Δελαπόρτας: Η σκηνή και η επαφή με την ανάσα του κοινού δεν αντικαθίσταται με καμία άλλη τέχνη

«Είμαι αντίθετος με το live streaming, γιατί, πολύ απλά, το Θέατρο είναι μια ζωντανή τέχνη, που δεν μπορεί να εγκλωβιστεί και ν’ αναπνεύσει μέσα στο καντράν μίας οθόνης, ενός κινητού ή ενός υπολογιστή».

Ο Μάκης Δελαπόρτας, ο «αιώνιος γαλανομάτης έφηβος», γεννήθηκε στον Πειραιά. Ηθοποιός και ταυτόχρονα δισκογραφικός παραγωγός, ασχολήθηκε με τον ελληνικό κινηματογράφο, αφού τον λάτρευε από παιδί.

Σκαρφάλωνε στη μάντρα του σινεμά που ήταν κοντά στο σπίτι του, για να βλέπει τις ταινίες, και μία φορά κόντεψε να τσακιστεί.

Τότε, ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου παρακάλεσε τη μητέρα του να τον αφήνει να μπαίνει μέσα για να μη χτυπήσει άσχημα κάποια φορά.

Ο πατέρας του αντέδρασε στο να γίνει ηθοποιός και ήταν η Βουγιουκλάκη που τον ξεχώρισε στα 17 του για μία παράστασή της και τον έπεισε να αλλάξει γνώμη. Διαθέτει μία σπάνια συλλογή από βινύλια.

Εκτιμά την ειλικρίνεια, απεχθάνεται την αγνωμοσύνη και φοβάται τη μοναξιά. Η Αλίκη για εκείνον ήταν ο «ήλιος» που έδυσε νωρίς και… άδικα.

Κύριε Δελαπόρτα, τελικά υπάρχει ηθοποιός που να μην έχετε γνωρίσει;

«Φυσικά, ιδίως από τον κινηματογράφο του ‘60, που μεγάλωσα με αυτόν. Ωστόσο, αυτό δεν με εμπόδισε να γράψω τη βιογραφία τους. Ηθοποιούς όπως τη Βασιλειάδου, τον Κωνσταντάρα, τον Παπαγιαννόπουλο, τη Λαμπέτη και τον Χορν, τους έμαθα μέσα από την έρευνα που έκανα καταγράφοντας τη ζωή τους».

Πώς καταφέρνετε να σας εμπιστεύονται για την βιογραφία τους;

«Η αγάπη, ο σεβασμός και η τελειομανία, που με διακρίνουν, τους κέρδισαν. Μιλάμε για πολύ απαιτητικούς και δύσκολους ανθρώπους, που σίγουρα δεν θα έδιναν τη συγκατάθεσή τους αν δεν ήταν σίγουροι για το άρτιο αποτέλεσμα».

Η αγάπη σας για τον κινηματογράφο και τα τραγούδια πότε ξεκίνησε;

«Από την παιδική μου ηλικία, αφού μεγάλωσα δίπλα σ’ ένα θερινό σινεμά. Από τότε αποφάσισα με τι ήθελα ν’ ασχοληθώ στη ζωή μου και ποιο δρόμο θ’ ακολουθήσω. Αγάπησα πολύ τον κινηματογράφο εκείνης της εποχής και τους ανθρώπους του. Μυθικές φιγούρες που με στιγμάτισαν για πάντα. Από τις ταινίες όμως, αυτό που με εντυπωσίαζε ήταν οι μουσικές και τα τραγούδια τους. Έτσι, αυτή η αγάπη έγινε πάθος και σκοπός ζωής, να εκδώσω τα κινηματογραφικά τραγούδια σε δίσκους. Από το 1989 και μέχρι σήμερα, έχω επιμεληθεί 300 δίσκους και cd, με τραγούδια του ελληνικού σινεμά. Ευτυχώς, μέσα από αυτές τις παραγωγές σώθηκε ένα υλικό που θεωρείται, πλέον, σήμερα πολιτιστική παρακαταθήκη».

Από ηθοποιός πώς γίνατε συγγραφέας και σκηνοθέτης τόσων σπουδαίων παραστάσεων; Όλες sold out και οι θεατές τραγουδούσαν και χόρευαν όρθιοι;

«Όσα κι αν έκανα στην 40χρονη πορεία μου, όσο κι αν πέτυχα ως βιογράφος και δισκογραφικός παραγωγός, πάνω απ’ όλα αισθάνομαι ηθοποιός. Το σανίδι και το καμαρίνι είναι οι μεγάλες μου αγάπες. Εκεί ανασαίνω, υπάρχω, ολοκληρώνομαι. Το γράψιμο είναι μία γλυκιά ψυχοθεραπεία, που απαιτεί βαθιά μοναχικότητα και ατέλειωτες ώρες αυτοσυγκέντρωσης. Τα ταξίδια που έχω κάνει γράφοντας μέχρι σήμερα 50 βιβλία, ήταν ταξίδια στο όνειρο, με συνοδοιπόρους μυθικά πρόσωπα και συναρπαστικές καταστάσεις, αλλά η σκηνή και η επαφή με την ανάσα του κοινού είναι κάτι που δεν αντικαθίσταται με καμία άλλη τέχνη».

Από όλους τους σταρ ποιος σας εντυπωσίασε και ποιος ήταν ο πιο ευαίσθητος;

«Όλους τούς λάτρεψα και όλους τούς θαύμασα. Ωστόσο, μ’ εκείνη που δέθηκα περισσότερο και έζησα κοντά της ήταν η Ρένα Βλαχοπούλου. Ήταν η δεύτερη μάνα μου και εγώ για κείνη ο γιος που δεν απέκτησε ποτέ. Η Ρένα είχε πράγματι αρκετές ευαίσθητες πλευρές».

Θα μας αποκαλύψετε κάποιο μυστικό ενός από τους καλλιτέχνες που ήρθατε πιο κοντά;

«Υπάρχουν πολλά που τα έχω αναφέρει στις βιογραφίες, αλλά και κάποια που έχω ορκιστεί πως θα τα πάρω μαζί μου. Δεν λειτούργησα ποτέ ως σκανδαλοθηρικός συγγραφέας, και αυτό είναι που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από όλους».

Κάτι αστείο που σας συνέβη;

«Με σταματούν στο δρόμο απλοί άνθρωποι και μου προτείνουν να γράψω τη βιογραφία τους. Τους απαντώ ευγενικά πως φυσικά κάθε ιστορία ζωής έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά ακόμα δεν έχω κλείσει τον κύκλο εκείνων που θα ήθελα να βιογραφήσω».

Αντιμετωπίσατε δυσκολίες; Και με τι μότο τις ξεπερνάτε;

«Φυσικά, αλλά ήθελα τόσο πολύ να κάνω πραγματικότητα τα όνειρά μου που δεν ξέφυγα ποτέ του στόχου μου. Ήμουν προσηλωμένος ψυχή τε και σώματι στο όραμά μου, και τελικά απεδείχθη πως το βασικό μου μότο ήταν “η πίστη στον ίδιο μου τον εαυτό”».

Το υπέροχο διαμέρισμά σας αληθεύει ότι το διακόσμησε η Αλίκη Βουγιουκλάκη;

«Ναι, τότε που το αγόρασα, έκανα πολύ στενή παρέα με την Αλίκη και μ’ επηρέασε στη διακόσμησή του. Έως σήμερα, έχω και δικά της έπιπλα από το λαμπερό διαμέρισμα της οδού Στησιχόρου».

Ήταν προγραμματισμένο φέτος, να ανέβει στο Θέατρο Βέμπο «Η Κυρία Επιθεώρηση» που αναβλήθηκε λόγω κορωνοϊού. Τι θα γίνει με αυτό; Οι σκέψεις σας για την κατάσταση και τα μέτρα για την Τέχνη;

«Θα έπρεπε να ενδιαφερθούν περισσότερο για τον Πολιτισμό και τους ανθρώπους του, γιατί είμαστε ο πιο πληττόμενος κλάδος. Ένα χρόνο χωρίς δουλειά, και μάλλον δεν τελειώνουμε εδώ. Όσο για την «Κυρία Επιθεώρηση», σκέφτομαι πως πρέπει να ανέβει έτσι όπως της αξίζει. Λαμπερά και μεγαλόπρεπα. Όταν θα υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες, θα ανέβει στο Θέατρο Βέμπο, πιθανότατα τον Οκτώβριο του ΄21».

Τι πιστεύετε για τη συμπεριφορά συναδέλφων που ταλανίζει την κοινή γνώμη σήμερα;

«Τα συναισθήματά μου είναι ανάμικτα. Από τη μία στεναχωριέμαι, και από την άλλη πιστεύω πως το Θέατρο μετά από αυτή την καταιγίδα θα βγει εξαγνισμένο. Τέρμα οι νοσηρές καταστάσεις και οι εξοργιστικές καταχρήσεις εξουσίας. Ως άνθρωποι του Πνεύματος και της Τέχνης ποιούμε ήθος. Αλίμονο αν πρώτα εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε εξευγενίσει τις ψυχές μας. Πώς θα εξευγενίσουμε τις ψυχές των ανθρώπων που μας ακολουθούν πιστά, μας θαυμάζουν και μας χειροκροτούν! Προσωπικά το μότο της ζωής μου αλλά και της τέχνης μου είναι: ήθος, αγάπη και σεβασμός για τον συνάνθρωπο αλλά και για τον συνάδελφο»!

Από την έντυπη έκδοση της «Βραδυνής της Κυριακής»

Ίσως σας ενδιαφέρουν