Παζάρι με ΗΠΑ για F-16 και F-35 μέσω… Σουηδίας
Η Τουρκία διεκδικεί όσα περισσότερα «ανταλλάγματα» μπορεί από τους Αμερικανούς με «όχημα» την συναίνεσή της για ένταξη των δύο βορειοευρωπαϊκών χωρών στο ΝΑΤΟ

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»
Ένα σκληρό ανατολίτικο παζάρι έχει στήσει η Τουρκία με αφορμή τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, απειλώντας εμμέσως το ΝΑΤΟ και αποζητώντας να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα, σε γεωπολιτικό επίπεδο αλλά και στο θέμα των εξοπλισμών που είναι συνυφασμένο με την ενίσχυση της θέσης της στην ευρύτερη περιοχή.
Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ –παρά τη θερμή στάση του Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στη Ρωσία και τον πρόεδρο Πούτιν– δείχνουν πρόθυμες να βάλουν στην ίδια ζυγαριά τη συναίνεση της Τουρκίας στην ένταξη της Σουηδίας και της προμήθειας των F-16 που ζητούν οι Τούρκοι, καθώς και άλλα θέματα που αφορούν την στάση των ΗΠΑ έναντι της προώθησης των σχεδιασμών της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή, που μας αφορά άμεσα. Μεταξύ αυτών φαίνεται να είναι και η εκ νέου ανακίνηση της συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 μετά την ολοκλήρωση της αγοράς των F-16.
Σύμφωνα με πληροφορίες από πηγές του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, η Άγκυρα για να συναινέσει στην ένταξη της Σουηδίας δεν θα αρκεστεί στην απεμπλοκή των F-16, αλλά ζητά και άλλα πράγματα, στα οποία οι Αμερικανοί αντιδρούν για να μην διαταράξουν την ισορροπία στις σχέσεις τους με την Ελλάδα. Όπως ανέφερε ανώτατος αξιωματικός στο ΝΑΤΟ, κατά την τελευταία συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής οι Τούρκοι στις συζητήσεις τους με τους Αμερικανούς συναδέλφους τους αναφέρονταν στην εξοπλιστική ενίσχυση της Ελλάδας, η οποία, κατά τους ίδιους, στρέφεται κατά της Τουρκίας, και επίσης ζήτησαν να υπάρξει παρέμβαση των ΗΠΑ, «για να ενθαρρύνουν την Αθήνα να σταματήσει τον εξοπλισμό των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου».
Διπλωμάτες, πάντως, εξέφρασαν την άποψη ότι η Άγκυρα πάντοτε βάζει στο «καλάθι» της περισσότερα ζητήματα από αυτά που διεκδικεί πραγματικά, ώστε να τα αποσύρει στη συνέχεια για να εμφανιστεί ως διαλλακτική.
Η κυβέρνηση κάθε άλλο παρά ευχαριστημένη είναι από τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά επισήμως δεν αναμειγνύεται, ούτε στέλνει κάποιο μήνυμα δυσαρέσκειας. Άλλωστε, αυτά θα τα θέσουν αναλυτικά τόσο ο Νίκος Δένδιας όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου. Κατά τη συνάντηση που θα έχουν με τον Αμερικανό αξιωματούχο θα τονίσουν την πρόταση Μενέντεζ, ώστε να δεσμευτεί η Τουρκία πως δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει τα αεροσκάφη σε βάρος συμμαχικών (ΝΑΤΟ) χωρών.
Παράλληλα, θα τεθεί στον κ. Μπλίνκεν στο σύνολό της η προκλητική στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και στους συμμάχους κατά την κρίση της Ουκρανίας, σε αντιδιαστολή με την καθαρή θέση της Αθήνας, και θα ζητηθεί από τις ΗΠΑ να αφήσουν στην άκρη την πολιτική των ίσων αποστάσεων.
Πάντως, στην Ουάσινγκτον υπάρχει ακόμη ισχυρός μοχλός πίεσης προς το Κογκρέσο, μέσω των Ελληνοαμερικανών γερουσιαστών και του κύκλου επιρροής τους, οι οποίοι ζητούν από την κυβέρνησή τους να θέσει αυστηρούς όρους στην Άγκυρα. Σύμφωνα με πληροφορίες της «ΒτΚ», η κυβέρνηση βρίσκεται σε ανοιχτή γραμμή με τον επικεφαλής του ελληνικού λόμπι στις ΗΠΑ Έντι Ζεμενίδη, ο οποίος θεωρείται ο οργανωτής αυτών των ενεργειών, σε συνεργασία με κορυφαίους γερουσιαστές, όπως ο Ραπτάκης και ο Μπομπ Μενέντεζ.
Με λίγα λόγια, επισήμως δεν υπάρχει καμία ελληνική ανάμειξη, αλλά μέσω διαφόρων ανεπίσημων και ιδιωτικών διαύλων ενισχύεται η προσπάθεια των γερουσιαστών που θέλουν να μπλοκάρουν την αγορά των F-16 από την Τουρκία, ή έστω να αποκλείσουν το ενδεχόμενο χρήσης τους κατά της Ελλάδας. Πρόσφατα, ο γερουσιαστής της Πολιτείας του Ρόουντ Άιλαντ Λ. Ραπτάκης, ο οποίος ηγείται μίας ομάδας 25 Ελληνοαμερικανών, απέστειλε επιστολή στο Κογκρέσο, με την οποία καλεί τα μέλη του να εμποδίσουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν να ζητήσει την έγκριση του Κογκρέσου για την πιθανή πώληση F-16 αξίας 20 δισ. δολαρίων. Οι Ελληνοαμερικανοί γερουσιαστές και βουλευτές, προτρέπουν τους συναδέλφους τους στο Κογκρέσο, «να απορρίψουν την στρατηγικά λανθασμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση του προέδρου Ερντογάν».