άρθρων του συντάγματος, με πλαστογράφηση την υπογραφή του Βασιλέως, συνέβαλε στην άνετη επικράτησή του.
* Η υποχώρηση του Βασιλέως να ορκίσει διδακτορική κυβέρνηση, προσέδωσε στο πραξικόπημα την νομιμοποίηση του ανώτατου άρχοντος.

56 Χρόνια Μετά

Το στρατιωτικό κίνημα της 21ης Απριλίου 1967, υπήρξε το 16ο από τα 19 συνολικά κινήματα, τα οποία εκδηλώθηκαν μετά την ανεξαρτησία μας, όλα πάντοτε στο όνομα της «Σωτηρίας της Πατρίδος». Ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις μας και τα αισθήματα που τρέφουμε για τους πρωταγωνιστές των κινημάτων, δεν παύουν να συνιστούν έκνομες ενέργειες με σκοπό τη κατάληψη της εξουσίας ή τη μεταβολή του πολιτεύματος.

Η νομιμότητα και μόνο εξασφαλίζει την εύρυθμο λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν θα υπήρχαν πραξικοπήματα εάν τηρούσαμε το σύνταγμα και τους νόμους, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του σκοπού, που προβάλλουμε για την παραβίασή τους. Δεν είναι δυνατό να παρανομούμε για οποιονδήποτε λόγο, είτε επικαλούμενοι υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων, είτε κοινωνικών αγαθών, είτε οικονομικών παροχών, είτε συντεχνιακών προνομίων.

Ως λαός δεν διακρινόμαστε για την αυτοπειθαρχία μας, ρέπουμε προς την υπερβολή και αδυνατούμε να οριοθετήσουμε την συμπεριφορά μας εντός των ορίων που καθορίζει η αποδοχή της λογικής του μέτρου.

Δεν έχουμε ενιαία αντίληψη της νομιμότητος, απόρροια της ξεχωριστής πραγματικότητας που βιώνει ο καθένας, λόγω πιστεύω, χαρακτήρος, τόπου καταγωγής, ιδεολογίας, ιδεοληψίας, πεποιθήσεων και απωθημένων, κυρίως όμως του τεράστιου «εγώ μας».

Ίσως σας ενδιαφέρουν