Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος στη «ΒτΚ»: «Ο Πολιτισμός δεν είναι πολυτέλεια»

Δείτε επίσης

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

Κύριε Γιαννακόπουλε, δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείστε με «Το αμάρτημα της μητρός μου», του Γεωργίου Βιζυηνού. Τι σας προσέλκυσε σε αυτό;

«Η σπουδαιότητα του κειμένου. Διότι παρόλο που έχουν περάσει 10 χρόνια από εκείνο το ανέβασμα, ποτέ δεν έφυγε από το νου μου. Είναι μεγάλη εμπειρία να έρχεσαι σε επαφή με τον Βιζυηνό. Μέσα σε αυτά τα χρόνια ωρίμασε μέσα μου, ή για να το πούμε πιο σωστά, εγώ ωριμάζοντας διαπίστωνα ολοένα και περισσότερες αρετές του κειμένου. Έλεγα: αν το έκανες τώρα, θα το έκανες αλλιώς…».

Σκηνοθετείτε και ερμηνεύετε. Πώς προσεγγίσατε σκηνοθετικά το κείμενο; Θα δούμε ένα κλασικό ανέβασμα;

PGRpdiBzdHlsZT0iIiBjbGFzcz0ibW9iaWxlX2Jhbm5lciBiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCgkJCTxkaXYgaWQ9J3ZyYWRpbmlfUFInIGNsYXNzPSJiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCiAgPHNjcmlwdD4NCiAgICBnb29nbGV0YWcuY21kLnB1c2goZnVuY3Rpb24oKSB7IGdvb2dsZXRhZy5kaXNwbGF5KCd2cmFkaW5pX1BSJyk7IH0pOw0KICA8L3NjcmlwdD4NCjwvZGl2PgkJCTwvZGl2Pg==

«Είναι αλήθεια ότι αυτή τη φορά έβαλα ακόμα πιο δύσκολα στον εαυτό μου. Καταρχάς, η τόλμη της σκηνοθεσίας ενός εμβληματικού λογοτεχνικού κειμένου, του πρώτου διηγήματος της εποχής, με ψυχογραφικό χαρακτήρα. Πιστέψτε με, δεν θα το έκανα ποτέ, εάν δεν ήξερα  τόσο καλά το κείμενο. Η προ δεκαετίας εμπειρία μου, η διδασκαλία, τότε, του σπουδαίου και αγαπημένου Δήμου Αβδελιώδη και η πλατιά πρόσληψη που διαπίστωσα ότι είχε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, μέτρησε πολύ στην απόφασή μου. Μα, πιο πολύ, και αυτό προσπάθησα να αποτυπωθεί στην σκηνοθεσία, μέτρησε το ίδιο το γεγονός της επιστροφής του συγγραφέα σε κάτι τόσο τραυματικό, προερχόμενο, μάλιστα, από την παιδική του ηλικία. Με απασχόλησε ως μηχανισμός. Γιατί, όσο και αν είναι κανείς καλλιεργημένος, το τραύμα της παιδικής ηλικίας δεν επουλώνεται εύκολα και ποτέ εντελώς. Πώς το κάνει λοιπόν; Ως ποιο σημείο, άραγε, μπορεί να το κάνει; Και με τέτοιο αριστουργηματικό τρόπο! Μελέτησα αρκετά πάνω σ’ αυτό. Αλλά και εμένα τον ίδιο για τη δική μου επιστροφή σε ένα σημαντικό κείμενο της ζωής μου. Κοντολογίς, οι «ανοιχτοί λογαριασμοί» είναι αυτοί που δημιουργούν τις επιστροφές. Κλασικό ανέβασμα, όχι, δεν θα δείτε, σίγουρα! Κλασικό κείμενο, ναι. Η προσέγγισή μου έχει μέσα της έναν αυτοψυχαναλυόμενο Βιζυηνό, αφού μέσα απ’ την προσπάθεια ψυχογράφησης της μητέρας του, και της τραυματικής του παιδικής ηλικίας, μπαίνει αναπόφευκτα σ’ έναν περιβάλλον προσωπικής αναδρομής μέσα από τη μνήμη και τη φαντασία του. Ένα περιβάλλον επισφαλές και επικίνδυνο ενίοτε, αλλά τόσο λυτρωτικό, όταν η αναδρομή αυτή τελειώσει. Μέχρι την επόμενη… Γιατί στη δική μου προσέγγιση ο αφηγητής επιστρέφει στον τόπο του τραύματος, όποτε εκείνος το έχει ανάγκη. Και γιατί όταν επιστρέφεις, ειδικά σε τραύμα, δεν είσαι ποτέ σίγουρος έως πού μπορείς να προχωρήσεις ανεπηρέαστος».

Ο Βιζυηνός συγχωρεί τη μητέρα του… Είναι εύκολη η συγχώρεση;

«Τίποτα δεν είναι εύκολο. Όμως, για να προχωρήσουμε μπροστά σε αυτή τη ζωή, και ως οντότητες, πρέπει να κάνουμε την υπέρβαση. Να παραχωρήσουμε όλο και περισσότερο χώρο φόβου, στην αγάπη. Γι’ αυτό πρέπει να συγχωρέσουμε εαυτούς και αλλήλους. Να τολμήσουμε να ακούσουμε, από το να επιβάλουμε. Να συναισθανθούμε, από το να κρίνουμε. Αυτός είναι ο στόχος μου πλέον. Παλιά δεν τα κατάφερνα. Τώρα όμως, γνωρίζω πως το αντίθετο δεν έχει κανένα νόημα. Δεν έχει ζωή».

Πόσο συγκινεί η παράσταση τους θεατές; Είναι διαχρονικό ένα έργο που γράφτηκε το 1883; Τι σας λένε;

«Όσο διαχρονικός είναι ο Σοφοκλής, είναι και ο Βιζυηνός. Όσο υπάρχουν ανθρώπινοι πόνοι και υπαρξιακές αγωνίες δεν θα παλιώσουν ποτέ αυτά τα κείμενα. Όταν βλέπω τα μάτια των θεατών, όταν ακούω τις σιωπές τους, το καταλαβαίνω. Ειδικά αυτές. Και αν τύχει να σου δώσουν το χέρι μετά την παράσταση. Ένα “ευχαριστώ” λένε, απ’ τα κατάβαθα. Κι εγώ το λέω στον Βιζυηνό. Να, αυτή είναι η σειρά. Αυτή είναι η επικοινωνία».

Πώς βρεθήκατε στο θεατρικό σανίδι, αφού εργαζόσασταν ως λογιστής;

«Τυχαία εντελώς! Στη Σχολή όπου εργαζόμουν, συμμετείχα (ύστερα από πίεση κιόλας) σε ερασιτεχνικές παραστάσεις. Φαίνεται ότι κάποιοι διέκριναν κάποιο ταλέντο πάνω μου, και άρχισαν να με πιέζουν να δώσω σε Δραματική Σχολή. Δεν ενέδωσα. Την επόμενη χρονιά, τα ίδια. Και σκέφτηκα: “ή αυτοί είναι ομαδικώς βλαμμένοι ή εγώ κάτι δεν έχω καταλάβει”. Και από ό,τι φαίνεται, ύστερα από 26 χρόνια σ’ αυτήν τη δουλειά, μάλλον το δεύτερο ήταν».

Το μέλλον του Θεάτρου στη χώρα μας πώς το βλέπετε;

«Εδώ δεν ξέρω αν γελάνε ή αν κλαίνε. Οι Έλληνες ηθοποιοί είναι πολύ καλοί, παρόλο που σε σύγκριση με τους αντίστοιχους του εξωτερικού θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ανεκπαίδευτοι. Η Πολιτεία, ή αλλιώς η Εξουσία, κατά καιρούς έχει φροντίσει να μας έχει του χεριού της, για παν  ενδεχόμενο. Επικίνδυνη ομάδα, βλέπεις. Σε αυτό, βέβαια, έχουμε και εμείς τις ευθύνες μας που πέφτουμε στην παγίδα».

Οι εργασιακές συνθήκες ευνοούν τους καλλιτέχνες γενικότερα; Και τι θα θέλατε να κάνει η Πολιτεία επιπλέον για το χώρο της Τέχνης;

«Να πάψει να μας θεωρεί, καταρχάς, απόφοιτους Λυκείου. Είναι περισσότερο ντροπιαστικό για κείνους, παρά για εμάς, αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Η υπόλοιπη κοινωνία σύσσωμη διαφωνεί μαζί τους. Αλλά θέλει θάρρος για να αποδεχθείς αυτό που η κοινωνία σού φωνάζει. Κατά δεύτερον, να αποφασίσει πως ο Πολιτισμός δεν είναι πολυτέλεια, αλλά δείγμα προόδου, πνευματικής δύναμης και ουσιαστικής καλλιέργειας. Ύψιστο αγαθό για τους πολίτες. Επομένως, το αγαθό αυτό, πρέπει να το προστατεύει και να το ενισχύει οικονομικά, και όχι να το υπονομεύει ή να το καταδικάζει σε οικονομικό μαρασμό, και πολύ περισσότερο να το εισάγει σε μία σφαίρα εμπορευματοποίησης χειρότερης μορφής, από την ήδη υπάρχουσα κατάσταση με τις εποπτευόμενες από το υπουργείο ιδιωτικές Δραματικές Σχολές. Λύσεις και μαγικά ραβδιά δεν υπάρχουν, μόνο πολιτική βούληση».

Τον ελεύθερο χρόνο σας με τι ασχολείστε;

«Ωραία ερώτηση, γιατί η εποχή θέλει τους περισσότερους από μας χωρίς ελεύθερο χρόνο. Εγώ όμως, που έχω μεγαλώσει λιγάκι, διεκδικώ αυτό το χρόνο με μανία και τον περνώ με την οικογένειά μου, τις δραστηριότητες του γιου μου, με μουσική, με αθλητισμό ενίοτε, με φίλους και με ό,τι άλλο με κάνει χαρούμενο και δημιουργικό».

Βιογραφικό

Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1970, αποφοίτησε από την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Ωδείου Αθηνών και από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, το ελεύθερο, με το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, έχει παίξει σε σίριαλ και ταινίες. Εκτιμά το καθαρό βλέμμα των ανθρώπων, αποστρέφεται το δήθεν, και οτιδήποτε εναντίον του ανθρώπου με σκοπό το κέρδος. Φοβάται μήπως εν αγνοία του πληγώσει κάποιον και μήπως δεν είναι κει όταν κάποιος τον χρειαστεί. Τα μότο του για τα δύσκολα είναι: «Υπομονή! Κι αυτό θα περάσει!», «Ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό!», και «Μετά την μπόρα έρχεται η λιακάδα».

Ίσως σας ενδιαφέρουν