Αρτηριακή υπέρταση: Το συχνότερο χρόνιο νόσημα

«Περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι πάσχουν παγκοσμίως από τη συγκεκριμένη νόσο, με τη συχνότητα εμφάνισης να αυξάνεται συνεχώς» τονίζει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Κωνσταντίνος Μακαρίτσης

Η αρτηριακή υπέρταση είναι η αύξηση της πίεσης που ασκείται στο τοίχωμα των αρτηριών από το αίμα. Η συγκεκριμένη νόσος αποτελεί το συχνότερο χρόνιο νόσημα και υπολογίζεται ότι πάνω από 1 δισ. άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από αυτήν.

Μιλώντας αποκλειστικά στη «Βραδυνή της Κυριακής», ο Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Κωνσταντίνος Μακαρίτσης, μεταξύ άλλων εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η συχνότητα εμφάνισής της αυξάνεται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες σε όλη την υφήλιο, ενώ, παράλληλα, αναλύει τα αίτια τα οποία την προκαλούν, καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης της πάθησης.

Κωνσταντίνος Μακαρίτσης

Τι είναι η υπέρταση;

«Αρτηριακή υπέρταση είναι η νόσος στην οποία υπάρχει αύξηση της αρτηριακής πίεσης – συστολικής ή διαστολικής ή και των δύο. Στην υπέρταση αυξάνεται η πίεση που ασκείται στο τοίχωμα των αρτηριών από το αίμα».

Πόσο συχνή και πόσο επικίνδυνη είναι;

«Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί το συχνότερο χρόνιο νόσημα και υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 1 δισ. άνθρωποι πάσχουν παγκοσμίως. Η συχνότητα εμφάνισης αυξάνεται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες σε όλη την υφήλιο, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, της αυξημένης κατανάλωσης αλατιού, αλλά και της διαρκούς αύξησης της παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη. Η ηλικία, η κατανάλωση άλατος και η παχυσαρκία αποτελούν τους σημαντικότερους επιβαρυντικούς παράγοντες για την εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης στον πληθυσμό.

Παράλληλα, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο επιπλοκών. Συγκεκριμένα, αυξάνει τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, την καρδιακή ανεπάρκεια, τη στεφανιαία νόσο και το έμφραγμα του μυοκαρδίου, την περιφερική αρτηριοπάθεια, τη νεφρική ανεπάρκεια και την αμφιβληστροειδοπάθεια. Για κάθε αύξηση της συστολικής (μεγάλης) πίεσης κατά 20 mmHg και της διαστολικής (μικρής) πίεσης κατά 10 mmHg ο κίνδυνος επιπλοκών διπλασιάζεται. Η αρτηριακή υπέρταση σε συνδυασμό με τη δυσλιπιδαιμία, το σακχαρώδη διαβήτη και το κάπνισμα αποτελούν τους καλούμενους μείζονες παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών επιπλοκών».

Πόση πρέπει να είναι η πίεση για να καταλάβει κάποιος ότι έχει υπέρταση;

«Η αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης άνω των 140 mmHg και της διαστολικής άνω των 90 mmHg θεωρούνταν κριτήριο για το χαρακτηρισμό ενός ασθενούς ως υπερτασικού. Ωστόσο, στις πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές που ανακοίνωσαν τόσο η Αμερικανική, όσο και η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Υπέρτασης, τα όρια είναι χαμηλότερα και αντιστοιχούν σε τιμές 130/80-85 mmHg».

Πού οφείλεται;

«Η αρτηριακή υπέρταση διακρίνεται σε πρωτοπαθή ή ιδιοπαθή και τη δευτεροπαθή.

Η πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής υπέρταση αποτελεί τη συντριπτική πλειονότητα, καθώς περίπου 90% των υπερτασικών ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Δεν έχει ανευρεθεί το αίτιο της ιδιοπαθούς υπέρτασης. Θεωρείται, πάντως, βέβαιο ότι είναι μία πολυγονιδιακή νόσος. Η συνεπίδραση διαφόρων περιβαλλοντικών παραγόντων (διατροφή, stress, έλλειψη άσκησης) και η ηλικία φαίνεται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτού του τύπου αρτηριακής υπέρτασης.

Η δευτεροπαθής υπέρταση οφείλεται σε διάφορα αίτια, στα οποία περιλαμβάνονται νοσήματα των νεφρών, των επινεφριδίων, αλλά και άλλων οργάνων. Ένα άλλο αίτιο είναι η λήψη ορισμένων φαρμάκων. Η ανεύρεση και ταυτοποίηση του αιτίου της δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι θεμελιώδους σημασίας, καθώς η θεραπεία της υποκείμενης νόσου έχει ως αποτέλεσμα και τη θεραπεία της υπέρτασης».

Πώς εκδηλώνεται;

«Η ιδιοπαθής αρτηριακή υπέρταση δεν εκδηλώνεται με συγκεκριμένα συμπτώματα. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί, και αυτό υποδηλώνει τη σημασία του προληπτικού ελέγχου. Κεφαλαλγία, αιμωδίες, δύσπνοια, θωρακικό άλγος και ρινορραγία εμφανίζονται σπανίως. Ως εκ τούτου, η υπέρταση, δυστυχώς, πολλές φορές ανακαλύπτεται ύστερα από την εμφάνιση επιπλοκών, όπως το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και η καρδιακή ανεπάρκεια. Στις περιπτώσεις δευτεροπαθούς υπέρτασης η συμπτωματολογία συνήθως σχετίζεται με την υποκείμενη νόσο που ευθύνεται για την εμφάνιση της υπέρτασης».

Έχει σχέση με την κληρονομικότητα;

«Η συχνότητα εμφάνισης αρτηριακής υπέρτασης διπλασιάζεται σε άτομα των οποίων ο ένας ή και οι δύο γονείς πάσχουν από υπέρταση, ενώ η συχνότητα υπέρτασης ανέρχεται στο 75% σε μονοζυγωτικούς διδύμους. Από μελέτες σε οικογένειες, η κληρονομικότητά της κυμαίνεται από 33% έως και 65%, αναλόγως του τρόπου μέτρησης της αρτηριακής πίεσης».

Πόσο ευαίσθητα είναι τα άτομα με υπέρταση στο νέο κορωνοϊό;

«Έχουν αναφερθεί διάφορα στοιχεία σχετικά με ενδεχόμενη ευαισθησία ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα στην COVID-19. Επίσης, έγινε μεγάλη συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα αναφορικά με πιθανή ευαισθησία ασθενών που ελάμβαναν αντι-υπερτασική αγωγή με φάρμακα μιας συγκεκριμένης κατηγορίας, των καλούμενων αναστολέων του άξονα ρενίνης αγγειοτενσίνης, και συγκεκριμένα των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης και των αναστολέων των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης. Αν και η λήψη των προαναφερθέντων φαρμάκων δε φαίνεται να σχετίζεται με αύξηση της θνητότητας, η χορήγησή τους απαιτεί προσοχή».

Πώς θεραπεύεται;

«Η θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης περιλαμβάνει μη φαρμακευτικά και φαρμακευτικά μέσα. Η αντιμετώπιση της υπέρτασης πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Αναλόγως των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης αλλά και της παρουσίας άλλων παραγόντων κινδύνου στον κάθε ασθενή, επιλέγεται η θεραπευτική προσέγγιση της αρτηριακής υπέρτασης.

Ως προς τα μη φαρμακευτικά μέσα έχει διαπιστωθεί ότι η τροποποίηση διαφόρων παραγόντων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Η τροποποίηση αυτή, περιλαμβάνει τη μείωση της κατανάλωσης του αλατιού, την ελάττωση του σωματικού βάρους, τη μείωση της υπερβολικής λήψης οινοπνεύματος, την αύξηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών, τη διακοπή του καπνίσματος και την τακτική άσκηση. Η υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής συμβάλλει σημαντικά στην ελάττωση της αρτηριακής πίεσης και πρέπει να ακολουθείται σε όλους τους υπερτασικούς ασθενείς.

Η φαρμακευτική αντιμετώπιση αποτελεί θεμελιώδη λίθο της θεραπείας της υπέρτασης και περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες αντι-υπερτασικών φαρμάκων, όπως τα διουρητικά, οι αναστολείς του άξονα ρενίνης αγγειοτενσίνης, οι ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου, οι β-αναστολείς και άλλα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα ανωτέρω φάρμακα είναι αποτελεσματικά για την ελάττωση της αρτηριακής πίεσης στα φυσιολογικά επίπεδα. Ωστόσο, συχνά συνοδεύονται από ανεπιθύμητες ενέργειες, τις οποίες πρέπει να γνωρίζει ο εκάστοτε θεράπων ιατρός, αλλά και ο ασθενής που λαμβάνει τη θεραπεία.

Η θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης είναι υψίστης σημασίας, καθώς έχει τεκμηριωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οδηγεί σε σημαντική μείωση εμφάνισης των επιπλοκών της αρτηριακής υπέρτασης (αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, στεφανιαία νόσος, καρδιακή ανεπάρκεια), οι οποίες ευθύνονται για την πλειονότητα των θανάτων παγκοσμίως τις τελευταίες δεκαετίες».

Από την έντυπη έκδοση της «Βραδυνής της Κυριακής»

Ίσως σας ενδιαφέρουν