Στις συζητήσεις με την Κομισιόν για τα έργα αποθήκευσης ΑΠΕ, αναφέρθηκε η Αλεξάνδρα Σδούκου

Δείτε επίσης

Για την επίσημη ανακοίνωση έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, του σχήματος ενίσχυσης για τις μονάδες αποθήκευσης, που αναμένεται μέσα στις επόμενες ημέρες, αναφέρθηκε η γενική γραμματέας Ενέργειας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, μιλώντας στο Power & Gas Forum.

«Ολοκληρώθηκαν χθες οι συζητήσεις με την Κομισιόν, για το σχήμα που έχει προωθήσει το ΥΠΕΝ, προκειμένου να προχωρήσουν τα έργα αποθήκευσης, συνολικής ισχύος 800-900 μεγαβάτ και μέσα στις επόμενες ημέρες, θα υπάρξουν και οι σχετικές ανακοινώσεις από την ΕΕ», είπε μεσοβδόμαδα η κ. Σδούκου.

Σύμφωνα με την ίδια, μέσα στο τρέχον έτος θα ολοκληρωθεί ο ανασχεδιασμός του επικαιροποιημένου ΕΣΕΚ που θα λαμβάνει πλέον υπόψη και όλα τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει ως συνέπεια της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία.

PGRpdiBzdHlsZT0iIiBjbGFzcz0ibW9iaWxlX2Jhbm5lciBiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCgkJCTxkaXYgaWQ9J3ZyYWRpbmlfUFInIGNsYXNzPSJiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCiAgPHNjcmlwdD4NCiAgICBnb29nbGV0YWcuY21kLnB1c2goZnVuY3Rpb24oKSB7IGdvb2dsZXRhZy5kaXNwbGF5KCd2cmFkaW5pX1BSJyk7IH0pOw0KICA8L3NjcmlwdD4NCjwvZGl2PgkJCTwvZGl2Pg==

Σε κάθε περίπτωση, η γενική γραμματέας Ενέργειας ξεκαθάρισε ότι παραμένει η απαλλαγή της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, λαμβάνοντας υπόψη τα ζητήματα της ενεργειακής ασφάλειας και του κόστους μετάβασης.

Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε πως θα ενσωματωθούν και τα αποτελέσματα μελέτης της McKinsey που επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που θα παίξουν οι νέες τεχνολογίες για την επίτευξη του στόχου για μηδενικούς ρύπους αλλά και τις ευκαιρίες που ανοίγονται στον τομέα αυτόν για τη χώρα μας και που μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά το κόστος.

Ολοκληρώνοντας, η κ. Σδούκου έδωσε σημαντικό βάρος στην υλοποίηση έργων για τα off shore αιολικά που θα μπορούσαν να τοποθετήσουν την Ελλάδα στην πρωτοπορία ως hub για την Ανατολική Μεσόγειο υπεράκτιας αιολικής ενέργειας με τη χρήση νέων τεχνολογιών.

Συγκεκριμένα στην “ακτινογραφία” της McKinsey, σημειώνεται πως η χώρα μας είναι σε θέση να μειώσει τις εκπομπές ρύπων της κατά 55% ως το 2030 εφόσον εστιάσει στις πιο ώριμες τεχνολογίες, όπως οι ΑΠΕ και η ηλεκτροκίνηση, και με παράλληλη επένδυση σε πιο καινοτόμες τεχνολογίες για να προετοιμαστεί σταδιακά για το 2050.

Είναι προφανές ότι η απανθρακοποίηση θα λάβει χώρα με διαφορετική ταχύτητα ανά κλάδο της οικονομίας, όμως ο ηλεκτρισμός θα είναι η έμφαση κατά τα πρώτα χρόνια της προσπάθειας, αφού εκεί είναι πιο ώριμες οι συνθήκες. Στο δεύτερο σημείο που εστιάζει η μελέτη, είναι ότι υπάρχουν έξι συγκεκριμένες τεχνολογίες που είναι σε θέση να συνεισφέρουν το 80% της μείωσης εκπομπών μέχρι το 2050:

Η ηλεκτροδότηση της ενεργειακής ζήτησης (39%), η αντικατάσταση των κινητήρων εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικά αυτοκίνητα (15%), η χρήση του υδρογόνου –μπλε και σταδιακά πράσινου (10%)–, η προσαρμογή της χρήσης γης και των δασικών δραστηριοτήτων (6%), η ενεργειακή απόδοση κτιρίων και βιομηχανιών (5%), και η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS) (5%) για τις εκπομπές που δεν μπορούν να απομειωθούν με πιο οικονομικές δράσεις.

Στην έκθεση της McKinsey, θεωρείται κρίσιμος ο ρόλος της ενεργειακής απόδοσης και της διαχείρισης ζήτησης για την επιτάχυνση και τη μείωση του κόστους της ενεργειακής μετάβασης. Όσον αφορά συγκεκριμένα το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας, τονίζεται ότι θα χρειαστούν περισσότερες ΑΠΕ και βιομάζα, με διπλασιασμό του κλάδου ηλεκτρισμού στο απώτερο μέλλον.

Παράλληλα, κρίνεται απαραίτητη η χρήση πράσινου υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές για να επεκταθεί η απανθρακοποίηση σε τομείς όπως οι βαριές μεταφορές και η βιομηχανία.

Πέμπτο σημείο ενδιαφέροντος στη μελέτη αποτελούν οι επενδύσεις, που εκτιμάται ότι πρέπει να φτάσουν τα 500 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία ως το 2050. Ως εκ τούτου, θεωρείται αναπόφευκτη η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας μας συνολικά με εμπροσθοβαρείς επενδύσεις που εν τέλει θα οδηγήσουν σε μείωση του λειτουργικού κόστους.

Το παραπάνω ποσό μεταφράζεται σε 16,6 δισ. ευρώ ετησίως και εκ των 500 δισ. ευρώ τα 425 θα αφορούν υφιστάμενες τεχνολογίες και τα 75 δισ. ευρώ σε πράσινες τεχνολογίες. Μάλιστα, η έγκαιρη είσοδος της χώρας σε νέες τεχνολογίες, όπως η δέσμευση άνθρακα, το πράσινο υδρογόνο και τα βιοκαύσιμα, μπορούν να της δώσουν σημαντικό πλεονέκτημα. Σε κάθε περίπτωση, προαπαιτούμενο είναι ένα κατάλληλο ρυθμιστικό και αδειοδοτικό πλαίσιο.

Με αφορμή τα παραπάνω, η McKinsey εκτιμά ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει ένα χαρτοφυλάκιο πέντε ευκαιριών οικονομικής ανάπτυξης που συνδέονται με τη βιωσιμότητα. Το όφελος για την εθνική οικονομία μπορεί να είναι 85-150.000 θέσεις εργασίας και 5-8 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ ως το 2050.

Οι πέντε αυτές ευκαιρίες εντοπίζονται στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, την ανάπτυξη μεσογειακού κόμβου υπεράκτιων αιολικών και συνεργασίες με διεθνείς εταιρείες, την παραγωγή υδρογόνου για εγχώριες χρήσεις και εξαγωγή, την ανακύκλωση μπαταριών και τα πλοία χαμηλών εκπομπώ,ν δεδομένης και της σημαντικής παρουσίας της Ελλάδας στην παγκόσμια ναυτιλία.

Τέλος, η McKinsey εκτιμά ότι η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί ουσιαστικές αλλαγές και πολιτικές στα επόμενα χρόνια με αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων, γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και καθυστερήσεων που εξακολουθούν να παρατηρούνται.

Ίσως σας ενδιαφέρουν