Ο ανταγωνισμός μείωσε τις τιμές του ρεύματος

Κερδισμένοι στην περίπτωση των αυξήσεων είναι αυτοί οι καταναλωτές που κλείδωσαν ένα εξάμηνης διάρκειας σταθερό τιμολόγιο

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

Η πτώση μέχρι πριν από λίγο καιρό στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου και της χονδρεμπορικής και ο εγχώριος ανταγωνισμός στο Πράσινο τιμολόγιο αποκλιμάκωσαν από τις αρχές του χρόνου τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς η κιλοβατώρα είναι κατά 30% φθηνότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Ωστόσο, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, αλλά και τον ενεργειακό επιθεωρητή και αναλυτή Μιχάλη Χριστοδουλίδη που μιλά στη «ΒτΚ», έρχονται σύντομα αυξήσεις. Είναι γεγονός ότι αν και διανύσαμε έναν ήπιο χειμώνα με τιμές χρέωσης της λιανικής του ρεύματος να έχουν φθάσει σχεδόν σε επίπεδα προ ενεργειακής κρίσης, αυτό μάλλον δεν φαίνεται να συνεχίζεται και το επόμενο διάστημα, αν και οι δεξαμενές καυσίμων επί ευρωπαϊκού εδάφους αυτό το χειμώνα κρατήθηκαν σε υψηλά επίπεδα πληρότητας, λόγω των ήπιων καιρικών συνθηκών, πράγμα που σήμαινε ότι η ζήτηση σε Ενέργεια ήταν χαμηλότερη από την προσφορά. «Πράγματι, είχαμε πάνω από τρία έτη να δούμε τιμές εκκαθάρισης της χονδρικής αγοράς του ρεύματος κάτω από τα 73 ευρώ και τιμές θερμικής μεγαβατώρας του φυσικού αερίου στον κόμβο της Ολλανδίας (δείκτης TTF) κάτω από τα 30 ευρώ», εξηγεί ο κ. Χριστουλίδης, μηχανολόγος – μηχανικός στο ΑΠΘ.

Επίσης, η διεθνής τιμή του πετρελαίου Brent κινείται πάνω από 86 δολάρια το βαρέλι, μία μεσοσταθμική αύξηση της τάξης του 6% σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες. Το γεγονός αυτό επεσήμανε και ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Νοτιοανατολικής Ευρώπης Κώστας Σταμπολής, μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή, όπου τόνισε ότι οι διεθνείς τιμές αργού βρίσκονται σε έντονα ανοδική πορεία τις τελευταίες 10 ημέρες, ύστερα από σχετική στασιμότητα από τις αρχές του έτους με αυξομειώσεις στην ζώνη των 75-80 δολαρίων το βαρέλι. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για 90 δολάρια το βαρέλι έως το καλοκαίρι, ενώ, όπως σημείωσε, κανονικά οι τιμές του αργού εδώ και μήνες έπρεπε να κινούνται πάνω από 100 δολάρια το βαρέλι, λόγω των δύο πολέμων σε Ουκρανία και Γάζα και την αυξανόμενη αναταραχή στο Κέρας της Αφρικής και στην Υεμένη – Ερυθρά Θάλασσα με τις συστηματικές επιθέσεις των Χούθι σε δεξαμενόπλοια και εμπορικά πλοία Δυτικών χωρών και όχι μόνο.

PGRpdiBzdHlsZT0iIiBjbGFzcz0ibW9iaWxlX2Jhbm5lciBiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCgkJCTxkaXYgaWQ9J3ZyYWRpbmlfUFInIGNsYXNzPSJiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCiAgPHNjcmlwdD4NCiAgICBnb29nbGV0YWcuY21kLnB1c2goZnVuY3Rpb24oKSB7IGdvb2dsZXRhZy5kaXNwbGF5KCd2cmFkaW5pX1BSJyk7IH0pOw0KICA8L3NjcmlwdD4NCjwvZGl2PgkJCTwvZGl2Pg==

«Αυτό δεν συμβαίνει, για τον απλούστατο λόγο ότι υπάρχει υπερπροσφορά από χώρες εκτός OPEC, η Ρωσία, παρά τις αυστηρές κυρώσεις, έχει κατορθώσει να κρατήσει την παραγωγή της σε σχεδόν σταθερά επίπεδα (στα 10,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα), ενώ η Ε.Ε. συνεχίζει να προμηθεύεται ρωσικό LNG, αλλά σε υπερδιπλάσιες τιμές σε σχέση με το αεριοποιημένο φυσικό αέριο που λάμβανε μέσω των αγωγών πριν από τη ρωσική εισβολή», δηλώνει ο κ. Χριστοδουλίδης.

Τα ίδια και χειρότερα βλέπουμε να συμβαίνουν και στις τιμές της αμόλυβδης. Μάλιστα, είδαμε σε πολλές περιοχές της χώρας να ξεπερνά τα 2,00 ευρώ το λίτρο, τιμές που τις συναντήσαμε κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης. «Η εκτίμησή μου» –τονίζει ο ενεργειακός επιθεωρητής– «είναι ότι για τους επόμενους μήνες, οι χρεώσεις της λιανικής τιμής της κιλοβατώρας των χρωματιστών τιμολογίων δεν θα συνεχίσουν την πτωτική πορεία που είδαμε το πρώτο σχεδόν τρίμηνο του 2024, αλλά στην καλύτερη περίπτωση αν δεν σταθεροποιηθούν μεσοσταθμικά λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τα 11 λεπτά, μάλλον θα τις δούμε σε ανοδική πορεία, πιθανόν και στα επίπεδα του Δεκεμβρίου 2023, δηλαδή την περίοδο λίγο πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα πολύχρωμα τιμολόγια».

Κερδισμένοι σε αυτήν την περίπτωση είναι αυτοί οι καταναλωτές που κλείδωσαν ένα εξάμηνης διάρκειας σταθερό τιμολόγιο με χρέωση κάτω από τα 10 λεπτά την κιλοβατώρα. Για το τι θα συμβεί από το φθινόπωρο και μετά, είναι δύσκολο να κάνει κάποιος μία ασφαλή ενεργειακή πρόβλεψη. Ωστόσο, αν δεν συμβεί ένας νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή με κανονική εμπλοκή και του Ιράν, ως μία μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα, και ταυτόχρονα εάν δεν συμβεί μία περαιτέρω γενικευμένη κλιμάκωση του πολεμικού μετώπου στην Ουκρανία, αλλά συνεχίσει να επικρατούν γεωπολιτικές αναταραχές, σε ένταση και έκταση όπως συμβαίνει σήμερα, απλά η σχετική άνοδος των τιμών Ενέργειας θα είναι ελεγχόμενη.

Μία νέα ενεργειακή κρίση, όπως αυτή που ζήσαμε το 2021 και το 2022, μάλλον δεν θα την ξαναζήσουμε στον ίδιο βαθμό, αφού η Ευρώπη τότε φάνηκε απροετοίμαστη, σε αντίθεση με το σήμερα, που είναι σαφώς καλύτερα προετοιμασμένη από πλευράς ενεργειακών υποδομών και δικτύων, όπως για παράδειγμα, κατασκευάστηκαν νέοι σταθμοί LNG, ξεκίνησε η επαναλειτουργία πολλών κλειστών πυρηνικών σταθμών, τέθηκαν σε λειτουργία νέες εκσυγχρονισμένες λιγνιτικές μονάδες, υλοποιήθηκε μία σημαντική διείσδυση ΑΠΕ σε όλα τα κράτη της Ε.Ε., και, τέλος, συνάφθηκαν νέες προθεσμιακές ενεργειακές συμφωνίες-μαμούθ με τρίτες χώρες. Όλα αυτά καθιστούν την Ευρώπη πιο θωρακισμένη σε τυχόν ενεργειακές αναταράξεις και κραδασμούς.

Επιπλέον, μία σημαντική παράμετρος που δεν έχει ληφθεί υπ’ όψιν για την περαιτέρω διαμόρφωση των λογαριασμών του ρεύματος, πέρα από το ανταγωνιστικό σκέλος του κόστους της κατανάλωσης της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι η μεγάλη «τρύπα» που έχει δημιουργηθεί από τη μη καταβολή των τελών ΕΤΜΕΑΡ, ΥΚΟ χρήσης Δικτύων κ.λπ., δηλαδή των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, χρήματα τα οποία αποδόθηκαν από τους πάροχους στους αντίστοιχους Διαχειριστές, χωρίς όμως αυτά να έχουν πληρωθεί από τους πελάτες-καταναλωτές τους. Οι πάροχοι ζητούν από την «τρύπα» αυτή, των 700 εκατ. ευρώ περίπου, να καλυφθεί ένα μέρος από τον προϋπολογισμό και ένα άλλο μέρος από τους καταναλωτές, με αύξηση των ήδη αυξημένων τελών. Επίσης, μέσα σε αυτή την «τρύπα» προστίθεται και ένα μεγάλο «φέσι» της τάξεως των 400 εκατ. ευρώ από τη ρευματοκλοπή, όπου οι πάροχοι δεν έχουν καμία διάθεση να απορροφήσουν και αυτή την «τρύπα».

Τελικά, η ΡΑΕ σε συνεργασία με το ΥΠΕΝ ψάχνει τη λιγότερο επώδυνη λύση, αλλά, όπως κάθε φορά, τη «νύφη» την πληρώνει ο καταναλωτής. Σύμφωνα με τον κ. Χριστοδουλίδη, εάν η κυβέρνηση δεν ρυθμίσει τα ενεργειακά ζητήματα ή δεν θεσμοθετήσει διάφορα εργαλεία ρύθμισης των χρεών, αναγκαστικά οι «τρύπες» αυτές θα κλείσουν με αύξηση των τελών στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις από τα γνωστά υποζύγια, τους ενήμερους καταναλωτές.

Το ενεργειακό πολυνομοσχέδιο

Τις επόμενες ημέρες έρχεται το πολυνομοσχέδιο του ΥΠΕΝ που θα αντιμετωπίσει πολλές ενεργειακές στρεβλώσεις, όπως το θέμα της παραμονής ενός υπερήμερου καταναλωτή στην καθολική υπηρεσία, τον ενεργειακό Τουρισμό και την αυστηροποίηση των ποινών που επιβάλλονται στις περιπτώσεις διαπιστωμένων ρευματοκλοπών. Οι παρεμβάσεις του ΥΠΕΝ θα αφορούν κυρίως το συνδυασμό των ποινών που επιβάλλονται, και προβλέπουν προσωρινή αναστολή λειτουργίας για επιχειρήσεις που διαπράττουν ρευματοκλοπή, φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια, αλλά και αφαίρεση της άδειας τους ηλεκτρολόγου που εμπλέκεται. Σε ό,τι αφορά τις ρευματοκλοπές, το κόστος τους ετησίως υπολογίζεται από το υπουργείο Ενέργειας σε 400 εκατ. ευρώ. Εκτιμάται πως οι καταναλωτές επιβαρύνονται με επιπλέον κόστος 4%. Να σημειωθεί πως σε επιστολή του προς το υπουργείο Ενέργειας ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας ανέφερε πως «η συνέχιση της υποχρέωσης απόδοσης ανείσπρακτων ποσών ρυθμιζόμενων χρεώσεων από τους Προμηθευτές προς τους Διαχειριστές, ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, θα προκαλέσει δυσμενέστατες επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της ελληνικής αγοράς ενέργειας».

Οι ζημιές των παρόχων

Οι πάροχοι συνεχίζουν να πληρώνουν ζημιές πέρα από τις ρευματοκλοπές, και τις τεχνικές απώλειες της ηλεκτρικής ενέργειας εξαιτίας κυρίως των πεπαλαιωμένων και ασυντήρητων δικτύων της χαμηλής τάσης, ποσοστό που μαζί με τις ρευματοκλοπές αγγίζει το 17,5%. Οι αποδεκτές απώλειες είναι προσδιορισμένες από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας σε ποσοστό 13,5%, και σε αυτές περιλαμβάνονται τόσο οι φυσιολογικές απώλειες του δικτύου χαμηλής τάσης όσο και οι ρευματοκλοπές. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι οι φυσιολογικές απώλειες του δικτύου υπολογίζονται σε 7-8% και το υπόλοιπο ποσοστό αφορά τις ρευματοκλοπές.

Έτσι, οι προμηθευτές αγοράζουν Ενέργεια από το σύστημα για να καλύψουν τόσο τις ανάγκες των πελατών τους όσο και τις απώλειες, όπως αυτές έχουν προσδιοριστεί από τη ΡΑΑΕΥ, και κοστολογούν του τελικούς πελάτες τους, δηλαδή διαμορφώνουν τιμολόγια, έχοντας συνυπολογίσει και τις απώλειες. Όμως, ο ΔΕΔΔΗΕ που κάνει πραγματικές μετρήσεις ανά τετράμηνο και έχει την υποχρέωση σε τακτά χρονικά διαστήματα να υπολογίζει την πραγματική κατανάλωση και τις πραγματικές απώλειες, δεν έχει ολοκληρώσει τις εκκαθαρίσεις με βάση τα δεδομένα του συστήματος.

Ίσως σας ενδιαφέρουν