Ζοζέ Σαραμάγκου: «Δεν είμαι εγώ απαισιόδοξος. Είναι ο κόσμος απαίσιος» – Ο ιδεαλιστής νομπελίστας συγγραφέας που έγινε viral!

Σαν σήμερα, στις 8 Οκτωβρίου του 1998, η Σουηδική Ακαδημία τον ανέδειξε ως τον πρώτο Πορτογάλο που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ακόμα κι αν δεν ξεφυλλίσατε ποτέ κανένα βιβλίο του, έχετε σίγουρα διαβάσει ή ποστάρει κάποιον από τους διάσημους αφορισμούς του στα social media

Γιατί ο μεγάλος συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1922 στο μικρό χωριό Αζινιάγκα, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λισαβόνας, από γονείς φτωχούς ακτήμονες αγρότες, ήταν ένας λάτρης του φανταστικού και ένας δεξιοτέχνης του λόγου. Και φαίνεται πως αυτό τον χαρακτήριζε από νωρίς, γιατί το επώνυμο «Σαραμάγκου» προέκυψε από ένα παρατσούκλι της οικογένειας του, από ένα είδος ραφανίδας – ένα άγριο ραπανάκι – που έτρωγαν οι φτωχοί, και γράφτηκε στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως…

PGRpdiBzdHlsZT0iIiBjbGFzcz0ibW9iaWxlX2Jhbm5lciBiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCgkJCTxkaXYgaWQ9J3ZyYWRpbmlfUFInIGNsYXNzPSJiYW5uZXItc3RpY2t5Ij4NCiAgPHNjcmlwdD4NCiAgICBnb29nbGV0YWcuY21kLnB1c2goZnVuY3Rpb24oKSB7IGdvb2dsZXRhZy5kaXNwbGF5KCd2cmFkaW5pX1BSJyk7IH0pOw0KICA8L3NjcmlwdD4NCjwvZGl2PgkJCTwvZGl2Pg==

Πέρασε τα σχολικά του χρόνια στη Λισαβόνα, όπου, όμως, παρά την έφεσή του στα γράμματα, αναγκάστηκε να αφήσει το γυμνάσιο για μια τεχνική σχολή που τον βοήθησε να βρει δουλειά σαν μηχανικός αυτοκινήτων, αλλά, παράλληλα, τα βράδια επισκεπτόταν την Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβαζε «χωρίς βοήθεια ή καθοδήγηση, παρά μόνο με την περιέργεια και τη θέληση να μάθω», όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του, γιατί για τον ίδιο, «το διάβασμα είναι ένας άλλος τρόπος να είσαι κάπου»…

Η πρώτη του δουλειά ήταν μηχανικός αυτοκινήτων, ενώ στη συνέχεια θα ασκήσει διάφορα επαγγέλματα για να βιοποριστεί, χωρίς να ξεχνάει όμως τη μεγάλη του αγάπη, τα γράμματα«Μια λέξη ποτέ δεν έρχεται μόνη της. Ακόμα και η λέξη “μοναξιά” χρειάζεται κάποιον που να υποφέρει από αυτή» θα δηλώσει κάποτε, και το 1947 θα εκδώσει το μυθιστόρημα «Γη της αμαρτίας» που δεν θα σημειώσει όμως ιδιαίτερη επιτυχία και θα ακολουθήσει ένα μεγάλο διάστημα χωρίς άλλες δημοσιεύσεις. Παράλληλα, ξεκινά να εργάζεται σε εκδοτική επιχείρηση όπου και συνέχισε ως μεταφραστής και έπειτα ως δημοσιογράφος, υπεύθυνος λογοτεχνικών σελίδων και για ένα διάστημα διευθυντής έκδοσης της μεγάλης εφημερίδας της Λισαβόνας «Diarios de Noticias».

Από το 1969 – και ενώ τη χώρα κυβερνά η δικτατορία του Σαλαζάρ – θα ενταχθεί στο Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, θα αναπτύξει έντονη πολιτική δράση και θα συνδεθεί άρρηκτα με τον κοινωνικό σχολιασμό.

«Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την π….α την μάνα που σας γέννησε» θα πει σε έναν από τους γνωστότερους αφορισμούς του

Θα κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση το 1982, όταν η έκδοση του μυθιστορήματος «Το χρονικό του μοναστηριού» συγκεντρώνει πάνω της την προσοχή του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού. Η θεματολογία του προσεγγίζει το φανταστικό και την αλληγορία, για να μιλήσει για τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους: «Είμαστε περισσότερο τα ελαττώματα μας, παρά τα προσόντα μας» έλεγε ο ίδιος… Το ευφάνταστο, πειραματικό στυλ του συχνά χαρακτηρίζεται από μακριές προτάσεις, κατά περιπτώσεις περισσότερο από μια σελίδα σε μάκρος, ενώ πολλές από τις παραγράφους του εκτείνονται για σελίδες χωρίς παύση για διάλογο, τον οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να μην οριοθετεί με εισαγωγικά.

Θα ακολουθήσουν τα κορυφαία μυθιστορήματα του «Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις», «Το κατά ιησούν Ευαγγέλιον», «Περί φωτίσεως» και «Κάιν», ενώ στο «Περί τυφλότητος» παραλείπει τα κύρια ονόματα και χρησιμοποιεί εναλλακτικά, μοναδικά χαρακτηριστικά για να αναφερθεί και προσδιορίσει τους χαρακτήρες. «Οι ερωτήσεις σου είναι ψεύτικες αν ξέρεις ήδη την απάντηση» συνήθιζε να λέει…

Από το Φεβρουάριο του 1993, και μετά από τη ρήξη του τόσο με την Εκκλησία με αφορμή το έργο του «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο», όσο και με την κυβέρνηση της Πορτογαλίας η οποία απέρριψε την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας διατεινόμενη ότι το έργο προσέβαλλε την Καθολική Εκκλησία και τους πιστούς της, θα εγκαταλείψει απογοητευμένος την Πορτογαλία και μαζί με τη σύζυγο του θα μετακομίσει στο νησί Λανθαρότε, στην Ισπανία, όπου θα ζήσει μέχρι το θάνατο του το 2010.

Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο ίδιος, «σε ζητήματα καρδιάς και αισθημάτων, το υπερβολικά πολύ είναι πάντα καλύτερο από το υπερβολικά λίγο»…

Ίσως σας ενδιαφέρουν