Γ. Στουρνάρας: Επανεξέταση φοροαπαλλαγών και αλλαγή κριτηρίων για τα επιδόματα

Ισχυρότερα κίνητρα για ηλεκτρονικές συναλλαγές-Μείωση ασφαλιστικών εισφορών

Αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς για το χτύπημα της φοροδιαφυγής με άξονες την επαναξιολόγηση του πλέγματος των φοροαπαλλαγών, την διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την ενίσχυση των κινήτρων προς τους πολίτες για συναλλαγές με ηλεκτρικό χρήμα συστήνει στη κυβέρνηση ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας.

Παράλληλα θέτει θέμα νέου μοντέλου για τη χορήγηση των κοινωνικών επιδομάτων με καθιέρωση κριτηρίων πέραν των φορολογικών δηλώσεων ενώ τάσσεται υπέρ της ελάφρυνσης του μη μισθολογικού κόστους στις επιχειρήσεις.

Αναλυτικότερα ο κ. Στουρνάρας προτείνει τις ακόλουθες παρεμβάσεις:

PGRpdiBzdHlsZT0iIiBjbGFzcz0ibW9iaWxlX2Jhbm5lciBiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCgkJCTxkaXYgaWQ9J3ZyYWRpbmlfUFInIGNsYXNzPSJiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCiAgPHNjcmlwdD4NCiAgICBnb29nbGV0YWcuY21kLnB1c2goZnVuY3Rpb24oKSB7IGdvb2dsZXRhZy5kaXNwbGF5KCd2cmFkaW5pX1BSJyk7IH0pOw0KICA8L3NjcmlwdD4NCjwvZGl2PgkJCTwvZGl2Pg==

– Διεύρυνση της φορολογικής βάσης με επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών με δεδομένο ότι τόσο το πλήθος όσο και το κόστος αυτών έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τον προϋπολογισμό το ποσό των φορο-απαλλαγών έχει ανέβει στα 15,5 δισ. ευρώ το 2023 από 12,88 δισ. ευρώ το 2022 και ο αριθμός τους σε 1.064 από 1.047. Μία νέα αξιολόγηση με αύξηση των ελέγχων ως προς τη χρήση των ειδικών εκπτώσεων θα ενίσχυε τη φορολογική δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων. Με αυτό τον τρόπο η φορολογική πολιτική μπορεί να έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό, κατανέμοντας παράλληλα το φορολογικό βάρος πιο δίκαια και αναλογικά.

-Αύξηση της δέσμης των κινήτρων για την ενθάρρυνση της χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής καθώς τα εν εξελίξει μέτρα ενίσχυσης του τεχνολογικού οπλοστασίου των φορολογικών αρχών συμβάλλουν στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και ως εκ τούτου βελτιώνουν τη δυνατότητα στόχευσης των παροχών.

– Καλύτερη στόχευση των κοινωνικών δαπανών καθώς σε οικονομίες, όπως η ελληνική, στις οποίες υπάρχει εκτεταμένη απόκρυψη των εισοδημάτων, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλα κριτήρια πέραν των φορολογικών δηλώσεων. Η συνήθης πρακτική χορήγησης επιδομάτων με βάση μόνο τα δηλωθέντα εισοδήματα σε μια οικονομία με αυξημένη φοροδιαφυγή οδηγεί σε ανορθολογική και άδικη χρησιμοποίηση των δημόσιων πόρων. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι χαμηλός, το οποίο υποδηλώνει ότι οι δαπάνες αυτές διαχέονται σε ευρύτερα εισοδηματικά στρώματα και δεν καταλήγουν στοχευμένα στα κατώτερα κλιμάκια της εισοδηματικής κατανομής.

– Μείωση ή επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας μετά την αύξηση του μισθολογικού κόστους.

– Περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος με στόχο την ενίσχυση των επενδύσεων και την παραγωγικότητα της εργασίας. Δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, την ταχεία ολοκλήρωση του κτηματολογίου, αλλά και τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος που θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού. Παράλληλα, απαιτούνται η άρση των κανονιστικών περιορισμών στην πρόσβαση και

την άσκηση ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών, οι οποίοι παραμένουν μεγαλύτεροι από ό,τι κατά μέσο όρο στην ΕΕ, η αύξηση των επιχειρηματικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και η ενίσχυση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας. Η διεύρυνση των επενδύσεων θα πρέπει να στηριχθεί και στην άνοδο της εγχώριας αποταμίευσης, χωρίς τη συμβολή της οποίας υπάρχει ανισορροπία μεταξύ εθνικών αποταμιεύσεων και επενδύσεων, η οποία επηρεάζει αρνητικά το ισοζύγιο πληρωμών.

Στο μέτωπο των εισοδημάτων ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας επισημαίνει ότι οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας, ώστε να μην επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι αποφάσεις για μισθολογικές αυξήσεις πρέπει να σταθμίζουν τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας. Με αυτό τον τρόπο δεν θα αποτελέσουν παράγοντα ενίσχυσης των επίμονων πληθωριστικών πιέσεων που θα επιδείνωναν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά θα μείωναν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2024 προβλέπεται αύξηση των αμοιβών ανά μισθωτό κατά 5,4% από 5,5% το 2023. Η άνοδος των αποδοχών το 2024 θα επηρεαστεί τόσο από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων όσο και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Επιπλέον επισπεύσθηκε νομοθετικά η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, προκειμένου να χορηγηθεί νέα αύξηση από 1ης Απριλίου 2024, η οποία θα είναι 6,4%.

Ίσως σας ενδιαφέρουν