Πολιτικό χάος στην Ιταλία και στο βάθος κάλπες

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το ενδεχόμενο κεντροδεξιάς ή και ακροδεξιάς κυβέρνησης συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες

Ο άλλοτε ισχυρός άνδρας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, σε συνέντευξη Τύπου πριν από λίγες ημέρες, όντας ακόμη πρωθυπουργός της Ιταλίας, είχε πει ότι οι «τραπεζίτες δεν έχουν καρδιά».

«Ακόμα και οι τραπεζίτες χρησιμοποιούν καμιά φορά την καρδιά τους», είπε αργότερα, όταν στάθηκε συγκινημένος ενώπιον της ιταλικής Βουλής και ανακοίνωσε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία και, ίσως, την ιταλική πολιτική σκηνή. Έτσι, η Ιταλία οδεύει στις κάλπες στις 25 Σεπτεμβρίου, σε μία στιγμή οικονομικής αβεβαιότητας, όπως αυτή αντανακλάται στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ανεβάσει τα επιτόκια δανεισμού κατά 50 μονάδες βάσης και τις ιταλικές μετοχές να πέφτουν κατακόρυφα, αν και ο λεγόμενος «Σούπερ Μάριο» (για το χειρισμό του στην κρίση της Ευρωζώνης ως επικεφαλής της ΕΚΤ), παραμένει υπηρεσιακός πρωθυπουργός. Η Ιταλία σίγουρα δεν είναι ξένη στις κυβερνητικές κρίσεις και τις συνεχείς αλλαγές. Και ο Μάριο Ντράγκι δεν τα πήγε χειρότερα από άλλους Ιταλούς πρωθυπουργούς πριν από αυτόν. Συμπληρώνοντας 1,5 χρόνο στην πρωθυπουργία, είναι κοντά στο μέσο όρο των 67 ιταλικών κυβερνήσεων στη μεταπολεμική περίοδο, όπως σημειώνει η Deutsche Welle.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, η τρέχουσα κατάσταση θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την Τζόρτζια Μελόνι, ηγέτιδα του ακροδεξιού κόμματος Fratelli d’ Italia, η οποία έχει την ευκαιρία να ηγηθεί μίας νέας κυβέρνησης μετά τις επόμενες εκλογές. Προηγείται στις δημοσκοπήσεις, αλλά παραμένει αμφίβολο εάν θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν δεξιό συνασπισμό με τους Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Forza Italia) και Ματέο Σαλβίνι (Λέγκα) και να σχηματίσει μία πιο σταθερή κυβέρνηση από τους πολλούς προκατόχους της. Μελέτη πρόσφατων δημοσκοπήσεων έδειξε ότι σε περίπτωση πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, η ακροδεξιά συμμαχία θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει την πλειοψηφία. Από την άλλη, ίσως τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να καταφέρουν να σχηματίσουν αριστερή πλειοψηφία κατά την προεκλογική εκστρατεία.

PGRpdiBzdHlsZT0iIiBjbGFzcz0ibW9iaWxlX2Jhbm5lciBiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCgkJCTxkaXYgaWQ9J3ZyYWRpbmlfUFInIGNsYXNzPSJiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCiAgPHNjcmlwdD4NCiAgICBnb29nbGV0YWcuY21kLnB1c2goZnVuY3Rpb24oKSB7IGdvb2dsZXRhZy5kaXNwbGF5KCd2cmFkaW5pX1BSJyk7IH0pOw0KICA8L3NjcmlwdD4NCjwvZGl2PgkJCTwvZGl2Pg==

«Εάν οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο Ντράγκι, ύστερα από δεκαετίες στασιμότητας, τεθούν και πάλι σε αναμονή, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει καταστροφή για την ιταλική Οικονομία και κοινωνία», σημειώνουν οι αναλυτές. «Οι αγορές έχουν ήδη αντιδράσει με την πτώση των τιμών των μετοχών. Θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις ήδη ταλαιπωρημένες τράπεζες της Ιταλίας δημιουργώντας πρόβλημα και στο σύνολο της Ευρωζώνης, ενώ η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι καλό νέο για τα κρατικά ομόλογα». «Το τέλος της εποχής Ντράγκι είναι ένα σοκ για όλη την Ευρώπη», τιτλοφορήθηκε, άλλωστε, το κύριο άρθρο της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde», μόλις ανακοινώθηκε η παραίτηση.

Στο εναρκτήριο λάκτισμα της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ματέο Σαλβίνι, επικεφαλής της Λέγκας, επανέλαβε την υπόσχεσή του για φοροαπαλλαγές ύψους 50 δισ. ευρώ. Η Λέγκα ήταν ένα από τα τρία κόμματα που αρνήθηκαν την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Ντράγκι, παρ’ όλα αυτά ο Σαλβίνι απέδωσε το τέλος της κυβέρνησης σε «τρέλες» του Κινήματος 5 Αστέρων και του Δημοκρατικού Κόμματος (εν τω μεταξύ, το τελευταίο υποστήριξε τον Ντράγκι μέχρις εσχάτων). Το Φόρτσα Ιτάλια, το άλλοτε κραταιό συντηρητικό κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έχασε τα τελευταία 24ωρα κορυφαία στελέχη, που αντέδρασαν στην απόφαση του Μπερλουσκόνι να βάλει και αυτός το χέρι του στην κατάρρευση της κυβέρνησης. Ο Μπερλουσκόνι μετέθεσε την ευθύνη στον ίδιο τον Ντράγκι. «Δεν θέλαμε να τον ρίξουμε, αλλά δεν δέχθηκε να σχηματίσει δεύτερη κυβέρνηση (χωρίς το Κίνημα 5 Αστέρων). Πιθανώς είχε κουραστεί και βρήκε την ευκαιρία να φύγει. Σε κάθε περίπτωση, ήταν δική του απόφαση και εμείς τώρα εργαζόμαστε για μία νέα κεντροδεξιά κυβέρνηση», είπε ο Μπερλουσκόνι στην εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα».

Ίσως σας ενδιαφέρουν